ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ


Συγγραφέας
ΧΟΡΧΕ ΓΚΑΛΑΝ
Μεταφραστής
ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ


Εν αρχή, ένας άνδρας σκορπίζει καναρόσπορους στους δρόμους για να δελεάσει κουκουβάγιες που θα του φέρουν πίσω την αγαπημένη του.
Τίποτα πιο δελεαστικό για τον αναγνώστη, που, όσο προχωράει η αφήγηση, βυθίζεται στην ιστορία μιας οικογενειακής κατάρας και σ’ αυτήν μιας καταραμένης χώρας που δοκιμάζεται σαν τον Ιώβ με αλλεπάλληλους κατακλυσμούς, σεισμούς, επιδημίες, δικτατορίες και άλλες μάστιγες, και σώζεται μονάχα με τη δύναμη της πίστης στους μύθους και στα θαύματα των μύθων.
Ένας τέτοιος μύθος ξεδιπλώνεται σ’ αυτό το μαγικό μυθιστόρημα που ο αφηγητής του διασχίζει, πληγωμένος αλλά όρθιος, έναν αιώνα ιστορία του τόπου του.

Απόσπασμα Βιβλίου 

Μέρος Πρώτο

Ο Nαύτης 

1

Αυτό που με ξύπνησε εκείνο το πρωί ήταν ο αέρας, ο καταραμένος βοριάς. Μου φάνηκε πως στην αυλή δεν ήταν Μάιος, αλλά Δεκέμβριος. Τ’ ανοιχτά παράθυρα άφηναν να μπαίνουν ο αχός από τα δέντρα κι ένα κατάλαμπρο φως, που έπεφτε στο πάτωμα και διέλυε τις σκιές αλλά ήταν ανίκανο να ζεστάνει εκείνο το δωμάτιο που δεν είχε παρά το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος, μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα όπου ήταν πεταμένα κάποια ρούχα μου, κι άλλη μία καρέκλα, δίπλα στο κρεβάτι, όπου είχε καθίσει ο Μαξιμιλιάνο όταν ήρθε να με δει και μου ορκίστηκε ότι είχα κοιμηθεί τρεις μέρες στη σειρά. Με είχε βρει στο σπίτι μου, στην αυλή. Του ορκίστηκα κι εγώ ότι δε θυμόμουν τίποτα, και τον ρώτησα μήπως όλα όσα είχαν συμβεί ήταν ένα φριχτό όνειρο. Μου είπε όχι. Όταν το είπε, η μέρα σκοτείνιασε λίγο. Οφείλω να πω πως, από τότε, εδώ και πάνω από εβδομήντα παράξενα χρόνια, οι μέρες του Μαΐου ήταν λίγο λιγότερο λαμπρές απ’ όσο πριν από κείνο το πρωινό του 1929.
«Έχεις λίγο πυρετό, Ναύτη», είπε ο Μαξιμιλιάνο, κι εγώ κατάλαβα πως δε θυμόταν τ’ όνομά μου, πως είχε ειπωθεί τόσο λίγο, ώστε το ’χε ξεχάσει. Εκείνη, η Μερσέδες, με φώναζε Αγάπη ή κάτι ακόμα πιο γελοίο που δεν πρόκειται να το επαναλάβω, κι ο φίλος μου, ο άνθρωπος που με φιλοξενούσε στο σπίτι του, ο στρατιωτικός που δε γελούσε ποτέ κι ούτε έβγαινε απ’ το στόμα του κουβέντα που να μην ήταν υπερβολικά σοβαρή, ακόμα κι όταν ήθελε να φανεί καλοσυνάτος, με φώναζε Νεαρό ή Ναύτη. Και τότε ακόμα, ελάχιστοι άνθρωποι θυμόνταν τ’ όνομά μου. Εδώ και πολύ καιρό είμαι σίγουρος πως δεν έχει μείνει κανείς.
«Ναύτη», ξαναείπε ο Μαξιμιλιάνο.
«Πρέπει να μάθω πού βρίσκεται», είπα.
«Θα σου δώσω ένα χάπι».
«Δε θέλω κανένα χάπι, το μόνο που χρειάζομαι είναι να μάθω», είπα με τόση αποφασιστικότητα, που ο Μαξιμιλιάνο αναγκάστηκε να μου πει τι είχε συμβεί, κι αυτό που μου αποκάλυψε ήταν τόσο συντριπτικό για μένα, ώστε για πολλά χρόνια είχα ξεχάσει όσα συζητήσαμε εκείνο το πρωί σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, ενώ το αμέσως επόμενο που θυμάμαι καθαρά είναι οι καμπάνες, η σκοτεινή σιλουέτα του Καθεδρικού, οι δρόμοι τού κέντρου, έρημοι, και μια μυρωδιά από γιασεμί που ερχόταν από κάπου εκεί γύρω. Χωρίς να το καταλάβω, πήρα τον δρόμο προς την Καντελάρια,* νότια, και σε λίγο βρισκόμουν στο σπίτι μου, στην κουζίνα, στην αυλή, και πρέπει να πέρασα πολλές ώρες εκεί, γιατί ξαφνι­κά, το επόμενο πρωί, ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, τα νύχια μου ήταν βρόμικα, κι όλο το δωμάτιο μύριζε φρεσκοκομμένο γρασίδι κι ανασκαλεμένο χώμα.
Κατέβηκα στην κουζίνα, ήπια νερό απ’ τη βρύση και βγήκα από το σπίτι για να ξαναπάω στο κέντρο της πόλης. Περπάτησα πολλή ώρα, αλλά τίποτα δεν έδειχνε να μ’ εξαντλεί, ούτε να σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο για μένα, μέχρι τη στιγμή που πρόσεξα ότι τα παιδιά, οι γυναίκες και οι γέροι, με το που μ’ έβλεπαν, άλλαζαν πεζοδρόμιο. Σε σημείο, μάλιστα, που κατέληξα να διασχίσω κάμποσα τετράγωνα μέσα στο απόγευμα ολομόναχος, λες και το πεζοδρόμιο απ’ όπου περνούσα είχε φτιαχτεί αποκλειστικά για μένα. Οι άνθρωποι με απέφευγαν. Όταν νύχτωσε, επέστρεψα στου Μαξιμιλιάνο, ο οποίος, μετά από μια σύντομη κουβέντα, ήρθε κοντά μου και μου είπε πως έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο, πως ούτε οι σκύλοι του δε θα ’θελαν να με πλησιάσουν.
«Έτσι μυρίζουν οι νεκροί, κύριε;» ρώτησα.
«Εσύ είσαι ζωντανός, νεαρέ», είπε ο Μαξιμιλιάνο.
«Ίσως μισοζώντανος. Ή ίσως είμαι εντελώς νεκρός και δεν το αντιλαμβάνομαι. Δεν μπορείτε να μιλάτε με τους νεκρούς εσείς;»
«Όχι, νεαρέ, δεν μπορώ να μιλώ με τους νεκρούς».
«Ίσως, πάλι, πεθαίνω τις νύχτες κι ανασταίνομαι το πρωί, σαν να ’ταν καμιά τιμωρία».
«Κόψ’ τις βλακείες, Ναύτη. Αντί να λες αυτές τις κουβέντες, άκου τι σου λέω και μπες στην μπανιέρα. Ένα μπάνιο με χλιαρό νερό είναι ό,τι καλύτερο».
«Μαξιμιλιάνο…;»
«Ναι;»
«Σκέφτηκα πως ίσως αυτή η μέρα συμβαίνει ξανά και ξανά και δε θα τελειώσει ποτέ και θα ζήσω πεντακόσια χρόνια το ίδιο πράγμα. Πεντακόσια χρόνια, κύριε. Την έχω βαμμένη, μ’ άλλα λόγια».
Ο Μαξιμιλιάνο ήταν καθισμένος σ’ έναν ξύλινο πάγκο, κι εγώ στεκόμουν δίπλα του. Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε κι απίθωσε τα χέρια του στους ώμους μου. Μετά, το ένα του χέρι στο μέτωπό μου.
«Χρειάζεσαι ξεκούραση».
«Μα, κύριε, δε νυστάζω. Σας τ’ ορκίζομαι».
«Όχι άλλες βλακείες. Αν μη τι άλλο, δεν έχεις πια πυρετό, κι αυτό είναι πρόοδος. Θα μπεις τώρα στην μπανιέρα ή όχι;»
«Μάλιστα, κύριε», είπα. «Δεν έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω».
«Έτσι μπράβο», είπε ο Μαξιμιλιάνο…

* Candelaria (Υπαπαντή): συνοικία του Σαν Σαλβαδόρ.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα 

Ο ΧΟΡΧΕ ΓΚΑΛΑΝ γεννήθηκε το 1973 στο Σαν Σαλβαδόρ του Ελ Σαλβαδόρ. Ως ποιητής και συγγραφέας έχει τιμηθεί με πολυάριθμα λογοτεχνικά βραβεία τόσο στη χώρα του όσο και διεθνώς, όπως το Premio Nacional de Novela Corta (Εθνικό Βραβείο Διηγήματος).
Το 2016 τιμήθηκε με το Βραβείο της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας για το μυθιστόρημά του ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Τίτλος πρωτότυπου: Los años nuestros
Κατηγορία: Ξένη λογοτεχνία, Ανθρώπινες σχέσεις , Κοινωνικό
ISBN: 978-618-01-3076-8
ISBN e-book: 978-618-01-3077-5


Σχολιάστε εδώ