Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΤΩΡΑ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΧΑΖΙ

Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΤΩΡΑ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΧΑΖΙ

Ένα πρωί τήν πόρτα μου
άκουσα νά χτυπάνε
όπως καμπάνες χάλκινες
μές στίς γιορτές βαράνε.
•••
Έτρεξα καί τήν άνοιξα
καί βλέπω μιά γυναίκα
μέ τά μαλλιά της ασημί
κι αδύνατη σάν στέκα.
•••
Η απορία τράνταξε
όλα τά σωθικά μου
κι αμέσως τήν ερώτησα:
«Πές μου τί θες, κυρά μου;»
•••
Απάντηση δέν έδωσε
καί όρμησε στό σπίτι
όπως τό φίδι τών αγρών
πού απείκασε σπουργίτι.
•••
Τά πόδια μου λυγίσανε
από τήν απορία
εκείνη αδιάφορη
έγραφε ιστορία.
•••
Μιά ιστορία άγνωστη
σέ άγραφα βιβλία
όπου σιωπούν παράξενα
ψυχή καί ομιλία.
•••
Ποιός διάβολος τήν έστειλε
δέν γνώριζα ακόμα.
Όμως μέ παραξένεψε
τό θράσος καί τό χρώμα.
•••
Τέτοιο αλλόκοτο στοιχειό
ούτε στά όνειρά μου
ούτε οι μάγοι τών ναών
τό έφεραν μπροστά μου.
•••
Πήρα τό θάρρος τελικά
καί τήνε πλησιάζω
καί τήν ρωτώ ευγενικά
χωρίς καί νά κραυγάζω.
•••
«Κυρία μου, σέ τί μπορώ
άν θέλετε βοήθεια
νά σάς τήν δώσω άν μπορώ
σάς λέγω τήν αλήθεια».
•••
Εκείνη δέν απάντησε
κι άρχισε τό τραγούδι
– είδος μιάς χώρας μακρινής
αυτά πού λέν’ κι οι Κούρδοι.
•••
Μπορεί καί κάπου στό Ισλάμ
στά βάθη τής Ασίας
– γιά μένανε αγνώριστο
καί άνευ σημασίας.
•••
Ξάφνου γυρίζει απότομα
σάν λαίλαπα στήν άμμο
κι ο τρόμος μέ κατέβαλε
– λυγίζω, πέφτω χάμω.
•••
Μέ ράντισε μ’ αρώματα
καί πάνω στό κορμί μου
πέταξε τό Κοράνιο
κι έχασα τήν ορμή μου.
•••
«Εγώ σέ αρωμάτισα
οι άλλοι θά σέ σφάξουν.
Γέμισαν τήν Μεσόγειο
καί ύστερα θ’ αράξουν.
•••
Εγώ σέ αρωμάτισα
γιά νά σέ βρουν δικό τους
γιά νά γλιτώσεις, Έλληνα
απ’ τόν φονιά σκοπό τους».
………………………………………
Ύστερα, όταν έφυγε, άφησε
στό κομοδίνο έναν σταυρό,
ένα περιδέραιο. Μαρμάρωσα.
Ήταν κοσμήματα πού έφερε
από τήν Σμύρνη η γιαγιά μου.


 
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε  ΕΔΩ


Σχολιάστε εδώ