Το τουρκικό «μπλόκο» στο Κυπριακό  και η ευκαιρία για Αθήνα και Λευκωσία  από την αμερικανοτουρκική κρίση

Το τουρκικό «μπλόκο» στο Κυπριακό και η ευκαιρία για Αθήνα και Λευκωσία από την αμερικανοτουρκική κρίση

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Στο σημείο μηδέν, πριν ακόμη ξεκινήσει, βρίσκεται η διαδικασία για την επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό, καθώς η τουρκοκυπριακή πλευρά, με την καθοδήγηση της Άγκυρας, επιχειρεί να ακυρώσει το «πλαίσιο Γκουτιέρες» και συγχρόνως προβάλλει απαιτήσεις οι οποίες δεν οδηγούν απλώς στην αλλοίωση της ομοσπονδιακής μορφής της λύσης, αλλά στην πιο ακραία συνομοσπονδιακή λύση.

Η απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ Τζέιν Χολ Λουτ, στις συναντήσεις που είχε με τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη και τον τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, αν και διαπίστωσε τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές, δεν απέφυγε τον πειρασμό να μεταφέρει πρόταση της τουρκοκυπριακής πλευράς για νέα τετραμερή διάσκεψη. Όταν είναι γνωστό ότι έχει επισημανθεί και από την Αθήνα πως για μια τέτοια εξέλιξη θα πρέπει να έχει προηγηθεί σύγκλιση απόψεων μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων στο θέμα της ασφάλειας, ώστε να αποφευχθεί ένα νέο ναυάγιο όπως στο Κραν Μοντανά.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά αποφεύγει κάθε αναφορά στο μείζον θέμα της ασφάλειας -την κατάργηση των εγγυήσεων και την αποχώρηση των ξένων στρατιωτών- και επιχειρεί να αλλάξει την ατζέντα, φέρνοντας ως κύριο και βασικό θέμα διαπραγμάτευσης τη λεγόμενη «πολιτική ισότητα» με τον τρόπο που η ίδια το ερμηνεύει ως «αριθμητική ισότητα» που θα προσφέρει δικαίωμα βέτο των Τουρκοκυπρίων σε κάθε επίπεδο λήψης απόφασης στο κατ’ όνομα ομοσπονδιακό κράτος. Μια συνταγή η οποία πρακτικά παραδίδει και το ενιαίο κράτος στις διαθέσεις της Άγκυρας, που έτσι θα έχει μία ακόμη ασφαλιστική δικλίδα για τον έλεγχο ολόκληρου του νησιού.

Αν και η τουρκική πλευρά κατά περιόδους αφήνει να αιωρείται η πρόθεσή της να δεχθεί αλλαγές και συμβιβασμούς στο θέμα της ασφάλειας, συνδέοντας τη στάση της με ανταλλάγματα στο θέμα της πολιτικής ισότητας και της διακυβέρνησης, είναι πλέον προφανές ότι προσπαθεί να εξασφαλίσει παραχωρήσεις στο θέμα της διακυβέρνησης και μετά να αφήσει στην Τουρκία τη διαπραγμάτευση για την ασφάλεια.

Στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται η λανθασμένη τακτική που ακολούθησε ο Νίκος Αναστασιάδης στο Κραν Μοντανά, όταν, ενώ είχε ήδη διαφανεί το αδιέξοδο, έσπευσε στις 6 Ιουλίου 2017 να κάνει μονομερή πρόταση για θέματα της εσωτερικής πτυχής του Κυπριακού, που αφορούσαν και τη διακυβέρνηση και τη «θετική ψήφο» των Τουρκοκυπρίων σε αποφάσεις που τους αφορούν. Παρά τη δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία οι προτάσεις αυτές είναι ως μη γενόμενες εάν δεν υπάρξει συνολική λύση, είναι προφανές ότι πάνω σε αυτές τις υποχωρήσεις χτίζουν τώρα τη στρατηγική τους οι Τουρκοκύπριοι και η Ά­γκυρα.

Στη Λευκωσία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Πρόδρομος Προδρόμου και ο διαπραγματευτής Ανδρέας Μαυρογιάννης, έπειτα από σύσκεψη στο Προεδρικό, επεσήμαναν ακριβώς ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν μπορεί να επιχειρεί να εγκλωβίσει τη συζήτηση μόνο στο θέμα της πολιτικής ισότητας:

Οι όροι της Λευκωσίας
«Όσο είναι κλειδί η πολιτική ισότητα, τουλάχιστον άλλο τόσο είναι ο τερματισμός της κατοχής, της αποχώρησης του κατοχικού στρατού, η αντικατάσταση του επισφαλούς συστήματος των εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων, η ανακατανομή-επιστροφή εδαφών, το περιουσιακό, η αναλογία του πληθυσμού, η κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο σχέση της Κύπρου με τρίτα κράτη και κάποια ειδική ρύθμιση για τα δικαιώματα πολιτών από Ελλάδα και Τουρκία – θέμα που έθεσε η τουρκική πλευρά. Για αυτό και πρέπει να γίνεται αναφορά και στις έξι παραμέτρους ταυτόχρονα, και αυτό επιδιώκει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη διαμόρφωση των όρων αναφοράς, δηλαδή να παρατίθενται και οι έξι παράμετροι που είχε προτείνει ο ΓΓ…».

Η Λευκωσία έτσι επιχειρεί να αποδεσμευθεί από τις θέσεις που είχε παρουσιάσει ο κ. Αναστασιάδης, υποστηρίζοντας ότι αυτές απλώς αποτελούσαν απάντηση στα ερωτήματα που έθεσε ο κ. Γκουτιέρες λίγο πριν καταρρεύσουν οι συνομιλίες, ενώ βεβαίως η τουρκοκυπριακή πλευρά απέφυγε τότε οποιαδήποτε γραπτή τοποθέτηση τόσο στα θέματα ασφαλείας όσο και στις έξι παραμέτρους που έθεσε ο κ. Γκουτιέρες.

Όμως η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει θέσει και δύο σοβαρά ζητήματα που έχουν ανακύψει: Πρώτον, την υπαναχώρηση της τουρκοκυπριακής πλευράς από τον χάρτη που είχε καταθέσει στη Γενεύη το 2017 και, δεύτερον, την προσπάθεια παρουσίασης νέων δημογραφικών στοιχείων, με ξαφνική αύξηση των κατόχων «ιθαγένειας του ψευδοκράτους», αλλοιώνοντας πλήρως κρίσιμες πτυχές της λύσης.

Δώρο… οι εξελίξεις…
Σε αυτό το βαρύ κλίμα και ενώ δεν διαφαίνεται πρόοδος στο Κυπριακό, όπως ίσως ήλπιζε ο διεθνής παράγοντας, ώστε να εκτονωθεί η συμπιεσμένη ένταση στην περιοχή, λόγω και των τουρκικών αντιδράσεων στο ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου, οι εξελίξεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις προσθέτουν νέα δεδομένα.

Η πλήρης ψύχρανση των σχέσεων Ουάσινγκτον – Άγκυρας, όπου η υπόθεση των S-400 αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, καθώς η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θεωρεί ότι ο κ. Ερ­ντογάν κινείται πλέον στην κόψη του ξυραφιού, αναπτύσσοντας σχέσεις με όσους αποτελούν στρατηγικούς εχθρούς των ΗΠΑ (Ρωσία, Ιράν, Βενεζουέλα) λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στη Συρία, πυροδοτεί τον αντισημιτισμό και υποστηρίζει οργανώσεις όπως η Χαμάς και οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι»…

Χωρίς, φυσικά, το μπρα ντε φερ που είναι σε εξέλιξη μεταξύ των δύο χωρών να οδηγεί υποχρεωτικά σε ρήξη των σχέσεων, δημιουργείται με την υποστήριξη και του Ισραήλ ένα ευνοϊκό περιβάλλον στην Ουάσινγκτον για να ακουσθούν οι κυπριακές θέσεις αλλά και για να διαμορφωθεί μια στρατηγική συμμαχία που αποτελεί τη μοναδική επιλογή για τη Λευκωσία.

Η όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ, που περιλαμβάνει την εμπλοκή των μεγάλων αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών, όπως η ExxonMobil και η Noble Energy, η παροχή στρατιωτικών διευκολύνσεων και η ανάπτυξη τριγωνικών συνεργασιών με τους βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, δεν προσφέρουν μεν στην Κύπρο την οριστική απάντηση στην τουρκική απειλή, μπορούν όμως να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για πειρατικές ενέργειες, τις οποίες συνηθίζει η Τουρκία όταν θεωρεί ότι ο αντίπαλος είναι αδύναμος.

Έτσι, είναι ιδιαίτερα σημαντική η πρωτοβουλία των δύο κορυφαίων γερουσιαστών Μενέντεζ (Δημοκρατικός) και Ρούμπιο (Ρεπουμπλικάνος) για την κατάθεση νομοσχεδίου στη Γερουσία που εντάσσει την Κύπρο και την Ελλάδα καθώς και το Ισραήλ σε μια νέα στρατηγική των ΗΠΑ για την Ανατολική Μεσόγειο, που αφορά όχι μόνο την ενέργεια και την εξασφάλιση ασφαλών διαδρόμων μεταφοράς ενέργειας αλλά και την ασφάλεια.

Με το νομοσχέδιο προτείνεται η άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων στην Κύπρο, η δωρεάν στρατιωτική βοήθεια σε Ελλάδα και Κύπρο, η επίσημη καταγραφή από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και η κατάθεση στη Γερουσία λίστας με τις παραβιάσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και τις παραβιάσεις της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο…

Αυτές οι εξελίξεις, αν και δεν παράγουν άμεσα αποτελέσματα, προσφέρουν το έδαφος για να χτισθεί μια νέα στρατηγική και από τη Λευκωσία και από την Αθήνα, ώστε να μην περάσει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία που προσφέρει αυτό το (πιθανόν όχι οριστικό) ρήγμα στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και να μπορούν οι δύο χώρες να θεωρούνται πλέον αξιόπιστοι εταίροι και παράγοντες σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου…

Φωτο: ekirikas


Σχολιάστε εδώ