Ο τελευταίος φύλακας

Ο τελευταίος φύλακας


Συγγραφέας
Δημήτρης Οικονόμου


Το 1906 ο Γιώργης Μπάκας, βαρκάρης στα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα, ορκίζεται ελευθερωτής στους κόλπους της Ηπειρωτικής Εταιρείας. Αποστολή του, να μεταφέρει όπλα με σκοπό την προπαρασκευή της υπαίθρου για την απελευθέρωση. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο γιος του, Ανδρέας, δάσκαλος σε χωριό της Ηπείρου, οπλίζει το Μάνλιχερ και περιμένει τους Ιταλούς την ώρα που οι συμπολεμιστές του, σύμφωνα με το σχέδιο, εγκαταλείπουν την παραμεθόριο. Αποστολή του, να διασφαλίσει την υποχώρησή τους. Το 1947 ο πρωτότοκος γιος του Ανδρέα οπλίζει κι αυτός το δικό του τουφέκι, ενώ η μητέρα του αναγκάζεται να στραφεί σε ξένα όπλα. Όλοι καλούνται να ελευθερώσουν τη γη τους, να υπερασπιστούν το σπίτι τους, να τιμήσουν ή να προδώσουν τους όρκους τους. Τι είναι όμως αυτό βαθιά μέσα τους που τους οπλίζει;

Εμπνευσμένο από αληθινές ιστορίες και βασισμένο σε δεκάδες γραπτές μαρτυρίες, το νέο βιβλίο του Δημήτρη Οικονόμου καταπιάνεται με την άγνωστη, τόσο ιστορικά όσο και λογοτεχνικά, δράση της Ηπειρωτικής Εταιρείας, στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και με τις πρώτες δεκατέσσερις ημέρες της ιταλικής εισβολής του 1940 και την αντίσταση στο Καλπάκι, για να καταλήξει στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου.

Η συγκλονιστική ιστορία μιας οικογένειας διατρέχει την ιστορία της Ηπείρου οδηγώντας τους ήρωες του βιβλίου σε ακραία συναισθήματα και πράξεις.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Ευτυχία Λιάπη

> Διαθέσιμο και σε ebook


Απόσπασμα βιβλίου 

Ο Παράδεισος. Γι’ αυτόν ήταν πάντα ο Παράδεισος. Η σιγαλιά της νύχτας και ο παφλασμός των κυμάτων. Το ψάρεμα τέτοια ώρα στα καλάμια με τον βουλκό.
Η πρωινή ομίχλη ξεκινούσε από πέρα μακριά, από την Αρδομίστα και τη Μονή Ντουραχάνης, και άρχιζε να εξαπλώνεται με γρήγορους ρυθμούς. Έπρεπε να βιαστεί. Μέσα σε λίγα λεπτά, μέχρι αυτός και ο γιος του να επιβιβάζονταν στη βάρκα, θα σκέπαζε τη μισή λίμνη και θα κινούνταν προς την πόλη. Δεν είχε χαράξει, και τα παπιά ακόμα κοιμόνταν στις φωλιές τους μέσα στις καλαμιές. Το Μιτσικέλι, πίσω τους, ύψωνε τον σκοτεινό του όγκο μες στην απόλυτη σιωπή, σαν γιγάντιος αμίλητος φρουρός ολάκερης της λίμνης και της πεδιάδας.
Όσο το μικρό πλοιάριο έσκιζε απαλά τα νερά, ο Γιώργης είχε στήσει αυτί για να αναγνωρίσει τους ήχους. Έλαμνε στα τυφλά καθώς κατευθυνόταν προς τη Σκάλα, με μοναδικό οδηγό το Μπαϊρακλή Τζαμί, μπροστά του, που έπρεπε να είναι σε ευθυγραμμία με τη Μονή Φιλανθρωπηνών, στην πλάτη του. Η άκρη του μιναρέ ήταν το μόνο κτίσμα που ξεπρόβαλλε στο πρώτο θαμπό φως της ημέρας μέσα από την ομίχλη, αλλά το μοναστήρι στο Νησί, πίσω του, δεν μπορούσε πια να το διακρίνει.
Ο δωδεκάχρονος Ανδρέας, στην πλώρη, τουρτούριζε από τον μουλιασμένο στην πρωινή υγρασία αέρα.
«Τσιμ’διά! Ούτ’ ανάσ’. Άκου το νερό! Πώς θα καταλάβ’ς πού θα δέσουμι;»
Ο νεαρός υπάκουσε. Τέντωσε τα αυτιά του για να συλλάβει την ανεπαίσθητη αλλαγή των κυμάτων που έσκαγαν πάνω στα βράχια και, ύστερα από λίγο, κατάλαβε τι εννοούσε ο πατέρας του. Το κύμα έκανε έναν διπλό ήχο και άφριζε αμέσως. Πήγε να του το πει, όλος ικανοποίηση, αλλά ήδη ο Γιώργης είχε σταματήσει το κουπί και έστριβε τη βάρκα με τη λαγουδέρα, αφήνοντάς τη να έρθει από μόνη της να αράξει στο πλάι της πέτρινης αποβάθρας, που πλέον φαινόταν καθαρά. Μόλις η βάρκα σταμάτησε, ο Ανδρέας, μαθημένος εκατοντάδες φορές, πετάχτηκε στην αποβάθρα κρατώντας μια χοντρή τριχιά στο αριστερό του χέρι και την έδεσε στον πρώτο κρίκο που βρήκε.
Ο πατέρας δεν μίλησε. Απόθεσε τα δύο κοφίνια στην αποβάθρα, πήρε την τριχιά της πρύμνης και με ένα σάλτο βρέθηκε να τη δένει και να σιγουρεύει καλά τη βάρκα του. Ύστερα πήρε το ένα κοφίνι, το άλλο ο γιος, και προχώρησαν προς την αγορά.
«Σφίξ’, αν θες να πάμι για κυνήγ’ πριν να φέξ’».
Άφησαν από αριστερά τους τα ταμπάκικα με τη χαρακτηριστική τους δυσωδία, που ο Ανδρέας δεν μπορούσε να τη συνηθίσει όσες φορές κι αν περνούσε από εκεί, και ξεκινήσαν να ανεβαίνουν μες στην καταχνιά τον λασπωμένο δρόμο προς τη Σιαράβα. Πέρασαν μπροστά από τα Ναυτάκια, με τις δύο ασημένιες κρεμαστές λάμπες πετρελαίου, που ο ιδιοκτήτης, ο Γιάννης ο Ζώτος, είχε φέρει από την Ιταλία, να φέγγουν μέσα στο σκοτάδι. Σε λίγο, που θα χάραζε, θα έβγαινε και θα τις έσβηνε, και ο Γιώργης επιτάχυνε το βήμα του και γύρισε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Είχε τους λόγους του να μη θέλει πολλά πολλά με τον Ζώτο, παρότι είχαν περάσει τα χρόνια και είχε αποδειχτεί εχέμυθος.
«Μην γκιορεύ’ς. Προχώρα».
Ήθελε να κόψουν δρόμο προς την κάτω πλατεία, για να βρεθούν μια ώρα αρχύτερα στο ξενοδοχείο Αβέρωφ, όπου θα παρέδιδαν το πρώτο κοφίνι κυπρίνους. Ο διευθυντής τού είχε στείλει μήνυμα από χτες. Ένας καλός πελάτης ήθελε να πάρει μαζί του τούτο το περίφημο ψάρι που είχαν ρίξει στη λίμνη μόλις την προηγούμενη χρονιά, για το οποίο όλοι έλεγαν πως ήταν εξαιρετικό και πως οι ψαράδες, χάρη σ’ αυτό, ευτυχώς σώθηκαν.
Ήταν ακόμα νύχτα, αλλά στο ξενοδοχείο όλοι οι υπάλληλοι ήταν στο πόδι. Ο Γιώργης ζήτησε από τον γιο του να αφήσει στα σκαλιά το κοφίνι που κρατούσε, και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε μια καμαριέρα.
«Πες στ’ αφεντικό σ’ πως έφ’ρα τ’ς κυπρίνους που μου ζήτ’σι».
«Δεν του το λες ο ίδιος;»
«Δεν προλαβαίνουμι. Έχουμι κι άλλη παράδοσ’. Δώσ’ του τα χαιρετίσματά μου και πες του να μ’ ορμηνέψ’ να πάμι για κυνήγι».
Χαιρέτησε και πήρε παραμάσχαλα το κοφίνι του γιου του. Χαιρέτησε και ο Ανδρέας, που στο μεταξύ δεν είχε πάρει τα μάτια του από την όμορφη κοπέλα με το πλούσιο στήθος, και κατευθύνθηκαν προς το αρχοντικό του Βέλιου, ενός πλούσιου έμπορα που είχε τα αρραβωνιάσματα της κόρης του.
Δεν ήταν ψαρομπακάλης ο Γιώργης. Δεν διαλαλούσε την πραμάτεια του στην αγορά του Μαρκάδου. Ήταν ψαράς από τους λίγους και κυνηγός ξακουστός σε ολόκληρη την πόλη. Μπαινόβγαινε σε όλα τα καλά σπίτια και έπαιρνε παραγγελίες, μια αγριόχηνα, τρεις οκάδες καραβίδες, δυο χέλια, ό,τι επιθυμούσε ο κάθε νοικοκύρης, και τις παρέδιδε το επόμενο πρωί ή, πολλές φορές, αν η παραγγελία είχε γίνει νωρίς, ακόμη και την ίδια μέρα. Δεν καταλάβαινε από σχόλες. Η βάρκα ήταν η ζωή του και η λίμνη το σπίτι του. Κανείς ποτέ δεν τον είχε δει ξέμπαρκο, να κάθεται στο καφενείο και να πίνει ή να παίζει. Δούλευε μέρα νύχτα. Γι’ αυτό, του είχαν βγάλει στο Νησί το παρατσούκλι Μπάρκος…

Διαβάστε τη συνέχεια  ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Δημήτρης Οικονόμου γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1974, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες.
Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Οι εγκλωβισμένοι (υποψήφιο για το βραβείο The Athens Prize for Literature 2016).
Από τις εκδόσεις Μελάνι κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου (υποψήφιο για το βραβείο καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα 2010 του περιοδικού Διαβάζω) και Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι.
Κείμενά του έχουν βραβευτεί στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

Μάθετε περισσότερα:  https://ikarosbooks.gr/authors/oikonomoy-dimitris


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ

Κατηγορία: Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία, Μυθιστόρημα
ISBN: 978-960-572-324-8  


Σχολιάστε εδώ