Ευρωπαϊκή υποκρισία απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα

Ευρωπαϊκή υποκρισία απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα


Του
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΖΟΥ
Συμβούλου επιχειρήσεων – Συγγραφέα


Όλες αυτές τις ημέρες που κυριάρχησε η τουρκική προκλητικότητα του «Oruc Reis» η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε μια ευκαιρία να δείξει ότι λειτουργεί ως μια συνομοσπονδία κρατών που φιλοδοξεί να αποτελέσει μια ενιαία γεωπολιτική οντότητα.

Την ευκαιρία αυτήν την πρόσφερε η Ελλάδα, η οποία αναζήτησε πολιτική υποστήριξη για την παραβίαση της υφαλοκρηπίδας της στην Ανατολική Μεσόγειο από την Τουρκία.

Για τον σκοπό αυτό ο υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας ζήτησε την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ. Το Συμβούλιο τελικά πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης στις 14 Αυγούστου 2020. Πρώτος μίλησε ο κ. Δένδιας, ο οποίος παρουσίασε στοιχεία για την προσπάθεια της τουρκικής φρεγάτας «Κemal Reis» να εμβολίσει την ελληνική φρεγάτα «Λήμνος». Κατόπιν αναφέρθηκε στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ, εξηγώντας ότι η συμφωνία αυτή είναι αποτέλεσμα μακράς διαπραγμάτευσης και ότι είναι απολύτως σύννομη με το διεθνές δίκαιο.

Η φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας

Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος έσπευσε να εκφράσει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας ανακοινώθηκε μία ημέρα πριν αρχίσουν οι συνομιλίες Ελλάδας – Τουρκίας, που είχαν συμφωνηθεί με γερμανική μεσολάβηση. Κατόπιν, αφού ανέφερε τα γνωστά περί αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και την Κύπρο, τόνισε ότι πρέπει να σταματήσει ο φαύλος κύκλος της στρατιωτικής κλιμάκωσης. Για τον σκοπό αυτό τόνισε ότι θα πρέπει να ξεκινήσει διάλογος Αθήνας – Άγκυρας. Έτσι, η Γερμανία κράτησε φαινομενικά ίσες αποστάσεις. Στην πράξη όμως εξίσωσε τον θύτη με το θύμα, ζητώντας από την Ελλάδα να συζητήσει τις τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου η Γαλλία – Ποιά η θέση των υπολοίπων χωρών

Διαφορετική ήταν η στάση της Γαλλίας, η οποία τόνισε την ανάγκη να γίνει σεβαστό το διεθνές δίκαιο. Επίσης υποστήριξε την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος, το οποίο θα εξέφραζε την αλληλεγγύη της ΕΕ προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Παράλληλα η Γαλλία ζήτησε να προετοιμαστεί μια λίστα κυρώσεων κατά της Τουρκίας, η οποία θα συζητηθεί στην επόμενη άτυπη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Με την πλευρά της Γερμανίας πρακτικά τάχθηκαν η Σουηδία, η Ισπανία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Φινλανδία, οι οποίες τόνισαν τη σημασία της Τουρκίας, παραβλέποντας ουσιαστικά την προκλητική της συμπεριφορά.


Εκδήλωση πολιτικής υποκρισίας η στάση της Ευρώπης


Αρνητική ρητορική κατά της Τουρκίας υιοθέτησαν το Βέλγιο, η Ιρλανδία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Αυστρία, χωρίς όμως να πάρουν θέση για το αν τελικά θα ψηφίσουν την επιβολή κυρώσεων.

Ενδιάμεση ήταν η στάση που τήρησαν η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ολλανδία, η Βουλγαρία, η Τσεχία και η Κροατία. Εξέφρασαν μεν την αλληλεγγύη τους προς την Ελλάδα και την Κύπρο, ουσιαστικά όμως απηύθυναν παραινέσεις προς την Αθήνα να συζητήσει τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις.

Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η μικρή Μάλτα, η οποία πρότεινε να κηρυχθούν ουδέτερες οι αμφισβητούμενες περιοχές, προσθέτοντας ότι σε αυτές πρέπει να παγώσουν κάθε τύπου έρευνες. Ουσιαστικά, δηλαδή, η Μάλτα πρότεινε να «γκριζαριστούν» μέχρι νεωτέρας οι περιοχές που διεκδικεί η Τουρκία.

Μια Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς πολιτική υπόσταση

Η παραπάνω εικόνα δεν είναι ασυνήθιστη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, είναι μια εικόνα που απέχει πολύ από αυτό που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διακηρύξει ως στόχο για τον εαυτό της. Και απέχει όχι μόνο λόγω της αδυναμίας της να υποστηρίξει το διεθνές δίκαιο αλλά και λόγω της απροθυμίας της να συμπαρασταθεί σε δύο κράτη-μέλη της, τα κυριαρχικά δικαιώματα των οποίων καταπατώνται από μια τρίτη χώρα, την Τουρκία.

Υπό την έννοια αυτή, η στάση της Ευρώπης απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις συνιστά εκδήλωση πολιτικής υποκρισίας. Η υποκρισία αυτή μάλιστα ενισχύεται από το γεγονός ότι η Σύνοδος προσπάθησε να επιβάλει κυρώσεις στη Λευκορωσία, ενώ προσπέρασε με τόση άνεση την τουρκική προκλητικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, όπως ήταν φυσικό, αντέδρασε και η ελληνική πλευρά, αποτρέποντας την έκδοση σχετικού ανακοινωθέντος για τη Λευκορωσία.

Φαινόμενα όπως τα παραπάνω δεν θα έπρεπε να μας ξαφνιάζουν, αφού οι διεθνείς σχέσεις καθορίζονται πάντα από τα συμφέροντα των δρώντων υποκειμένων. Αποτελεί όμως τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι ενώ η Ελλάδα προσανατολίστηκε προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ακριβώς για να βρει ένα στρατηγικό στήριγμα κατά της τουρκικής απειλής, τελικά είναι αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση που σήμερα ωθεί την Ελλάδα στο να συναινέσει στον ακρωτηριασμό των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Για όλα αυτά δεν είναι βεβαίως άμοιρες ευθυνών οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες. Αυτές υπονόμευσαν πρώτες την ευρωπαϊκή επιλογή, θεωρώντας ότι η συμμετοχή μας στην ΕΕ ήταν από μόνη της ικανή για να μας εξασφαλίσει όλα όσα θα θέλαμε. Παράλληλα μετέτρεψαν σε εθνικό όραμα τις επιδοτήσεις και τις πάσης φύσεως ευρωπαϊκές χορηγήσεις, οι οποίες συνέβαλαν στην αποσάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν η υπερχρέωσή της και εντέλει η πολιτική της υποδούλωση. Τις συνέπειες όλων αυτών ζούμε σήμερα.

Το ελάχιστο λοιπόν που πρέπει να κάνουμε είναι να απαλλαγούμε από τις αυταπάτες μας και να χαράξουμε, όσο είναι καιρός, μια εθνική στρατηγική. Μια στρατηγική που θα βασίζεται στην παραγωγική ανασύνταξη της χώρας, στον θεσμικό της εκσυγχρονισμό, στην ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και στην αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων μας, συμπεριλαμβανομένου και του απόδημου Ελληνισμού. Διότι η συνειδητοποίηση του ότι είμαστε μόνοι είναι ίσως το πρώτο βήμα προς τη σωτηρία αυτού του τόπου.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ