Σπρώχνουν την Ελλάδα σε διαπραγμάτευση με τον Ερντογάν να βάζει τους όρους

Σπρώχνουν την Ελλάδα σε διαπραγμάτευση με τον Ερντογάν να βάζει τους όρους

«Όμηρος» του «Oruc Reis» η χώρα μας

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


-Η επίσκεψη Πομπέο με το μυαλό στις ψήφους των Ελληνοαμερικανών

Σε θέση ομηρίας, από τις διαθέσεις του… Σουλτάνου και τις επιδιώξεις της κ. Μέρκελ, φέρνουν την Ελλάδα οι χειρισμοί της κυβέρνησης, την ώρα που όλα έδειχναν ότι η Αθήνα είχε το πάνω χέρι και μπορούσε να προχωρήσει και να απαιτήσει τη σκλήρυνση της πολιτικής της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία, μέχρις ότου εγκαταλείψει και αποκηρύξει την αναθεωρητική πολιτική και συναινέσει στην έναρξη ειλικρινούς διαλόγου για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ελλάδα και τη δίκαιη επίλυση του Κυπριακού.

Και η Αθήνα έρχεται να επιβεβαιώσει –αφού ήδη το είχε ανακοινώσει η Τουρκική Προεδρία– ότι θα επανεκκινήσει η διαδικασία των «διερευνητικών επαφών». Απέφυγε, ωστόσο –και αυτό έχει τη σημασία του, καθώς η ανακοίνωση φέρει τη σφραγίδα του υπουργείου Εξωτερικών–, να αναφέρει τον πλήρη τίτλο που είχαν αυτές οι επαφές («διερευνητικές επαφές για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας»), αφήνοντας έτσι ανοικτό το πεδίο για ερμηνείες περί αποδοχής της τουρκικής απαίτησης για ανοικτή ατζέντα, που θα μπορεί να συμπεριλάβει και όλο το πλαίσιο των τουρκικών διεκδικήσεων.

Η Αθήνα, υπό τη στρατιωτική πίεση που άσκησε ο Ταγίπ Ερντογάν με την παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα από το «Oruc Reis», συνοδεία πολεμικών πλοίων, και αφού επέβαλε τετελεσμένα εις βάρος της χώρας μας, σύρεται τώρα σε διάλογο όπου η Τουρκία επιχειρεί να βάλει τους όρους και συγχρόνως υποχρεώνεται σε ε­γκατάλειψη της προσπάθειας για απόφαση στη Σύνοδο Κορυφής που θα ενεργοποιούσε την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας σε περίπτωση επανάληψης των προκλήσεων.

Και επίσης, στην πιο κρίσιμη στιγμή των ελληνοτουρκικών, η Αθήνα υποχρεώθηκε μετά την πίεση της κοινής γνώμης να εκδώσει ανακοίνωση δηλώνοντας ότι θα στηρίξει την Κύπρο στη Σύνοδο Κορυφής, καθώς η Λευκωσία θα δώσει ως το τέλος τη μάχη για την έγκριση των πρόσθετων κυρώσεων εναντίον προσώπων και εταιρειών που συμμετέχουν στη συνεχιζόμενη, βάναυση παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων εντός της κυπριακής ΑΟΖ.

Και το όπλο που διαθέτει η Κύπρος, το βέτο στις κυρώσεις εναντίον της Λευκορωσίας (για τις οποίες παραδόξως «καίγονται» οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι αδιαφορούν για τις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας εναντίον ενός κράτους-μέλους), δυστυχώς το είχε στα χέρια της και η Ελλάδα, η οποία όμως το εγκαταλείπει προκειμένου να μην κατηγορηθεί ότι… διαταράσσει το κλίμα εν όψει των διερευνητικών.

Και φυσικά η Ελλάδα προσέρχεται στον διάλογο χωρίς κανείς να της εγγυάται ότι ο κ. Ερντογάν δεν θα χρησιμοποιήσει ξανά ως φόβητρο το «Oruc Reis» προκειμένου να επιβάλλει την ατζέντα που επιδιώκει στη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, έχοντας, αν όχι τη στήριξη, τουλάχιστον την ανοχή των Γερμανών.

Την ίδια ώρα που η Τουρκία συνεχίζει να προκαλεί και το Εθνικό Συμβούλιο της Τουρκίας συνεχίζει να εκτοξεύει απειλές και να απαιτεί ως προϋπόθεση για τα επόμενα βήματα στα ελληνοτουρκικά την… αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Αλλά όλα αυτά, κατά την κ. Μέρκελ, δεν διαταράσσουν το κλίμα…

Έτσι επιχειρήθηκε να εμφανισθεί και στο εσωτερικό ότι ο κ. Ερντογάν γονάτισε και αναγκάσθηκε να υποχωρήσει, υπό την πίεση της κ. Μέρκελ και των Αμερικανών και φυσικά λόγω των χειρισμών της κυβέρνησης. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο κ. Ερντογάν πέτυχε τον στόχο του. Χρησιμοποίησε το «Oruc Reis» για να επιβάλει τετελεσμένα, ανάγκασε την κυβέρνηση να παραδεχθεί ότι ο «νόμος Μανιάτη» που καθόριζε, ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης, τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στη μέση γραμμή δεν ισχύει (καθώς ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι η περιοχή είναι «διεκδικούμενη, μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα») και κατόρθωσε με την απλή απόσυρση του «Oruc Reis» να «ξεπλύνει» τις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας, να ακυρώσει τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ και μάλιστα να είναι αυτός που υπαγορεύει τους όρους για τα επόμενα βήματα στις ευρωτουρκικές σχέσεις αλλά και για τον διάλογο με την Ελλάδα.

Η άφιξη του αμερικανού ΥΠΕΞ Μάικ Πο­μπέο στην Ελλάδα τη Δευτέρα προβάλλεται από πολλούς κύκλους και την ίδια την κυβέρνηση ως μεγάλη επιτυχία και προσωπική στήριξη των ΗΠΑ στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η παρουσία του κ. Πομπέο και οι δηλώσεις του προφανώς έχουν βαρύτητα και θα στείλουν μήνυμα στην Τουρκία για επίλυση των προβλημάτων μέσω του διαλόγου, αναφορά η οποία μπορεί να φέρει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση την Ελλάδα τις επόμενες εβδομάδες, όταν θα προσπαθεί να εξηγήσει στον κ. Πομπέο και στην αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και στο Βερολίνο και στην ΕΕ, ότι ο εφ’ όλης της ύλης διάλογος που απαιτεί η Τουρκία δεν μπορεί να γίνει. Εξάλλου η επίσκεψη Πομπέο έχει να κάνει περισσότερο με τη γεωστρατηγική αναμέτρηση με τη Ρωσία και την Κίνα στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και με τις ψήφους των Ελληνοαμερικανών, παρά με την πραγματική στήριξη της Ελλάδας στην αντιπαράθεση με την Τουρκία.

Επίσης, ένα ακόμη μεγάλο θέμα που ενδιαφέρει τους Αμερικανούς είναι και τα εξοπλιστικά, καθώς βλέπουν τη γαλλική σφήνα σε μια αγορά, την ελληνική, που ήταν παραδοσιακός πελάτης της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών σε Θεσσαλονίκη και Κρήτη δίνει την ευκαιρία στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και στον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια να επιχειρήσουν να εξηγήσουν τη βάση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία και να την εντάξουν όχι απλώς σε διμερές επίπεδο, αλλά στον συνολικό αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας και στον τρόπο που υπονομεύει η πολιτική της τα συμφέροντα της Δύσης. Ώστε όλα αυτά να καταγραφούν στην ατζέντα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και να είναι στη διάθεση και της επόμενης ηγεσίας του, εφόσον ο Τζο Μπάιντεν διαδεχθεί τον κ. Τραμπ μετά τις εκλογές..

Σε ό,τι αφορά το θέμα της αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών, που προβάλλει μετ’ επιτάσεως η Τουρκία, είναι προφανές ότι θα πρόκειται περί κατάφωρης παραβίασης του Συντάγματος η οποιαδήποτε συζήτηση για το ζήτημα αυτό που αφορά την εθνική ασφάλεια και άμυνα. Όμως η κυβέρνηση πρέπει να αποφύγει να ε­μπλακεί σε κάθε συζήτηση που τεχνηέντως προωθεί ο φιλότουρκος ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, ώστε μέσω και του ΝΑΤΟ και με εγγυητή, υποτίθεται, της ασφάλειας το ίδιο το ΝΑΤΟ να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση μέτρα εμπιστοσύνης και μηχανισμοί αποφυγής ατυχημάτων, που απλώς θα οδηγούν διά της πλαγίας στον περιορισμό ή στη μείωση του εξοπλισμού και του επιπέδου αμυντικής ικανότητας των ελληνικών νησιών…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ