Nightingale ή Gulbenkian: Επενδύσεις και επενδυτές

Nightingale ή Gulbenkian: Επενδύσεις και επενδυτές

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Διετέλεσε Επ. Καθηγητής ΕΚΠΑ,
Γραμμ. Αποκρατικοποιήσεων, ΔΣ ΤΑΝΕΟ


Λέγεται ότι κάποια στιγμή στη Βουλή ο Π. Παπαληγούρας, έχοντας απαυδήσει από την παράλογη κριτική της τότε αντιπολίτευσης, είπε: «Εσείς δεν θέλετε επενδυτές, αλλά εθνικούς ευεργέτες». Ήταν η εποχή που το DNA των ελλήνων πολιτικών δεν μπορούσε να διαχωρίσει τον επαγγελματισμό από την προσφορά και την αυτοθυσία.

Αν και πολλά χρόνια μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη συμβολή της F. Nightingale, οι πολιτικοί της τότε εποχής ταύτιζαν ευεργεσία και αυταπάρνηση με την εθνική επιταγή και, σε σχέση με τους εύπορους, επιβαλλόμενη ταξική υποχρέωση. Ευτυχώς, σήμερα, όταν αναφερόμαστε στην επαγγελματική ευθύνη των νοσοκόμων ή των επενδυτών, λογικά την προσδιορίζουμε στα όρια του επαγγελματισμού.

Στα χρόνια που πέρασαν αντιληφθήκαμε ότι ο επενδυτής, που αναλαμβάνει έναν κίνδυνο, θέλει κέρδος και δεν είναι διατεθειμένος να πληρώνει κόστη που δεν είναι συνυφασμένα με τον αρχικό του σχεδιασμό. Δυστυχώς τότε μας προέκυψε ο C. Gulbenkian (γνωστός και ως «κύριος 5%»).

Ήταν η κατηγορία των ενδιαμέσων, που ανεβάζοντας το κόστος της επένδυσης προσέφεραν στον επενδυτή επιτυχή ολοκλήρωση της επένδυσης. Η ηθική και κοινωνικά δίκαιη αναγνώριση της προσφοράς των νοσοκόμων κατάντησε, με τον Gulbenkian, αμειβόμενη, και μάλιστα αδρά, εργασία. Έτσι, η φράση του Παπαληγούρα προέκυψε να έχει ένα λογικό κενό. Δεν στάθμισε την περίπτωση που οι επενδυτικές ευκαιρίες γεννούσαν κίνητρα εμπορευματοποίησης της συναλλαγής, ιδιαίτερα όταν στην πράξη συνδέθηκαν με το καθεστώς της αδειοδότησης. Όταν στον επαγγελματισμό της δημόσιας διοίκησης εντάχθηκε και η αυτοθυσία της Nightingale. Η αυτοθυσία και η αυταπάρνηση, από ποιοτικό χαρακτηριστικό, μετετράπη σε ποσοτικό «γρηγορόσημο».

Ο Παπαληγούρας έκανε λάθος. Δεν υπολόγισε την περίπτωση που η «συμβολή» του «κυρίου 5%» δεν μπορούσε να αναληφθεί από τον επενδυτή, έστω και αν αυτός ανέβαζε το κόστος της επένδυσης. Ο επαγγελματισμός ορισμένων επενδυτών δεν συμβάδιζε με το «γρηγορόσημο». Το αποτέλεσμα ήταν η αποξένωση ενός τμήματος των υποψηφίων επενδυτών, και μάλιστα το πιο υγιές και αξιόπιστο. Επενδυτών που δεν θέλουν να γίνουν ούτε Nightingale ούτε συνεταίροι με τον «κύριο 5%». Λίγων, δυστυχώς, που είτε αναλαμβάνουν την επένδυση και περιμένουν πότε το κράτος θα τηρήσει τις συμφωνίες στις οποίες έχει δεσμευτεί είτε επενδυτές που εγκαταλείπουν το project. Οι πρώτοι χαρακτηρίζονται επενδυτές-ευεργέτες και οι δεύτεροι απλοί επενδυτές.

Η προσέγγιση, στον βαθμό που είναι αξιόπιστη, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε καλύτερα τη σημασία των καθυστερήσεων στην εκτέλεση επενδυτικών έργων, που προκύπτουν ύστερα από ανοικτούς και διαφανείς μειοδοτικούς – πλειοδοτικούς διαγωνισμούς. Μας επιτρέπει όμως και να μετρήσουμε, εν είδει κοινωνικής προσφοράς, το όφελος που παρέχουν στη χώρα οι επενδυτές που δεν δέχτηκαν να συμβιβαστούν και επέλεξαν να πιέσουν το κράτος να ανα­λάβει τις ευθύνες που του αναλογούν, όπως, για παράδειγμα, η Lamda Development στο Ελληνικό ή η Cosco στο λιμάνι. Η κοινωνική τους συνεισφορά συνίσταται στο ότι κάνουν δημόσιο αγαθό την ανευθυνότητα του Δημοσίου.

Διασκεδάζουμε βλέποντας ένα σύνολο αρμοδίων να τρέχει για να λύσει το πρόβλημα των δύο συγκεκριμένων επενδύσεων, αλλά εκπαιδευτικά είναι σκόπιμο να διδαχτούμε, ώστε να μην επαναληφθούν φαινόμενα «κυρίου 5%». Δεν είναι δυνατόν να προσπαθούμε εκ των υστέρων να διορθώσουμε ατέλειες των διαγωνισμών, όταν μάλιστα έχουμε πληρώσει αδρά συμβούλους και ειδικούς. Στόχος μας θα πρέπει στο μέλλον να είναι ο περιορισμός, στο μέγιστο εφικτό, της εκ των υστέρων αυτοθυσίας των δημοσίων λειτουργών, μετατρέποντάς τη σε επαγγελματισμό, χωρίς προσαύξηση του τύπου του «κυρίου 5%».
Θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το Ελληνικό.

Κάποια στιγμή έγινε ένας διαγωνισμός. Κατ’ αρχάς, ας μας επιτραπεί μία διευκρινιστική ερώτηση: «Ο φορέας που προκήρυξε τον διαγωνισμό ζήτησε την προέγκριση όλων των πιθανών εμπλεκομένων επί της τεχνικής και εμπορικής επίπτωσης του διαγωνισμού ή όχι;». Γνώριζε το υπουργείο Πολιτισμού, για παράδειγμα, τι θα γίνει, πού θα γίνει και πώς θα γίνει, ώστε να εκφράσει τις επιφυλάξεις του και να αναλάβει από τον προϋπολογισμό του το κόστος θεραπείας;

Αν ο ΕΟΤ θέλει να αναπαλαιώσει με ιδιωτικά κεφάλαια, για παράδειγμα, την Ακροναυπλία ή το «Ξενία» των Χανίων, οφείλει να εμπλέξει πριν από τον διαγωνισμό το υπουργείο Πολιτισμού και όχι να κάνει τον διαγωνισμό και μετά να τρέχει για τα δικαιώματα ιδιοκτησίας ή χρήσης των projects. Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.

Εκτός κι αν είναι επιλογή του Δημοσίου να βλέπει να καταστρέφεται η περιουσία του ή να τη δίνει για χρήση στον πρώτο επιτήδειο ή να την αφήνει να καταρρεύσει, αντί να προκηρύσσει προαδειοδοτημένους διαγωνισμούς. Το αίτημα απαιτεί να έχει ξεκαθαριστεί η ευθύνη με την προκήρυξη του διαγωνισμού, αντί να την τρέχουν εκ των υστέρων από τον πρωθυπουργό μέχρι το μισό Υπουργικό Συμβούλιο. Μόνο τότε ο σοβαρός επενδυτής γνωρίζει τα όρια και την πραγματική απόδοση της επένδυσής του, χωρίς προσαυξήσεις και αμοιβές τύπου Gulbenkian. Σημειώνοντας μάλιστα ότι το κόστος θεραπείας των παρεμβάσεων το αναλαμβάνει υποχρεωτικά ο τρέχων προϋπολογισμός του υπουργείου και όχι ο επενδυτής.

Ας κάνουμε ένα βήμα πιο πέρα. Υποθέτουμε ότι η δημόσια διοίκηση λειτουργεί αποτελεσματικά και διορθώνει ή/και θεραπεύει κάθε διαγωνισμό στα όρια των ευθυνών της. Το υπουργείο που ευθύνεται για τον διαγωνισμό έχει στα χέρια του όλες τις άδειες και εγκρίσεις που απαιτούνται πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία του διαγωνισμού. Με καθαρή συνείδηση αναθέτει το έργο. Είναι η στιγμή που προσφεύγουν οι χαμένοι του διαγωνισμού με στόχο να ανατρέψουν το αποτέλεσμα. Ενστάσεις στις άδειες, ενστάσεις στις εγκρίσεις, ενστάσεις στην αξιοπιστία του νικητή. Προσφυγές ακόμη και για την προστασία του ανταγωνισμού έχουμε, ανεξαρτήτως από το αν οι διαγωνισμοί έχουν αδειοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Για να θεραπεύσουμε φαινόμενα α­ντιδικίας και συγκρούσεων επιχειρηματικών συμφερόντων, επιβάλλεται η φάση της προκήρυξης να γίνει με προεπιλογή και με ανοικτή και υπεύθυνη διαβούλευση. Ανοικτή σε σχέση με την έννοια της δημοσιότητας μόνο για τους προεπιλεγέντες και υπεύθυνη με στέρηση του δικαιώματος να προσφύγουν όσοι τελικά συμμετάσχουν. Αυστηρότητα στη διαδικασία, καθώς δεν είναι όλοι διαγωνισμοί του επιπέδου προμήθειας καταναλωτικών υλικών. Η αναθέτουσα αρχή, έχοντας συγκεντρώσει το σύνολο των εγκρίσεων και των τεχνικών χαρακτηριστικών του διαγωνισμού, θέτει, έπειτα από προεπιλογή, σε ανοικτή διαβούλευση το αντικείμενο του έργου, διορθώνει τις ατέλειες σύμφωνα με τις εισηγήσεις των προεπιλεγέντων και ζητά οικονομικές προσφορές.

Με άλλα λόγια, έχοντας άρει τα εμπόδια των φορέων του Δημοσίου, καθιστά τους αντιπάλους υπευθύνους στη διατύπωση των αντιρρήσεών τους. Δεν υπάρχουν προσφυγές μετά την προκήρυξη του διαγωνισμού, αν έχουν θεραπευτεί οι αντιρρήσεις όλων όσων προτίθενται να συμμετάσχουν. Με την προεπιλογή και τη διαβούλευση αποκλείονται οι μη δυνάμενοι να συμμετάσχουν και συρρικνώνεται το περιθώριο συμβολής του «κυρίου 5%». Είτε επειδή δεν μπορούν να αξιοποιήσουν (σύμφωνα με τον «κύριο 5%») τις ατέλειες και τα κενά του διαγωνισμού είτε εκ των υστέρων με διορθώσεις των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Ακόμη και σε επίπεδο κατάπτωσης των εγγυητικών.

Υπάρχει πιθανότητα η συγκεκριμένη διαδικασία να οδηγήσει σε αδιέξοδο; Για παράδειγμα, μπορεί να μην έχουμε επιτυχή έκβαση στους διαγωνισμούς για έργα και δημόσιες πλειοδοσίες; Όχι, γιατί ο θεός της αγοράς είναι μεγάλος. Όταν θα εκλείπει η προσδοκώμενη αυταπάρνηση της Nightingale και η «προσφορά» του Gulbenkian, οι επενδυτές θα γίνουν επαγγελματίες και η επένδυση δεν θα πραγματοποιείται από σύγχρονους «εθνικούς ευεργέτες».


Σχολιάστε εδώ