Η Τουρκία του Ερντογάν: Μια μουσουλμανική χώρα φαινομενικά φιλοδυτική αλλά δυνάμει αντιδυτική

Η Τουρκία του Ερντογάν: Μια μουσουλμανική χώρα φαινομενικά φιλοδυτική αλλά δυνάμει αντιδυτική


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


-Πιέσεις για διαπραγματεύσεις

Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑKP) στην εξουσία αποδόθηκε, κυρίως, στον χαρισματικό ηγέτη του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος είχε δώσει δείγματα των ικανοτήτων του ήδη από τη θητεία του ως δημάρχου της μεγαλύτερης πόλης της Τουρκίας, της Κωνσταντινούπολης.

Το κόμμα αυτό κυβερνάει την Τουρκία από το 2002 και ιδεολογικά ανήκει στον κεντροδεξιό χώρο. Στηρίζεται, κυρίως, στη μεσαία τάξη, που του παρέχει σταθερά το 40% των ψήφων. Ο Ερντογάν τήρησε με συνέπεια όλες, σχεδόν, τις προεκλογικές κομματικές υποσχέσεις και ανέβασε το βιοτικό επίπεδο με σειρά μέτρων που ευνοούσαν τη μεσαία τάξη, την επαρχία και τις απομακρυσμένες περιοχές.

Αντιληφθείς ότι το Ισλάμ είναι το μόνο ενωτικό στοιχείο του τουρκικού λαού, ευνόησε τη στήριξή του και το πρόβαλε καταλλήλως, προσδίδοντας στο σύστημα διακυβέρνησης και στη χώρα έναν λαϊκό-θρησκευτικό χαρακτήρα. Αυτό ουδόλως τον εμπόδισε να διατηρήσει ανέπαφες τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, με την οποία φαινομενικά μόνον ήλθε, κατά καιρούς, σε προστριβές οσάκις του ασκούνταν κριτική για επιβολή αυταρχικού και αντιδημοκρατικού καθεστώτος.

Αντίθετα, ενίσχυσε τους δεσμούς με ΗΠΑ και Ρωσία, οι οποίες με την ανοχή τους επέτρεψαν στην Τουρκία να διεκδικήσει ρόλο περιφερειακής δύναμης στον χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, με τις γνωστές συνέπειες. Με την ΕΕ εφάρμοσε μια πολιτική οπορτουνιστική, πότε με απειλές να «πλημμυρίσει» την Ευρώπη με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες και πότε δηλώνοντας προθυμία για συνεργασία. Δεν έδειξε να ενοχλείται ιδιαίτερα από την κριτική ορισμένων χωρών-μελών της Ένωσης, που ζητάνε επιμόνως να ακυρωθούν οι διαπραγματευτικές διαδικασίες, με προοπτική την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Αντίθετα, έδειξε ότι προτιμάει ένα καθεστώς συνεργασίας από την πλήρη ένταξη.

Η Ευρώπη και ο δυτικός κόσμος παρακολουθούν με ενδιαφέρον και προσοχή τις πολιτικές επιλογές του Ερντογάν, σε θέματα τόσο εξωτερικής όσο και εσωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, οι αντιδράσεις των Δυτικών, και ειδικότερα της ΕΕ, περιορίζονται σε φραστικά και όχι σε ουσιαστικά μέτρα, και τούτο επειδή επηρεάζονται από γεωπολιτικά κριτήρια αλλά και από οικονομικά συμφέροντα πολλών ισχυρών χωρών της Ένωσης.

Προβληματίζει ιδιαίτερα η σχεδόν παθητική αντίδραση της ΕΕ έναντι των τουρκικών προκλήσεων και των απειλών κατά της Ελλάδος, μιας χώρας-μέλους της ΕΕ αλλά και του ΝΑΤΟ. Η ανεκτική στάση της ΕΕ επιβεβαιώθηκε και κατά τις τελευταίες ευρωπαϊκές συναντήσεις, σε επίπεδο τόσο υπουργών Εξωτερικών όσο και αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο).

Υπό το φως και της αναγγελίας αποστολής τουρκικού ερευνητικού σκάφους σε θαλάσσια περιοχή που εμπίπτει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, οι υπουργοί Εξωτερικών ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) να συντάξει και να προτείνει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων κατά της Τουρκίας, κυρωτικού χαρακτήρα, που θα συζητηθούν και θα τεθούν υπό την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο θα συγκληθεί εντός του Αυγούστου.

Στο μεταξύ, το ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis» ανέστειλε τον απόπλου κατόπιν, όπως μεταδόθηκε από ξένα και ελληνικά ΜΜΕ, παρέμβασης της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, υπό την ιδιότητά της και ως προέδρου της ΕΕ για το τρέχον εξάμηνο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αποκλιμάκωση της έ­ντασης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των δύο χωρών, με κίνδυνο την πρόκληση θερμού επεισοδίου, ακόμα και γενικότερης εμπλοκής.

Πρόκειται περί αναδίπλωσης του Ερντογάν ή περί υποχώρησης με α­νταλλάγματα; Σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, τα ανταλλάγματα θα συνίσταντο στην αποδοχή από ελληνικής πλευράς της έναρξης διαπραγματεύσεων με στόχο την επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, για τη διεξαγωγή των οποίων η Ελλάδα δέχεται πολλές πιέσεις. Δεν πρέπει, επίσης, να αποκλεισθεί και κάποιο παζάρεμα και ένας ελιγμός της Άγκυρας προκειμένου να αποφύγει τη λήψη από την ΕΕ κυρωτικών μέτρων, κυρίως οικονομικού χαρακτήρα, που θα έπλητταν σοβαρά την τουρκική οικονομία, η οποία ήδη χωλαίνει σοβαρά και διανύει περίοδο βαθιάς ύφεσης.

Ενδεικτικές των ασκούμενων, εμφανών και μη, πιέσεων στην ελληνική κυβέρνηση είναι και οι προ διημέρου δηλώσεις του έλληνα υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Δένδια, ο οποίος εξέφρασε μεν την ετοιμότητα της Ελλάδας για διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, διευκρινίζοντας όμως παράλληλα το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλουν να διεξαχθούν. Κατ’ αρχάς, κατέστησε σαφές ότι αυτές δεν μπορούν να διεξαχθούν κάτω από απειλές και προκλήσεις, τονίζοντας ότι το πλαίσιο πρέπει να είναι το θετικό διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς συνθήκες.

Αντικείμενο των διαπραγματεύσεων δεν μπορεί να είναι παρά η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των υπερκείμενων θαλασσίων ζωνών. Και πρόσθεσε ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εφόσον και οι δύο χώρες υποβάλουν τα προβλεπόμενα συνυποσχετικά. Παρά τις σαφείς τοποθετήσεις του κ. Δένδια, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Είναι γνωστές οι τουρκικές επιδιώξεις στο Αιγαίο, που αποβλέπουν στην αλλαγή του STATUS QUO και στη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων εκτός του πλαισίου των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου.

Από τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, δύο διακεκριμένων και έμπειρων διπλωματών, των πρέσβεων Παύλου Αποστολίδη και Δημήτρη Παρασκευόπουλου, που αμφότεροι έχουν αφυπηρετήσει από τη Διπλωματική Υπηρεσία, με τον τελευταίο κατόπιν υποβολής παραίτησης λίγες εβδομάδες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την παρούσα κυβέρνηση, ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά για τις θέσεις που έχει διατυπώσει η τουρκική πλευρά.

Είναι απολύτως κατανοητό όσο διεξάγονται διαπραγματεύσεις να μην έρχεται στο φως της δημοσιότητας το ακριβές περιεχόμενο των συζητήσεων. Αρκεί, βέβαια, να μην ασκείται μυστική διπλωματία, που αποτελεί παρωχημένη πρακτική του παρελθόντος και δεν επιτρέπεται σε χώρες Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.

Ισχύς των λαών είναι η εθνική ομοψυχία και η αποφασιστικότητα που επιδεικνύουν για την προστασία των δικαιωμάτων τους.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ