Το «γερμανικό ευρώ» καθόρισε τις επιλογές της ΕΚΤ

Το «γερμανικό ευρώ» καθόρισε τις επιλογές της ΕΚΤ


Του
ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΡΑΧΟΥ
Οικονομολόγου (Msc, PhD Econ) – πρώην Γενικού
Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων
υπουργείου Εξωτερικών


Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας ήρθε σε μια κρίσιμη στιγμή για τη μελλοντική πορεία του ευρώ. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας βραχυχρόνια δεν επηρεάζει τις αγορές, αλλά έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Η απόφαση των τότε ηγετών της ΕΕ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αποσκοπούσε στην εμβάθυνση της ΕΕ μέσω της αντικατάστασης του μάρκου με το ευρώ, εν μέσω περιόδου συνεχούς ανάπτυξης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Οι μεγάλοι ηγέτες της περιόδου του Μάαστριχτ αποφάσισαν την προώθηση του ευρωπαϊκού οράματος μέσω του κοινού νομίσματος. Ως πραγματικοί ευρωπαϊστές θεωρούσαν ότι η εσωτερική αγορά και το νόμισμα θα οδηγήσουν σε ώσμωση στις δημοσιονομικές πολιτικές της ΕΕ, με δυναμική ενοποίησης.

Η ουσία του θέματος που έθιξε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας τυπικά αφορά τη νομιμότητα της αγοράς περιουσιακών στοιχείων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Ουσιαστικά εγείρει το ζήτημα της άσκησης εξουσίας της ΕΚΤ σε κυρίαρχα κράτη, χωρίς αμοιβαιοποίηση των υποχρεώσεών τους και επιμερισμό του κινδύνου.

Η κρίση του 2009 πέρασε το μήνυμα στους πολίτες και στις αγορές, σύμφωνα με το οποίο κάθε χώρα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή οικονομική οντότητα. Αυτό το μήνυμα οδήγησε στο ξεθώριασμα του ευρωπαϊκού οράματος στους πολίτες και στην ανάπτυξη οικονομικού και πολιτικού εθνικισμού.

Η ίδια αντίληψη επιβεβαιώθηκε στους πολίτες κατά την κρίση της πανδημίας, καθώς και στην επερχόμενη ύφεση της Ευρωζώνης. Η μεγάλη ύφεση θα προκαλέσει δομική ανισορροπία στις ευρωπαϊκές οικονομίες, ως αποτέλεσμα των διαφορετικών δημοσιονομικών περιθωρίων στην ανάκαμψη των κρατών.

Το μέλλον του ευρώ όμως συνδέεται με την ανάκαμψη της Ευρωζώνης και θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις των οικονομικά ισχυρών χωρών τον επόμενο χρόνο: Θα δώσουν έμφαση στην αλληλεγγύη και το ευρωπαϊκό όραμα ή θα συνεχίσουν στη λεγόμενη «σκληρή γραμμή», απότοκο της πίεσης των πολιτών στο πλαίσιο του οικονομικού εθνικισμού;

Η διάχυση της αισιοδοξίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το σχήμα V αποσκοπεί στην πραγματικότητα στη μετάθεση του προβλήματος σε μεταγενέστερο χρόνο. Εάν η Ευρωζώνη ανακάμψει γρήγορα, το ευρώ θα ενισχυθεί. Εάν δεν ανακάμψει γρήγορα, θα δεχθεί σημαντικές πιέσεις από τις αγορές.

Σε αυτό το σημείο επισημαίνεται η αποσύνδεση μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών. Τα χρηματιστήρια σταθεροποιούνται, αν δεν ανακάμπτουν, εν μέσω σημαντικής αύξησης ανεργίας, μείωσης των εταιρικών εσόδων, ασθενούς κερδοφορίας και μείωσης παραγωγής. Αυτή η αντινομία είναι αποτέλεσμα της νομισματικής επέκτασης και της ανισομερούς δημοσιονομικής επέκτασης των χωρών της Ευρωζώνης.

Στην περίπτωση του απευκταίου, αλλά ενδεχομένου δυσμενούς σεναρίου, η ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης θα είναι αργή, εντός τριών – τεσσάρων ετών, όπως θα συμβεί και με την οικονομία των ΗΠΑ.

Η πραγματική οικονομία δεν είναι μόνο οι έξι εταιρείες-κολοσσοί της ψηφιακής εποχής, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 22% της διεθνούς κεφαλαιοποίησης, αλλά η πληθώρα των εταιρειών, που απασχολούν τη συντριπτική πλειοψηφία του εργασιακού δυναμικού. Παρά τη σημερινή απόκλιση, οι οικονομικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη θα οδηγήσουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά της πραγματικής οικονομίας και στις χρηματοπιστωτικές αγορές με νέα διόρθωση μεταξύ 15% – 20%.

Με αυτές τις επισημάνσεις ως παραδοχές εργασίας εξετάζεται η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Η αλήθεια είναι ότι το «γερμανικό ευρώ» καθόρισε τις επιλογές της ΕΚΤ. Όταν οι εξουσίες από την Bundesbank μεταφέρθηκαν στην ΕΚΤ, υπήρξαν διασφαλίσεις με σκοπό τον περιορισμό του πεδίου εξουσίας του υπερεθνικού νομισματικού φορέα.

Η πρώτη ήταν το άρθρο 125 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο αποκλείεται η διάσωση κράτους-μέλους της Ευρωζώνης, καθώς κανένα μέλος της Ευρωζώνης δεν έχει ευθύνη για τις δεσμεύσεις των υπολοίπων κρατών-μελών.

Η δεύτερη ήταν το άρθρο 123, με το οποίο απαγορεύεται στην ΕΚΤ να χρηματοδοτεί κράτος-μέλος αγοράζοντας ομόλογα που εκδίδονται απευθείας από αυτό το κράτος.

Η τρίτη ήταν η αναφορά στο Σύνταγμα της Γερμανίας σύμφωνα με την οποία οι γερμανοί φορολογούμενοι δεν μπορούν να επιβαρυνθούν με υποχρεώσεις που συνδέονται με άλλες χώρες.

Επομένως, η αμοιβαιοποίηση χρέους της ΕΕ είναι αντισυνταγματική στη Γερμανία και απαγορεύεται από τη Συνθήκη της ΕΕ. Η μεταφορά νομισματικής κυριαρχίας από την Bundesbank στην ΕΚΤ καθορίζεται ουσιαστικά από το Γερμανικό Σύνταγμα και τη Συνθήκη της ΕΕ.

Το πρόβλημα δεν είναι απλά νομικό, αλλά δομικό ζήτημα του ευρώ. Στην περίοδο της κρίσης του 2009 ουσιαστικά παραβιάστηκε το πνεύμα του Συντάγματος της Γερμανίας, προκειμένου να αποσοβηθεί η κρίση του ευρώ και η διάσωση της Ελλάδας. Σήμερα ακολουθείται ανάλογη πολιτική προκειμένου η ευρωπαϊκή οικονομία να ανακάμψει με σενάριο ταχείας ανάκαμψης.

Στο δυσμενές σενάριο για την Ευρωζώνη, τα επίπεδα χρέους της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου και άλλων χωρών αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά στην παρούσα οικονομική κρίση.

Εφόσον η Γερμανία υποχρεωθεί, λόγω της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, να θέσει όρια στην ΕΚΤ για την αγορά ομολόγων των κρατών-μελών, θα προκληθεί αναστάτωση στην οικονομία της Ευρωζώνης με εντονότερη ύφεση. Ενδεικτική αυτής της εξέλιξης είναι τα spreads μεταξύ ιταλικών και γερμανικών ομολόγων, αποτέλεσμα της αύξησης του κινδύνου στην Ιταλία.

Στην περίπτωση αυτή κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την αποσταθεροποίηση του ευρώ τα προσεχή δύο έως τρία χρόνια, με συνέπειες στη συνοχή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Στον αντίποδα αυτής της εξέλιξης, ακόμα και στο δυσμενές σενάριο, εφόσον αποκατασταθεί η δομική δυσλειτουργία του ευρώ, αναμένεται σημα­ντική ανάκαμψη της Ευρωζώνης, των επενδύσεων και των περιουσιακών στοιχείων στην Ευρωζώνη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η τύχη της Ελλάδας θα καθορισθεί από τις αποφάσεις του Βερολίνου. Παρά ταύτα, είναι ευθύνη της κυβέρνησης να αναδείξει στην ΕΕ την αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και να εκπονήσει σχέδιο αναδιάταξης της ελληνικής οικονομίας στα νέα δεδομένα. Επί του παρόντος, περί άλλα τυρβάζει.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: neakriti.gr


Σχολιάστε εδώ