ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ


Συγγραφέας
Maggie Rainey – Smith
Μετάφραση 
Μαρία Καλλίθρακα – Μοσχοχωρίτου


Η Άρτεμη έχει το όνομα της αρχαίας θεάς, αλλά δυσκολεύεται να συμπεριφερθεί αντάξια. Συνήθως αποφεύγει να αντιμετωπίσει ό,τι τη δυσκολεύει, και το σκάει. Αυτή τη φορά φεύγει μακριά από τον παντρεμένο άντρα με τον οποίο έχει σχέση κι από τους Έλληνες της Νέας Ζηλανδίας, που έχουν άποψη για όλα, και τρέχει στην αγκαλιά της οικογένειάς της στην Πελοπόννησο, που επισκέπτεται για πρώτη φορά. Παίρνει μαζί της τις στάχτες της μητέρας της και ένα iPod με ηχογραφήσεις. Ακούγοντάς τες μαθαίνει σταδιακά τι συνέβη στη γιαγιά της κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.

Η συγγραφέας ξετυλίγει την ιστορία των γυναικών μιας οικογένειας. Εκείνων που παρέμειναν στη διχασμένη Ελλάδα, της μητέρας της Άρτεμης, που – μαζί με πολλές άλλες νέες γυναίκες – έφτασε στις αρχές του 1960 στην άλλη άκρη του κόσμου για να ξεφύγει απ’ όσα είχε δει, και της Άρτεμης, που έρχεται στην Ελλάδα χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει.

«Οι κόρες της Μεσσήνης είναι ένα ποίημα για την αγάπη, αφιερωμένο σε έναν τόπο και στους ανθρώπους του, στους ισχυρούς δεσμούς αίματος και στην κληρονομιά που μας αφήνουν οι δεσμοί αυτοί. Η αφήγηση είναι συγκινητική και ζωντανή, η πλοκή ξεδιπλώνεται δεξιοτεχνικά και οι ηρωίδες του μυθιστορήματος είναι δυναμικές, μεγαλόψυχες και σκληρές».
-Vana Manasiadis- 

Απόσπασμα βιβλίου

Δώρο ασημένιο ποίημα

Ο τελωνειακός υπάλληλος που πήρε το διαβατήριό της την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του. Παρατήρησε το σώμα της όπως έχει τη δυνατότητα να κάνει κάποιος που φοράει στολή, κοροϊδεύοντας μόνο τον εαυτό του πως η ανάλυση του προφίλ των επιβατών είναι ένα θεμιτό είδος λαγνείας. Η Άρτεμη ίσιωσε μπροστά την μπλούζα της. Το σακίδιό της ήταν ο λόγος που είχε στραβώσει. Ήταν φορτωμένο με βιβλία που δεν εμπιστευόταν στους μεταφορείς αποσκευών. Χαμογέλασε όσο πιο ουδέτερα μπορούσε. Μια έκφραση που μπορούσε να μεταφραστεί ως Ω, κολακεύομαι που κοιτάς ή αν ήσουν παρατηρητικός, και ήταν βέβαιη πως εκείνος δεν ήταν, Το έχεις παρακάνει.
«Υπάρχει κάτι που ξεχάσατε να δηλώσετε;»
«Τίποτα», είπε εκνευρισμένη πια.
Αυτός ίσως νόμιζε ότι είχε κρύψει ναρκωτικά στη ράχη κάποιου βιβλίου ή ότι τα πολλά στιλό στην τσάντα της ήταν έξυπνα μεταμφιεσμένες υποδόριες βελόνες.
«Ελάτε εδώ σας παρακαλώ».
«Τι;»
«Υπογράψατε αυτό το έντυπο δηλώνοντας ότι δεν έχετε τρόφιμα. Πρέπει να ψάξω την τσάντα σας».
Μέσα στο σημειωματάριό της θα έβρισκε προσχέδια ενός γράμματος στον Ντέκλαν, σπουδαία ανακάλυψη…
Όμως ο υπάλληλος ήξερε ήδη τι ψάχνει.
«Ένα ροδάκινο! Έχετε παράνομα στην κατοχή σας ένα ροδάκινο».
Της το είχε δώσει ο Ντέκλαν, ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο του στο αεροδρόμιο. Τον καταράστηκε χαμηλόφωνα.
«Το ξέχασα τελείως. Δεν ήθελα να το κρύψω. Ο αδελφός μου έχει περιβόλι. Γνωρίζω απ’ αυτά τα πράγματα. Απλώς ξέχασα να το φάω στο αεροπλάνο».
«Κυρία μου, το πρόστιμο είναι διακόσια δολάρια. Λυπάμαι, αλλά πρέπει να προστατεύουμε τα σύνορά μας».
Και μετά, εντελώς αναίτια, συμπλήρωσε:
«Απαγορεύεται να φάτε αυτό το ροδάκινο», λες και ήταν κανένα παιδάκι που χρειαζόταν να του το υπενθυμίσει, και σήκωσε ψηλά το φρούτο με τα αποστειρωμένα γάντια του.
«Τολμώ να…» είπε, αλλά σταμάτησε.*
Θα ταίριαζε απολύτως να παραθέσει στίχους από το αγαπημένο ποίημα του Ντέκλαν την ώρα που ο τελωνειακός κρατούσε στα χέρια του το παράνομο ροδάκινο. Από την έκφραση του προσώπου του όμως κατάλαβε πως η ποίηση ήταν το τελευταίο πράγμα που ενδιέφερε αυτό τον άνθρωπο. Διακόσια δολάρια. Που να σε πάρει, Ντέκλαν.
Το ροδάκινο έμοιαζε ρομαντικό, και τώρα… Όμως όχι, ένα ροδάκινο ήταν το τέλειο δώρο.
Εκείνη έφταιγε. Έπρεπε να το είχε φάει.
Πήρε πίσω την τσάντα της μουρμουρίζοντας θυμωμένη με τον Ντέκλαν, γιατί τελευταία ήταν πιο εύκολο να μεταθέτει σ’ εκείνον το πρόβλημα.
Και μετά προετοίμασε το πρόσωπό της…
…να συναντήσει τα πρόσωπα...**
…βασικά θα χρειαζόταν ένα ταξί.
Έξω φυσούσε ένα δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι και το μπουφάν της βρισκόταν στη βαλίτσα της. Αναρίγησε και έτριψε τα γυμνά της μπράτσα με τα χέρια της. Έκανε όμως τόσο κρύο; Πάντα δεν την έπιαναν ρίγη όταν ερχόταν στο σπίτι; Καμιά φορά η Άρτεμη δεν μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στον ενθουσιασμό και σε όλα εκείνα τα συναισθήματα που ένιωθε όταν σκεφτόταν το σπίτι και τη μαμά της.
Ένας ταξιτζής σταμάτησε και άνοιξε το πορτμπαγκάζ. Εκείνη γλίστρησε στο πίσω κάθισμα, τον ευχαρίστησε για την ευγένειά του να τοποθετήσει τις βαλίτσες της και πήρε στα γρήγορα το μυθιστόρημα από το σακίδιό της για να διαβάζει στον δρόμο. Δεν της άρεσε να πιάνει κουβέντα σε ταξί. Η κάρτα του οδηγού έλεγε ότι το όνομά του ήταν Ακύλας. Στον εσωτερικό καθρέφτη υπήρχε στερεωμένη η φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού. Στην Άρτεμη έκαναν καλή εντύπωση οι ταξιτζήδες που είχαν φωτογραφίες των παιδιών τους. Ήλπιζε πως αυτό σήμαινε ότι υπολόγιζαν τη ζωή τους, και κατ’ επέκταση και τη δική της…

 

* Αναφέρεται στον στίχο Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο; από το ποίημα «Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ» του Τόμας Στερνς Έλιοτ.

* * Πρόκειται για παραλλαγή ενός στίχου του προαναφερθέντος ποιήματος.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Maggie Rainey-Smith είναι Νεοζηλανδή μυθιστοριογράφος, ποιήτρια, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος και βιβλιοκριτικός. Το πρώτο της μυθιστόρημα, About turns, έγινε μπεστ σέλερ. Έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά και ανθολόγια.
Οι κόρες της Μεσσήνης είναι το τρίτο της μυθιστόρημα. Η συγγραφέας έδειξε ενδιαφέρον για την Ελλάδα και την ιστορία της επειδή ο πατέρας της είχε πολεμήσει με τον στρατό της Νέας Ζηλανδίας στη Μάχη της Κρήτης κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Για τις ανάγκες του βιβλίου ταξίδεψε στη Μάνη. Εκεί γνώρισε τον σερ Πάτρικ Λη Φέρμορ, γεγονός που αποτέλεσε απρόσμενη ευλογία για τη συγγραφή του βιβλίου.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 

Τίτλος πρωτοτύπου: Daughters of Messene
Κατηγορία:  Ξένη Πεζογραφία
ISBN: 978-960-04-4931-0


Σχολιάστε εδώ