Μήπως είναι ώρα να μάθουμε να αγαπάμε ξανά;

Μήπως είναι ώρα να μάθουμε να αγαπάμε ξανά;


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Περιμένοντας την άνοιξη, κοιτάζω τον ήλιο με άλλα μάτια. Άραγε, θα έρθει, αναρωτιέμαι, ή αυτό το σκοτάδι, η σκοτεινιά θα κρατήσει πολύ ακόμα, διεκδικώντας ένα κομμάτι της ζωής του καθενός μας για να αγγίξει τα βάθη της ψυχής και της σκέψης μας, που δεν μπορούσε να εκτιμήσει το πόσο όμορφη είναι η ζωή;

Και οι μέρες κυλούν με έναν ακαθόριστο φόβο, που ακόμα και εκείνοι που θεωρούν αυτόν τον πόλεμο ένα κοντό ή περαστικό γεγονός, σαν μια τρικυμία, σαν θύελλα που θα φαίνεται ύστερα από χρόνια ένα τυχαίο γεγονός, έχουν πανικοβληθεί μπροστά στην εκατόμβη των νεκρών, τίμημα της ανθρώπινης έπαρσης. Μήπως γίνει αφορμή να εκτιμήσουμε μερικά πράγματα; Μήπως αυτή η τραγική περίοδο της ανθρωπότητας φέρει στην επιφάνεια τα καλά ανθρώπινα αισθήματα και αντιληφθούν όλοι την ομορφιά της ζωής, που μπορεί να σου χαρίσει απλά πράγματα, γεμάτα όμως με τη ζωντάνια μιας φύσης πεντακάθαρης, απαλλαγμένης από το μαύρο σύννεφο της αιθάλης, και να σε γυρίσει πίσω.

Τότε που παιδί μπορούσες να παίξεις στις αλάνες ξυπόλητος και που ένα μπάνιο στη θάλασσα ήταν αμέτρητη χαρά, ταξίδι ολάκερο πάνω στην καρότσα ενός φορτηγού, που μάζευε όλη τη γειτονιά και τα τραγούδια έδιναν κι έπαιρναν; Ήταν τόσο λογικές οι προσδοκίες του καθενός τότε κι όταν κατάφερνες να ξεχωρίσεις ήταν για μια θέση στον πανεπιστήμιο ή μια πετυχημένη θέση εργασίας, ικανή να συντηρήσει την οικογένεια. Αυτό εκτιμούσαν τότε και έλεγαν «είναι σπουδασμένος ετούτος» κι έχαιρε σεβασμού από όλους.

Στα χρόνια του σήμερα ο σκοπός είναι το χρήμα και ας ποδοπατά συνειδήσεις. Ξεχάσαμε να διαβάζουμε, σε λίγο θα ξεχάσουμε να μιλάμε και να γράφουμε, αφού ακόμα και οι τοπικές λαλιές τείνουν να γίνουν ένα συνονθύλευμα από ξένα στοιχεία. Κακές συμπεριφορές από ακραίες τάσεις, απαξία των πάντων και ένας κόσμος ματαιόδοξος, θαρρείς και θα πάρει μαζί του στην αιώνια ζωή το χρήμα.

Μήπως, λοιπόν, ξαναδούμε το πρόσωπό μας να λάμπει μέσα στο νερό μιας λίμνης, μέσα στο ποτάμι που κυλά χωρίς σταματημό, στο πηγάδι της εξοχής, που κάποτε πίναμε νερό χωρίς φόβο για τα φυτοφάρμακα;

Μήπως πια να αφήσουμε το δάσος να θεριέψει και τα ζώα που ζουν σ’ αυτό να μην ξανατρέξουν φοβισμένα από τις φωτιές για να σωθούν;

Μήπως να μη ρυπαίνουμε τις θάλασσες με οποιο­δήποτε σκουπίδι, να μη θεωρούμε αυτό το απέραντο γαλάζιο έναν σκουπιδοτενεκέ που μπορεί να δεχθεί κάθε τι σαν δοχείο ανακύκλωσης;

Μήπως να μάθουμε να αγαπάμε ξανά;

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ