Τραμπ και Πούτιν κάνουν τα χατίρια στον Ερντογάν

Τραμπ και Πούτιν κάνουν τα χατίρια στον Ερντογάν

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


-Κι εμείς χαρήκαμε με τη «στήριξη» Πομπέο! – Τόσο αφελείς είμαστε…
-Η συμφωνία έχει θύμα τους Κούρδους

«Εφτάψυχος», ελέω Τραμπ και Πούτιν, αποδεικνύεται ο τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος με τη γνωστή τακτική των εκβιασμών, των απειλών, των παζαριών κατόρθωσε να βγει από τη δύσκολη θέση που είχε βρεθεί στο πεδίο της Βόρειας Συρίας και τελικά να κερδίσει έστω και μέρος των αρχικών επιδιώξεών του, λόγω της αλλοπρόσαλλης, αλλά σαφώς φιλικά διακείμενης προς τον ίδιο πολιτικής του αμερικανού Προέδρου και της διάθεσης του ρώσου Προέδρου να συνεχίσει να έχει το πάνω χέρι στη Συρία.

Έπειτα από μία εβδομάδα παλινωδιών από τις ΗΠΑ και πρωτοφανών, όχι μόνο για τη διπλωματία, ενεργειών του αμερικανού Προέδρου, ήρθε η επίσκεψη Πενς – Πομπέο στην Άγκυρα προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι οι Αμερικανοί όχι μόνο δεν έχουν σκοπό να εγκαταλείψουν την Τουρκία, αλλά ειδικά ο Πρόεδρος Τραμπ, σε αντίθεση με όλο το βαθύ κράτος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πεντάγωνου, δεν έχει διάθεση να εγκαταλείψει ούτε τον Ερντογάν.

Ο Ερντογάν βγαίνει αναβαθμισμένος και ενθαρρυμένος από τις εξελίξεις, καθώς γνωρίζει πλέον ότι η «χημεία» με τον Τραμπ και τον Πούτιν του δίνει περιθώρια παζαριών και ισορροπιών, ώστε να κερδίζει ό,τι μπορεί κάθε φορά. Όλα αυτά τον καθιστούν εντελώς απρόβλεπτο και ιδιαίτερα επικίνδυνο, ειδικά μάλιστα σε ό,τι αφορά το άλλο μεγάλο ανοικτό μέτωπο της Τουρκίας, που είναι η Ανατολική Μεσόγειος και η Κύπρος.

Γιατί πρέπει κάποιος να είναι αφελής για να πιστέψει ότι ύστερα απ’ όσα έγιναν το τελευταίο δεκαήμερο μεταξύ Ουάσινγκτον – Άγκυρας έχουν ιδιαίτερη αξία οι δηλώσεις του κ. Πομπέο περί «απαράδεκτων τουρκικών γεωτρήσεων» στην κυπριακή ΑΟΖ ή τα ψηφίσματα του Κογκρέσου και της Γερουσίας υπέρ της Κύπρου και εναντίον των πολιτικών της Άγκυρας.

Ο Ερντογάν βρέθηκε σε πολύ δυσάρεστη θέση, καθώς αφού κατόρθωσε τη διάσπαση του μετώπου των ΗΠΑ με τους Κούρδους, οι τελευταίοι πέρασαν στο στρατόπεδο του Άσαντ, που ελέγχεται όμως από τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Είδε την ίδια στιγμή τις δυνάμεις του καθεστώτος να αναπτύσσονται στη Βόρεια Συρία και να καλύπτουν το κενό που άφησαν οι Κούρδοι, εμποδίζοντας έτσι την υλοποίηση του πιο φιλόδοξου σχεδίου, που προέβλεπε τουρκική κατάληψη όλης της Βορειοανατολικής Συρίας, από τον Ευφράτη μέχρι τα σύνορα με το Ιράκ.

Έτσι, αφού προχώρησε σε ορισμένες συμβιβαστικές δηλώσεις σχετικά με το συριακό καθεστώς, που μαρτυρούν υποχώρηση από την αρχική θέση για απομάκρυνση του Προέδρου Άσαντ από την εξουσία, στράφηκε προς τις ΗΠΑ, καθώς το κλίμα στην Ουάσινγκτον είχε βαρύνει πολύ. Με τον εξαναγκασμό του Προέδρου Τραμπ να αναγγείλει κυρώσεις και την υποβολή ψηφισμάτων στα δύο νομοθετικά σώματα για επιβολή κυρώσεων, που προέβλεπαν ακόμη και την απαγόρευση εισόδου του ίδιου του κ. Ερ­ντογάν στις ΗΠΑ αλλά και έρευνα των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειάς του.

Η είδηση μάλιστα ότι ο αμερικανός εισαγγελέας άσκησε δίωξη για το σκάνδαλο του ξεπλύματος δισεκατομμυρίων δολαρίων από το σπάσιμο του εμπάργκο που είχε επιβληθεί στο Ιράν, με πρωταγωνιστή την τουρκική κρατική τράπεζα Halk Bank (ο πρόεδρός της την περίοδο εκείνη θεωρείται ο «ταμίας» της οικογένειας Ερντογάν), ήρθε ακριβώς δύο ημέρες πριν από την επίσκεψη Πενς, προκαλώντας εκνευρισμό αλλά και αγωνία στην Άγκυρα.

Διέσωσε το προφίλ του και ενίσχυσε τον Ερντογάν
Ο ίδιος ο κ. Τραμπ δεχόταν σκληρή κριτική στο εσωτερικό, καθώς η πολιτική του στη Συρία αποδοκιμαζόταν ακόμη και από τους βουλευτές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Και έτσι, έπειτα από μια α­νταλλαγή σκληρών μηνυμάτων και επιστολών και στήσιμο «επεισοδίων», όπως αυτό της επιστολής Τραμπ, που καλούσε τον Ερντογάν «να μην κάνει τον σκληρό και να μη γίνεται ανόητος», με την Ά­γκυρα να απαντά ότι η επιστολή αυτή πήγε κατευθείαν στα σκουπίδια, είχε στηθεί το σκηνικό για μια συμφωνία όπως αυτή που ανακοίνωσε ο κ. Πενς το βράδυ της Πέμπτης.

Μια συμφωνία η οποία διασώζει το προφίλ του κ. Τραμπ, τουλάχιστον στους ψηφοφόρους του, με το επιχείρημα ότι ο Πρόεδρος, ασκώντας προσωπική διπλωματία, πετυχαίνει χωρίς κόστος την ειρήνη, αλλά συγχρόνως τονώνει και το προφίλ του Ερντογάν, ο οποίος εμφανίζεται στο εσωτερικό της χώρας του ως ο μεγάλος ηγέτης που με μία εβδομάδα στρατιωτικής κινητοποίησης και με τους διπλωματικούς χειρισμούς του πετυχαίνει τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ μπορεί να «παίζει στα δάχτυλα» τους ηγέτες των δύο υπερδυνάμεων.

Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι δύο πλευρές πρακτικά έχει ως θύμα τους Κούρδους, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς είναι οι χαμένοι της υπόθεσης από την πρώτη στιγμή, καθώς ήδη είχαν αποδεχθεί, μετά την εγκατάλειψή τους από τους Αμερικανούς, ότι εντασσόμενοι στο στρατόπεδο του Άσαντ θα εγκατέλειπαν την τουρκοσυριακή μεθόριο και τις θέσεις τους θα καταλάμβανε ο συριακός στρατός και οι Ρώσοι.

Έτσι, οι Κούρδοι τελικά, προκειμένου να αποφύγουν μια σύγκρουση που θα κατέληγε σε μεγάλες απώλειες και αμάχων, επέλεξαν μία από τις λιγότερο τραγικές επιλογές. Γιατί η υποχώρησή τους ενταφιάζει, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, κάθε ιδέα για ενοποίηση των κουρδικών περιοχών στη Βόρεια Συρία και για διεκδίκηση ενός καθεστώτος αυτονομίας στις περιοχές αυτές.

Η Τουρκία, με την κατάπαυση του πυρός για πέντε ημέρες, δίνει χρόνο για την αναδίπλωση των κουρδικών δυνάμεων σε βάθος 30 χιλιομέτρων από τα σύνορα και δημιουργία ζώνης ασφάλειας όχι 480, όπως επεδίωκε αρχικά, αλλά 100 χιλιομέτρων, στην οποία ο έλεγχος ανήκει, βάσει της συμφωνίας, στις τουρκικές δυνάμεις. Η συμφωνία επίσης προβλέπει την παράδοση του βαρέως οπλισμού που έχουν στην κατοχή τους οι Κούρδοι.

Προβληματική η συμφωνία
Αυτά βεβαίως τα σημεία της συμφωνίας είναι αρκετά προβληματικά. Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την προσωρινή κατοχή εδαφών, τα οποία όχι μόνο δεν είναι δικά τους, αλλά δεν έχουν καμιά απολύτως εξουσία ή αρμοδιότητα σε αυτά, καθώς οι δυνάμεις τους, που έτσι κι αλλιώς ήταν μικρές, έχουν αποχωρήσει από τη Βόρεια Συρία.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ερντογάν, έχοντας κλείσει το μέτωπο με την Ουάσινγκτον, σπεύδει τώρα στη Μόσχα (22 Οκτωβρίου) για να παζαρέψει και να τα βρει και με τον Πούτιν, ώστε να του δοθεί από το «μεγάλο αφεντικό» της Συρίας η έγκριση για αυτήν τη ζώνη ασφαλείας.

Φυσικά, αυτή δεν έχει σχέση με την αρχική επιδίωξη του Ερντογάν, όμως είναι ένα αντάλλαγμα το οποίο μπορεί να προβάλει στο εσωτερικό της χώρας του ως διπλωματική νίκη. Γιατί αυτή η ζώνη ασφαλείας είναι μεν περιορισμένη, αλλά πάντως διασπά την ενότητα των γεωγραφικών κουρδικών περιοχών στη Βόρεια Συρία και αυτό είναι ένα κέρδος για την Τουρκία.

Οι εξελίξεις διαμορφώνουν ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό σε σχέση με τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή και υποχρεώνουν την Αθήνα και τη Λευκωσία να είναι σε εγρήγορση και να είναι έτοιμες να επανεξετάσουν τη στρατηγική τους για την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας.


Σχολιάστε εδώ