«ΤΟ ΠΑΡΟΝ»: Εγκατέλειψε την Κύπρο η κυβέρνηση

«ΤΟ ΠΑΡΟΝ»: Εγκατέλειψε την Κύπρο η κυβέρνηση

Παρέδωσε το «όπλο» των κυρώσεων στη Σύνοδο Κορυφής

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


-Ο Μητσοτάκης υποκύπτει στον εκβιασμό Βερολίνου – Άγκυρας

Υποκύπτει στις πιέσεις του Βερολίνου η κυβέρνηση καθώς, αφού εγκλωβίστηκε στην «πρωτοβουλία» Μέρκελ και αποδέχθηκε ως «αποκλιμάκωση» την επιστροφή του «Oruc Reis» για συντήρηση στο λιμάνι της Αττάλειας, κινδυνεύει να χάσει το μοναδικό όπλο που διαθέτει η Ελλάδα και δεν είναι άλλο από το ευρωπαϊκό χαρτί.

Έτσι, σε μια διαδικασία η οποία είναι στον αέρα για την επανάληψη των διερευνητικών επαφών, οι οποίες εξάλλου θα είναι δύσκολο –εφόσον ξεκινήσουν– να έχουν οποιαδήποτε συνέχεια, η Αθήνα οδεύει στη Σύνοδο Κορυφής, με μια ομάδα χωρών, με πρώτη φυσικά τη Γερμανία, να εργάζεται παρασκηνιακά για να βάλει στον πάγο κάθε συζήτηση για επιβολή κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, όπως είχε προβλεφθεί αρχικά από το άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών του Βερολίνου.

Η Αθήνα, αν και είχε στα χέρια της την απόφαση αυτή, και ενώ κάλλιστα μπορούσε να συνδέσει την απόφαση για κυρώσεις στη Λευκορωσία, για τις οποίες όλοι κόπτονται, με την απόφαση για τομεακές κυρώσεις στην Τουρκία, αποφεύγει να το κάνει και ουσιαστικά παραιτείται από το πλεονέκτημα που διαθέτει στη συγκεκριμένη συγκυρία προκειμένου να μη δυσαρεστήσει τους Γερμανούς αλλά και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που θέλουν σκληρή πολιτική εναντίον της Λευκορωσίας.

Είναι προφανές ότι έτσι θα σταλεί λανθασμένο μήνυμα στην Τουρκία. Η τελευταία, έχοντας κάνει μια επίδειξη δύναμης στο εσωτερικό της ΕΕ με τα τηλεφωνήματα και τις συναντήσεις ηγετών χωρών, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Μάλτα κ.ά., προκειμένου να δείξει την επιρροή της, θα εκλάβει μια αναβολή της συζήτησης των κυρώσεων ως «πράσινο φως» για τη συνέχιση της αναθεωρητικής της πολιτικής εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.

Επίσης, σε μια κρίσιμη στιγμή θα φανεί ότι το μέτωπο Αθήνας – Λευκωσίας δεν βαδίζει πλέον μαζί εντός της ΕΕ στο μείζον θέμα των ευρωτουρκικών, καθώς η Αθήνα, εφόσον υποκύψει στις μεθοδεύσεις των Γερμανών, δεν θα ζητήσει την επιβολή των κυρώσεων που οι ΥΠΕΞ είχαν ζητήσει να συγκεκριμενοποιήσει ο κ. Μπορέλ.

Επιπλέον, δεν θα στηρίξει ούτε την προσπάθεια της Κύπρου να διευρυνθεί έστω και συμβολικά ο κατάλογος κυρώσεων εναντίον συγκεκριμένων προσώπων που συνδέονται με τη συνεχιζόμενη παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας από την παράνομη γεώτρηση του «Yavuz» και την παράνομη έρευνα του «Barbaros» εντός της κυπριακής ΑΟΖ.

Έτσι η Κύπρος, παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα προειδοποίησε ότι θα ζητήσει εφαρμογή της απόφασης των ΥΠΕΞ για ταυτόχρονη επιβολή κυρώσεων τόσο εναντίον της Λευκορωσίας όσο και εναντίον της Τουρκίας, απειλώντας ουσιαστικά με βέτο, κινδυνεύσε να βρεθεί εντελώς μόνη της στη Σύνοδο Κορυφής, με αποτέλεσμα –το πιθανότερο– να υποχρεωθεί, υπό την πίεση των άλλων χωρών και χωρίς ουσιαστικό στήριγμα, να κάνει πίσω. Έτσι το κέρδος της Τουρκίας θα είναι διπλό: Και θα έχει πετύχει τη διάσπαση του μετώπου Αθήνας – Λευκωσίας και συγχρόνως θα έχει επιβάλει στην ΕΕ την άποψη που προβάλλει με κάθε ευκαιρία ο κ. Ερντογάν, τονίζοντας ότι «η ΕΕ πρέπει να σταματήσει να κάνει τα χατίρια των κακομαθημένων παιδιών, της Ελλάδας και της Κύπρου, και να κρατήσει αμερόληπτη στάση στα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου».

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εγκλωβιστεί από την υποτιθέμενη γερμανική πρωτοβουλία, ελπίζοντας ότι θα κερδίσει τουλάχιστον την αποκλιμάκωση της έντασης, η οποία έφερε στα όριά τους τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Όμως η περίφημη αποκλιμάκωση όλοι γνωρίζουν ότι είναι προσωρινή και όσο επικρέμαται η απειλή της Τουρκίας για μονομερείς ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο και όσο η Τουρκία επιδιώκει να επιβάλει τις διεκδικήσεις της είτε με την απειλή πολέμου είτε μέσω του διαλόγου, όπως η ίδια τον εννοεί, η Ελλάδα θα παραμένει όμηρος των διαθέσεων του Ταγίπ Ερντογάν.

Δυστυχώς, μετά τις παλινωδίες των τελευταίων εβδομάδων και την αποκάλυψη ότι είχε υπάρξει μυστικό γραπτό κείμενο για την έναρξη των διερευνητικών και την παρωδία των χειρισμών για τον τεχνικό διάλογο στο ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση δείχνει και πάλι να αυτοσχεδιάζει. Έτσι, ενώ είναι προφανές ότι υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες ακόμη και για να οργανωθεί η πρώτη συνάντηση στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών, σπεύδει να διαρρεύσει πληροφορίες ότι είναι πιθανόν πριν από τη Σύνοδο Κορυφής να γίνει αυτή η συνάντηση ή ακόμη ότι επίκεται τηλεφωνική επικοινωνία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν.

Όσον αφορά φυσικά το περιεχόμενο των διερευνητικών επαφών, είναι σαφές ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται να θέσουν όλο το φάσμα των διεκδικήσεών τους, παρά την παρατήρηση του κ. Δένδια (στο άρθρο του στην «Καθημερινή»), ο οποίος επισήμανε ότι «οι μονομερείς διεκδικήσεις δεν συνιστούν διαφορές».
Και ενώ η Αθήνα θέτει ως όρο την αποκλιμάκωση προκειμένου να υπάρξει επανάληψη των διερευνητικών, ο κ. Καλίν, ο στενότερος σύμβουλος του Ταγίπ Ερ­ντογάν, διαλύει τα προσχήματα δηλώνοντας ότι η αποκλιμάκωση θα πάρει καιρό…

Όσο για την ατζέντα των διερευνητικών, η τουρκική πλευρά δεν αφήνει αμφιβολίες για τις προθέσεις της.
Ο κ. Τσαβούσογλου επαναλαμβάνει σε κάθε τόνο ότι ο διάλογος θα πρέπει να συμπεριλάβει όλα τα προβλήματα και να επιδιωχθεί μάλιστα λύση-πακέτο. Και στα προβλήματα αυτά θέτει από το FIR Αθηνών μέχρι τις «γκρίζες ζώνες», την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και βεβαίως τις θαλάσσιες ζώνες, όπου εκεί κυριαρχεί το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Και δεν θα πρέπει επίσης να παραλείπεται το γεγονός ότι η Τουρκία συστηματικά επαναφέρει και μειονοτικό ζήτημα στη Θράκη, εν αναμονή και των δικαστικών αποφάσεων για τους συλλόγους που θέλουν να έχουν στον τίτλο τους τον όρο «τουρκικός».

Είναι πρόδηλο ότι σε μια τέτοια συζήτηση δεν θα αντέξει για πολύ και το ερώτημα είναι τι θα κάνει τότε η ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα έχει αδρανοποιήσει το χαρτί της ΕΕ και της απειλής των κυρώσεων και συγχρόνως θα έχει σταλεί το μήνυμα ότι η Τουρκία μπορεί ατιμώρητα να παραβιάζει την ελληνική υφαλοκρηπίδα, όσο κι αν τη βαφτίζουμε «μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα». Διότι ο κ. Μητσοτάκης με το άρθρο του σε ξένες εφημερίδες έστειλε διπλό μήνυμα στην Άγκυρα. Πρώτον, ότι η Ελλάδα δεν θεωρεί δική της την υφαλοκρηπίδα στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε όμως και στο Αιγαίο, εφόσον δεν έχει οριοθετηθεί, και, δεύτερον, ότι εκτός της «μείζονος διαφοράς», στην οποία αναφέρθηκε και είναι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, υπάρχουν προφανώς και «μικρότερης σημασίας διαφορές»…

Ας αντιληφθεί η κυβέρνηση ότι ο κατευνασμός που προωθεί η Γερμανία –για τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα– ουσιαστικά εξανεμίζει όλα τα κέρδη της αποτρεπτικής πολιτικής που ακολουθήθηκε στον Έβρο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ τίθεται σε αμφισβήτηση και η αξιοπιστία της Ελλάδας έναντι της Γαλλίας αλλά και των άλλων χωρών που τάχθηκαν στο πλευρό της στη διάρκεια της κρίσης του τελευταίου μήνα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ