Η επίσκεψη Ερντογάν στην Ουάσινγκτον – Εμβαλωματικές λύσεις για να αποφευχθεί η πλήρης ρήξη

Η επίσκεψη Ερντογάν στην Ουάσινγκτον – Εμβαλωματικές λύσεις για να αποφευχθεί η πλήρης ρήξη


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η πραγματοποίηση της επισκέψεως αυτής μέσα στο πολύ δυσάρεστο κλίμα που είχε δημιουργηθεί στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις έχει από μόνη της ειδική σημασία και δείχνει πόσο επιδιώκεται και από τις δύο πλευρές να βρεθούν εμβαλωματικές λύσεις στα προβλήματα και να αποφευχθεί η πλήρης ρήξη.

Η άρνηση της Γερουσίας, στο πρόσωπο του γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκράχαμ, να συμβαδίσει με τη Βουλή των Αντιπροσώπων στην αναγνώριση της Αρμενικής γενοκτονίας είναι ένα συμβολικό, αλλά πολύ μεγάλο κέρδος για την Άγκυρα. Η ολοκληρωμένη και επίσημη αναγνώριση της Αρμενικής γενοκτονίας από τις ΗΠΑ θα είχε καταλυτικές συνέπειες στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις και όχι μόνο. Η Άγκυρα, αντίθετα με τη μεταχιτλερική Γερμανία, που ανεγνώρισε επίσημα τη δική της γενοκτονία, αρνείται πεισματικά ότι διεπράχθη το έγκλημα αυτό και το παραπέμπει σε ιστορική έρευνα για σφαγές και ωμότητες που διεπράχθησαν εκατέρωθεν εν μέσω πολέμου.

Προφανώς, η Άγκυρα τηρεί τη στάση αυτή όχι μόνο γιατί δεν θέλει να αναδεχθεί επίσημα το στίγμα του γενοκτόνου, αλλά γιατί αναλογίζεται επίσης το ενδεχόμενο των επανορθώσεων που θα τεθούν σε μια τέτοια περίπτωση. Η σημερινή Τουρκία κατέχει και νέμεται τη γη και τις περιουσίες των δολοφονηθέντων Αρμενίων. Δεν θα ήταν λογικό να τεθεί θέμα μερικών έστω επανορθώσεων, εφόσον η σημερινή Αρμενία δεν έχει υπογράψει οποιαδήποτε Συνθήκη Ειρήνης, με την οποία θα ανεγνώριζε το νέο status quo που επεβλήθη με τη γενοκτονία;

Ο Αμερικανός Πρόεδρος υπερέβη κάθε όριο στην απονομή ευσήμων στον Τούρκο Πρόεδρο και στην υποβολή δελεαστικών προτάσεων, με κύριο άξονα την προοπτική αυξήσεως του διμερούς εμπορίου σε 100 δισ. δολάρια κατά την προσεχή περίοδο και την επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, υπό την προϋπόθεση να συμφωνήσει στην πρακτική ακύρωση της ενεργοποιήσεως των Ρωσικών πυραύλων S-400.

Σε ό,τι αφορά τους Ρωσικούς πυραύλους, είναι πολύ απομακρυσμένο το ενδεχόμενο να συμφωνήσει ο Ερντογάν σε πάγωμα του προγράμματος και προμήθεια αντ’ αυτών των Αμερικανικών Patriot-3. Αυτό θα ακύρωνε την υψηλή στρατηγική της Άγκυρας να απογαλακτισθεί από την Αμερικανική εξάρτηση και να προβληθεί διεθνώς ως μια αυτοδύναμη μεγάλη χώρα, με δική της πολιτική. Θα ακύρωνε επίσης τη στρατηγική της να αναπτύξει αυτοδυναμία στον τομέα των βαλλιστικών πυραύλων, μέσα από τη συνεργασία και τις προμήθειες πυραυλικών συστημάτων και από τις δύο υπερδυνάμεις, αλλά και τη διπλωματική της δυνατότητα να αποκομίζει οφέλη και από τις δύο πλευρές με το παιχνίδι ισορροπίας μεταξύ τους, στο οποίο επιδίδεται.

Η Τουρκική πλευρά προσπάθησε να διολισθήσει από τις Αμερικανικές πιέσεις με τη γνωστή πρόταση της δημιουργίας διμερούς επιτροπής για τη συζήτηση του θέματος της συμβατότητας μεταξύ των Ρωσικών πυραύλων S-400 και των Αμερικανικών αεροσκαφών F-35, όπως επίσης με την πρόταση αγοράς Αμερικανικών πυραύλων Patriot-3 «σε καλή τιμή». Η Άγκυρα, για να πείσει την Αμερικανική πλευρά να την επαναφέρει στο πρόγραμμα των F-35, επισείει την απειλή ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η Τουρκία δεν θα έχει άλλη επιλογή από την αγορά Ρωσικών Σουχόι-35.

Σε ό,τι αφορά τη Συρία, ο Αμερικανός Πρόεδρος πιστεύει ότι, μετά τις παραχωρήσεις που έγιναν προς την Άγκυρα στο θέμα της ζώνης ασφαλείας στα Τουρκο-Συριακά σύνορα, η Συρία και το Κουρδικό δεν είναι πλέον εκρηκτικό θέμα στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις. Η εκτίμηση αυτή είναι πολύ προσωρινή και επισφαλής, όχι μόνο γιατί υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις στην Ουάσινγκτον για τη συγκεκριμένη αυτή πολιτική Τραμπ αλλά και γιατί το θέμα των Κούρδων παραμένει μια μεγάλη εκκρεμότητα στην περιοχή, με πολύ μεγάλες γεωπολιτικές διαστάσεις, που δεν είναι άσχετες με την Αμερικανική υψηλή στρατηγική στη Μέση Ανατολή.

Το μεγαλύτερο δέλεαρ που προβάλλει η Αμερικανική πλευρά προς την Άγκυρα, σ’ έναν τομέα που δεν μπορεί να την ανταγωνισθεί εύκολα η Ρωσία, είναι το άνοιγμα της Αμερικανικής αγοράς στα Τουρκικά προϊόντα, ώστε οι εμπορικές ανταλλαγές να φτάσουν μέσα σε λίγα χρόνια τα 100 δισ. Η Ουάσινγκτον αποβλέπει, βεβαίως, και η ίδια στη μεγάλη Τουρκική αγορά και δεν θέλει να μείνει εκτός ανταγωνισμού προς τις άλλες μεγάλες εμπορικές δυνάμεις, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Κίνα αλλά και τη Ρωσία. Γνωρίζει επίσης την Τουρκική στρατηγική, που επιδιώκει ανοικτές αγορές για τα Τουρκικά προϊόντα.

Η Άγκυρα έχει υπογράψει ήδη τελωνειακή Ένωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που της επιτρέπει να έχει προνομιακή πρόσβαση στις Ευρωπαϊκές αγορές. Με όπλο, τώρα, τον υποτιθέμενο έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, διαπραγματεύεται την αναβάθμιση της τελωνειακής Ενώσεως, που θα μεταφραζόταν για την ίδια σε ένα κέρδος της τάξεως των 30 δισ. ευρώ ετησίως.

Με τη Ρωσία, στο πλαίσιο της γενικότερης προσεγγίσεως, έχει ελεύθερη πρόσβαση στη μεγάλη αυτή αγορά, που προεκτείνεται και από την Ευρω-Ασιατική Ένωση, που περιλαμβάνει τη Λευκορωσία, το Καζακστάν και άλλες φιλικές προς τη Ρωσία χώρες της Ευρασίας.

Με την Κίνα, η Άγκυρα έβαλε φρένο στη ρητορική για τους Ουϊγούρους Μουσουλμάνους της Κίνας και προσπαθεί, πέρα από τις συνήθεις διμερείς σχέσεις, να πάρει προνομιακό ρόλο στο μεγάλο Κινεζικό Πρόγραμμα «Δρόμος του Μεταξιού», που περιλαμβάνει έργα υποδομών της τάξεως των 800 δισ. δολαρίων.
Η Αμερικανική πολιτική Τραμπ επιδιώκει επομένως να χρησιμοποιήσει το οικονομικό όπλο για να σταθεροποιήσει την Τουρκία στο Δυτικό στρατόπεδο αλλά και για να ανταγωνισθεί τις άλλες, μεγάλες οικονομικές δυνάμεις στην Τουρκική αγορά.

Ποια είναι η ειδικότερη σημασία της επισκέψεως Ερντογάν για την Ελλάδα και την Κύπρο;
Η πραγματοποίηση της επισκέψεως κάτω από το γνωστό δυσμενές κλίμα δείχνει σαφώς ότι η Αμερικανική πλευρά είναι έτοιμη να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις προς την Άγκυρα για να διατηρήσει σχέσεις εργασίας μ’ αυτήν και τον Δυτικό προσανατολισμό της. Προφανώς, ορισμένα από τα ανταλλάγματα θα μπορούσαν να είναι σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου, ιδίως όταν αυτές προτρέχουν και δίνουν την εντύπωση ότι είναι έτοιμες να δεχθούν «οδυνηρούς συμβιβασμούς».

Παράδειγμα η Κύπρος, όπου το εσωτερικό μέτωπο δημιουργεί μεγάλο προβληματισμό. Στις 25 Νοεμβρίου είναι προγραμματισμένη συνάντηση στο Βερολίνο του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Γκουτιέρες με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων, του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη και του Τουρκοκυπρίου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Επιδιωκόμενος στόχος είναι η σύγκλιση στους λεγόμενους όρους αναφοράς, στην πολιτική, δηλαδή, βάση των συνομιλιών, ως προϋπόθεση για τη σύγκληση Πενταμερούς Διασκέψεως.

Η Άγκυρα θέτει ως προϋπόθεση τη σύγκλιση πάνω στο θέμα του φυσικού αερίου. Την αποδοχή δηλαδή των γνωστών αξιώσεών της πάνω στην Κυπριακή ΑΟΖ, στο όνομα αφενός των Τουρκοκυπρίων και αφετέρου των δικών της αυθαίρετων θεωριών ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

Ήδη η Ελληνική πλευρά έχει κάνει απαράδεκτες παραχωρήσεις στο λεγόμενο συνταγματικό θέμα, αποδεχόμενη την «πολιτική ισότητα», την οποία η Τουρκική πλευρά ερμηνεύει ως ισότητα 50% με 50%. Αντιλαμβάνεται κανείς τι θα σήμαινε αυτό εάν καταλυόταν η Κυπριακή Δημοκρατία και υποκαθιστόταν από ένα διζωνικό μόρφωμα «πολιτικής ισότητας». Καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να ληφθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ΑΚΕΛ, στο όνομα της ιδεοληπτικής του πολιτικής για «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους, έχει κάνει άλματα υποχωρήσεων, που φαίνονται αδιανόητα μέχρι προσφάτως. Έφτασε στο σημείο να ζητά «συζήτηση» του θέματος του φυσικού αερίου με την Άγκυρα και τη διέλευση του αγωγού μεταφοράς του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου μέσω Τουρκίας, απορρίπτοντας τον αγωγό East Med. Το άσχημο είναι ότι την ηγεσία του ΑΚΕΛ τη συναγωνίζεται στην ίδια γραμμή και μέρος της ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος ΔΗΣΥ. Η Αθήνα παρακολουθεί από απόσταση ασφαλείας.

Η υποχωρητικότητα αυτή στο Ελληνικό μέτωπο θα διευκόλυνε, προφανώς, τον Αμερικανικό παράγοντα να δώσει ανταλλάγματα στην Άγκυρα, σε βάρος της Ελληνικής πλευράς, φορτώνοντας την ευθύνη στο θύμα. Η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η χώρα από οικονομική αλλά και αμυντική άποψη ενθαρρύνει την προβολή παρόμοιων απόψεων στο ευρύτερο φάσμα των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων. Η άμυνα δεν αντιμετωπίζεται ακόμη με την αίσθηση εκείνη του επείγοντος που επιβάλλει η μακρόχρονη αποχή από αμυντικούς εξοπλισμούς και η άμεση απειλή στην εθνική ασφάλεια. Τι σημαίνει όμως αυτό; Αφήνεται ως εναλλακτική προοπτική η «διαπραγμάτευση», όταν είναι γνωστό τι θέλει και τι επιδιώκει η Άγκυρα;


Σχολιάστε εδώ