Π. Νεάρχου: Περίεργη απάθεια και απραξία στα θέματα Εθνικής Άμυνας

Π. Νεάρχου: Περίεργη απάθεια και απραξία στα θέματα Εθνικής Άμυνας


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η υπογραφή του λεγόμενου Τουρκο-Λιβυκού Μνημονίου από την Άγκυρα συνιστά στην ουσία πράξη πολέμου κατά της Ελλάδος, γιατί επιχειρείται, με έργα πλέον, η αρπαγή της Ελληνικής υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ, παράλληλα με εκείνη της Κύπρου. Το γεγονός ότι η πράξη αυτή είναι παράνομη από πλευράς διεθνούς δικαίου δεν ακυρώνει την καταπάτηση των Ελληνικών δικαιωμάτων, εάν δεν συ­ντρέξει η ένοπλη ισχύς, η οποία θα τα υπερασπίσει.

Περιέργως, όμως, υπό το κράτος μιας στρατηγικής αβουλίας, ακόμη και μετά τη μέγιστη Τουρκική πρόκληση, η Ελλάδα δεν κάνει καμιά κίνηση στο θέμα της ΑΟΖ αλλά και της άμεσης ενισχύσεως της άμυνας. Ακόμη και τα όσα εξαγγέλθηκαν για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία έμειναν μετέωρα. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς γίνεται. Η Ιταλία βολεύεται με την αναβλητικότητα, γιατί αυτό επιτρέπει στους Ιταλούς ψαράδες να επιδίδονται ελεύθερα στην αλιεία της κόκκινης γαρίδας μέχρι τα έξι μίλια των χωρικών υδάτων της Ελλάδος. Είναι όμως μόνο αυτό ή υπάρχουν και άλλοι λόγοι;

Είναι γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει τη Διεθνή Σύμβαση για το Θαλάσσιο Δίκαιο και την έχει καταστήσει μέρος του Κοινοτικού της κεκτημένου. Όλες επίσης οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση. Δεν θα έπρεπε, επομένως, να υπάρχει πρόβλημα και να παρατείνεται επ’ αόριστον η οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία, ανεξάρτητα από το γεγονός αν είναι αυτή ή όχι το πρόβλημά μας. Θα ήταν μια καλή αρχή για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με όλες τις συνορεύουσες χώρες.

Εκκρεμότητα υπάρχει και με τη γειτονική Αλβανία, η οποία επιπλέον εξελίσσεται σε πρόβλημα για τη χώρα μας, με τη στρατηγική συμμαχία που αναπτύσσει με την Τουρκία. Ματαίωσε τη συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες με την Ελλάδα, με Τουρκική υποκίνηση. Παραχωρεί τη βάση της Αυλώνος στην Τουρκία, παρέχοντας στρατηγικά πλεονεκτήματα στο Τουρκικό Ναυτικό, πίσω από την πλάτη της Ελλάδος. Εγκαθιστά στη Βόρειο Ήπειρο 30.000 λαθρομετανάστες από τη Συρία, πολλοί από τους οποίους είναι υπό τον άμεσο έλεγχο της Άγκυρας και έχουν σχέση με ακραίες Ισλαμιστικές οργανώσεις.

Η χώρα μας α­ντί να αντιδράσει στις εξελίξεις αυτές, αυτοεγκλωβίζεται στην υποστήριξη της εντάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση των Δυτικών Βαλκανίων και απεμπολεί ουσιαστικά το δικαίωμα βέτο που έχει για την ένταξη κάθε χώρας. Αυτοαπατάται με το παραπλανητικό επιχείρημα ότι θα έχει στο μέλλον πολλές ευκαιρίες να ασκήσει το βέτο, στο άνοιγμα και στο κλείσιμο του κάθε κεφαλαίου. Για τους ίδιους όμως λόγους που δεν θέτει σήμερα θέμα, δεν θα θέσει και αύριο, γιατί οι εξωτερικές πιέσεις θα είναι ακόμη ισχυρότερες.

Η Ελλάδα θα έπρεπε να επιφυλαχθεί και να μη δώσει τη συγκατάθεσή της για την ενταξιακή διαδικασία της Αλβανίας, εάν προηγουμένως δεν ρυθμισθούν τρία βασικά θέματα: η συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες, η στρατιωτική συνεργασία της Αλβανίας με την Τουρκία, έστω και αν καλύπτεται τώρα από τον μανδύα του ΝΑΤΟ, και τα δικαιώματα της Ελληνικής μειονότητας, περιλαμβανομένου του θέματος της εγκαταστάσεως λαθρομεταναστών στις περιοχές της μειονότητας, κοντά στα Ελληνικά σύνορα.

Σε ό,τι αφορά την πολύ πιο κρίσιμη περιοχή ανακηρύξεως και οριοθετήσεως ΑΟΖ, που συνδέεται με τις Τουρκικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις, η κίνηση της Άγκυρας νότια της Κρήτης και στην Κύπρο δεν αφήνει στην Ελληνική πλευρά περιθώριο για άλλη αβουλία, καθυστέρηση και αναβολή. Η Τουρκική πλευρά δεν μπλοφάρει. Εφαρμόζει αυτά που εξαγγέλλει. Είναι βέβαιο ότι, μετά ιδίως την ευνοϊκή τροπή των εξελίξεων στη Λιβύη, στο στρατιωτικό αλλά και στο διπλωματικό επίπεδο, η Άγκυρα θα αισθανθεί πιο ισχυρή να προχωρήσει σε έρευνες και γεωτρήσεις στην Ελληνική ΑΟΖ.

Δεν αρκούν η επιστολή και η διακοίνωση που έστειλε στη Γ. Γραμματεία του ΟΗΕ η Ελληνίδα Αντιπρόσωπος, καταγγέλλοντας ως παράνομη και ανυπόστατη την οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, που δεν έχουν αντικείμενες ακτές. Στο νομικό επίπεδο χρειάζεται επιπλέον η ανακήρυξη ΑΟΖ και η υποβολή, μονομερών, στην ανάγκη, συ­ντεταγμένων με αναφορά τη μέση γραμμή. Γιατί η Ελλάδα δεν το πράττει; Το ερώτημα αυτό τίθεται εσωτερικά στην Ελλάδα.

Η απάντηση που πιθανολογείται είναι η αποφυγή μιας κλιμακώσεως, που θα οδηγούσε σε ένοπλη ρήξη. Το ερώτημα αυτό τίθεται και από τους φίλους και τους συμμάχους της Ελλάδος αλλά και από την ίδια την Τουρκία. Οι πρώτοι αποθαρρύνονται όταν βλέπουν την Ελλάδα να μην αντιδρά με σθένος και να μην υπερασπίζει τα συμφέροντά της και τον εθνικό της χώρο. Η Τουρκία επιβεβαιώνεται στην εκτίμησή της ότι η Ελλάδα φοβάται την Τουρκία και δεν τολμά να πράξει αυτό που επιβάλλει η υπεράσπιση των συμφερόντων της.

Το πιο ανησυχητικό όμως στην περίπτωση αυτή, που στέλνει επίσης τα δικά της μηνύματα, είναι η απάθεια της Ελλάδος στα θέματα της εθνικής άμυνας. Ακόμα και τώρα, που η Τουρκική απειλή είναι οφθαλμοφανής και άμεση, σε γεωπολιτικό και στρατηγικό επίπεδο. Η Αίγυπτος του Στρατάρχη Αλ Σίσι, π.χ., προσφεύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεν επιβραδύνει όμως, ούτε αναβάλλει τους στρατιωτικούς της εξοπλισμούς. Μετά τα Γαλλικά Ραφάλ, τα ελικοπτεροφόρα Μιστράλ, τα νέα υποβρύχια, τις φρεγάτες Φρεμ και τις κορβέτες Γκοβίντ, διαπραγματεύεται τώρα την αγορά από τη Ρωσία αεροσκαφών Σουχόι-34. Προφανώς, βλέπει ως αμεσότερη απειλή τις Τουρκικές φιλοδοξίες στη Μεσόγειο και στη Βόρεια Αφρική, όπου η Άγκυρα υποστηρίζει, όπως και στην Αίγυπτο, τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.

Η Ελλάδα, ενώ η ανταγωνιστική Τουρκία δρομολόγησε, κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, τεράστιους εξοπλισμούς και εφάρμοσε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο αναπτύξεως εθνικής πολεμικής βιομηχανίας, απέτυχε πλήρως και να στηρίξει τη δική της πολεμική βιομηχανία και να παρακολουθήσει τους νέους κινδύνους που δημιουργούσε ο Τουρκικός εξοπλιστικός πυρετός, σε συνδυασμό με επεκτατικές θεωρίες και ιδεολογίες. Επί δώδεκα χρόνια η Ελλάδα επέβαλε στον εαυτό της ένα ιδιότυπο embargo όπλων, όταν οι κίνδυνοι από την άλλη πλευρά γιγαντώνονταν.

Η επέλαση των Μνημονίων κατέστησε τους προϋπολογισμούς των διαφόρων Όπλων εφάμιλλους εκείνων των Βαλτικών χωρών. Ταυτοχρόνως, μ’ έναν απίστευτο παραλογισμό, η στρατιωτική θητεία μειώθηκε σε εννέα μήνες. Προεβλήθη το επιχείρημα ότι θα προσλαμβάνονταν επαγγελματίες οπλίτες για την αναπλήρωση της μείωσης της θητείας. Η συνέχεια είναι γνωστή. Δεν υπήρχαν χρήματα και προσελήφθησαν πολύ λιγότεροι απ’ ότι σχεδιαζόταν και χρειαζόταν.

Η χώρα είναι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν την Τουρκική απειλή και το τι διακυβεύεται, όπως επίσης τον υβριδικό πόλεμο που διεξάγει η Τουρκία κατά της Ελλάδος με τους λαθρομετανάστες. Η κυβέρνηση όμως δεν δείχνει καμία σπουδή να καλύψει τα πιο επικίνδυνα κενά στην άμυνά της και να βρει απαντήσεις στις απειλές που θέτουν νέοι Τουρκικοί εξοπλισμοί και προϊόντα της Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας.

Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι γνωστό. Δεν υπάρχουν χρήματα. Ακόμη όμως και με πολύ λιγότερα χρήματα μπορούν να βρεθούν λύσεις. Δεν είναι, προφανώς, θέμα χρημάτων το γεγονός ότι τα υποβρύχιά μας παραμένουν ακόμη χωρίς σύγχρονες τορπίλες. Θα έλεγε κανείς ότι κάποιο αόρατο χέρι ε­μποδίζει την Ελληνική πλευρά να εξοπλίσει τα υποβρύχιά της με σύγχρονες τορπίλες μέχρι και οι Τούρκοι να παραλάβουν τα ίδια δικά τους υποβρύχια.

Οι συζητήσεις για τις Γαλλικές φρεγάτες συνεχώς παρατείνονται και παραπέμπεται αντιστοίχως στο μακρινό μέλλον η παραλαβή τους. Η αναβάθμιση των υπαρχουσών φρεγατών καρκινοβατεί και ενεκρίθη από τη Βουλή το «τεράστιο» ποσό των 130 εκατ. ευρώ για την αναβάθμιση τεσσάρων φρεγατών, προφανώς ανεπαρκέστατο για μια σοβαρή αναβάθμιση.

Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτή, διαπιστώνει κανείς ότι δεν επιδεικνύεται καμιά σπουδή για την εισαγωγή πυραυλικών συστημάτων μακρού βεληνεκούς κάθε είδους, τα οποία στοιχίζουν πολύ λιγότερο και αναβαθμίζουν κάθετα και παλαιές ακόμα πλατφόρμες, που θα τα μετέφεραν. Είναι σκόπιμη άλλωστε η ευρύτερη ανάπτυξη και επάκτιων συστημάτων μακρού πλήγματος.

Ένα νέο οπλικό σύστημα, που απέδειξε τις δυνατότητές του τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη, είναι τα μαχητικά, μη επανδρωμένα αεροχήματα. Η Ελλάδα πρέπει να καλύψει γρήγορα το κενό αυτό, σε πρώτο στάδιο με αγορές από το εξωτερικό και σε δεύτερο στάδιο με εθνική παραγωγή.

Γιατί δεν πράττει η Ελλάδα το αυτονόητο; Γιατί ραθυμεί όταν όλα βοούν ότι η ώρα της μεγάλης κρίσεως επέρχεται; Δεν αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση ότι η στάση αυτή μπορεί να εκληφθεί από την Άγκυρα και από τρίτους ως ετοιμότητα για διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα και παραχωρήσεις; Έχει καμιά σχέση με τον συλλογισμό αυτό η δημόσια προτροπή της αδελφής του πρωθυπουργού για «συνολική συμφωνία με την Τουρκία»; Ποια συμφωνία, όταν ο Ερντογάν διεκδικεί και την ΑΟΖ στην Κρήτη;

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ