Κ. Μελάς: Πώς θα πορευθεί ο Ερντογάν στην οικονομία μετά τις εκλογές του Μαρτίου;

Κ. Μελάς: Πώς θα πορευθεί ο Ερντογάν στην οικονομία μετά τις εκλογές του Μαρτίου;


Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


1. Διατυπώνεται ένα πειστικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύθηκε ο Πρόεδρος Ερντογάν ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, και έχοντας να αντιμετωπίσει σειρά από σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις τα επόμενα έτη, οδήγησε σε υψηλή υπερθέρμανση την τουρκική οικονομία, παραβιάζοντας στοιχειώδεις κανόνες της οικονομικής πολιτικής.

Η εκτροπή βασικών μακροοικονομικών μεγεθών (πληθωρισμός, ανεργία, έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, πιστωτική επέκταση, υψηλός βραχυχρόνιος δανεισμός σε ξένο νόμισμα, κ.λπ.) προκάλεσε σημαντική επιβάρυνση στην τουρκική οικονομία. Η υπερθέρμανση έδωσε τη θέση της σε μια απότομη αποθέρμανση και η τουρκική οικονομία βρίσκεται πια βυθισμένη στην ύφεση.

Τα λανθασμένα και σπασμωδικά μέτρα οικονομικής πολιτικής που ασκήθηκαν προκειμένου να διορθωθούν αυτές οι ανισορροπίες, εκτός του ότι τις όξυναν περαιτέρω, αύξησαν τον κίνδυνο και την αβεβαιότητα της οικονομίας (δηλαδή το κόστος της οικονομίας). Οι αντιδράσεις από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (ξένους και εγχώριους) για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου κινδύνου ήταν οι αναμενόμενες. Οι μεν ξένοι μείωσαν δραστικά τις εισροές κεφαλαίων στην τουρκική οικονομία, οι δε εγχώριοι προχώρησαν σε δραστικές μετατροπές των καταθέσεων τους από τουρκικές λίρες σε καταθέσεις συναλλάγματος (πρόκειται για τάση δολαριοποίησης της οικονομίας). Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας μειώθηκαν δραστικά.

Η τουρκική οικονομία ουσιαστικά βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτό που ονομάζεται «έλλειψη εμπιστοσύνης». Η έννοια «ε­μπιστοσύνη» είναι κενή περιεχομένου, αν δεν προσδιορισθεί αρχικά με βάση την οικονομική ανάλυση των θεμελιωδών μεγεθών μιας χώρας.

Αν δηλαδή δεν προσδιορισθούν τα θεμελιώδη εκείνα μεγέθη τα οποία συμβάλλουν με το έναν ή τον άλλον τρόπο στη διαμόρφωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης για επενδυτική δραστηριότητα. Ακόμη και τότε όμως δεν έχουμε πολλά να πούμε για την κατάσταση εμπιστοσύνης a priori. Οι παρατηρήσεις μας πρέπει να εξαρτώνται, κυρίως, από την πραγματική παρατήρηση των αγορών και την ψυχολογία των οικονομικών υποκειμένων. Η κατάσταση εμπιστοσύνης είναι ζήτημα το οποίο οι άνθρωποι της πράξης προσέχουν ιδιαίτερα. Οι οικονομολόγοι, όμως, δεν το έχουν αναλύσει με προσοχή και ικανοποιούνται, κατά κανόνα, με το να το σχολιάζουν γενικά.

Στη διεύρυνση του ελλείμματος εμπιστοσύνης στην ασκούμενη οικονομική πολιτική συνέβαλε αποφασιστικά η παρατεταμένη ένταση στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ στις αρχές του 2018, λόγω των γνωστών γεωπολιτικών εξελίξεων στις οποίες ενεπλάκη η Τουρκία.

Οι παραπάνω εξελίξεις συνέβαλαν στο να καταγράψει η οικονομία της Τουρκίας επιβράδυνση για πρώτη φορά το 2018, μετά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που σημείωνε τα τελευταία έτη. Η παρατεταμένη ένταση στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ στις αρχές του χρόνου, η απώλεια εμπιστοσύνης στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική και η εκτεταμένη υποτίμηση της τουρκικής λίρας έως και τον Αύγουστο προκάλεσαν άνοδο του πληθωρισμού και αύξηση των επιτοκίων, με αποτέλεσμα διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την επιδείνωση του εξωτερικού χρέους, η οποία αντανακλά το υψηλό επίπεδο δανεισμού σε ξένο νόμισμα από τον ιδιωτικό τομέα.

Επίσης, ο έντονα μειούμενος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης (από 21,2% το 2017 σε 12,4% το 2018) δημιούργησε δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα αυτών του κατασκευαστικού κλάδου, με αποτέλεσμα μεγάλα έργα υποδομών να αναβάλλονται προσωρινά από την κυβέρνηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική επιβράδυνση της επενδυτικής δαπάνης στη χώρα σε 3,2% το 2018 από 7,8% το 2017. Για το 2019 προβλέπεται ότι οι παραπάνω παράγοντες, σε συνδυασμό με την αδύναμη εγχώρια ζήτηση, θα συνεχίσουν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία της Τουρκίας, η οποία προβλέπεται να καταγράψει αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις (ΟΟΣΑ, Μάρτιος 2019), η προβλεπόμενη ύφεση του ΑΕΠ για το 2019 θα είναι μεγαλύτερη (-1,8%).

2. Το κρίσιμο πάντως ερώτημα που αναδύεται σχετίζεται με το πώς θα πολιτευθεί ο Πρόεδρος Ερντογάν από εδώ και πέρα σε σχέση με τα οικονομικά προβλήματα που βεβαίως συνδέονται άμεσα με τις γεωπολιτικές του επιλογές, κυρίως τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ.

Οι τελευταίες σχηματίζουν έναν κόμπο δύσκολο να επιλυθεί. Όμως το βάρος των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ είναι μεγάλο και δίχως μια κάποια συμφωνία είναι δύσκολο να επανακτηθεί η λεγόμενη «εμπιστοσύνη» στην τουρκική οικονομία, η οποία θα πρέπει να αποτελέσει και τον βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής μετά τον Απρίλιο. Γράφω « θα πρέπει να αποτελέσει», διότι κανείς δεν γνωρίζει τι θα επιχειρήσει ο Ερντογάν.

Λαμβάνοντας υπόψη τη δομή της τουρκικής οικονομίας, η οποία στήριξε την ανάπτυξή της στη σημαντική και συνεχή εισροή εξωτερικών πόρων καθώς και την ανάγκη συνεχούς αναχρηματοδότησης του σημαντικότατου εξωτερικού χρέους (βραχυχρόνιου κυρίως, αλλά και μακροχρόνιου), που δημιουργήθηκε εξ αυτού, θεωρούμε ότι αυτή θα είναι η αρχική κατεύθυνση της νέας οικονομικής πολιτικής, όπως έχει αναγγείλει ήδη ο Ερντογάν αλλά και ο υπουργός Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Τα μέτρα που έχουν μέχρι στιγμής ληφθεί, η υπερβολική στήριξη στις κρατικές τράπεζες και οι πολιτικές πιέσεις στους ομίλους λιανικής, προκειμένου να κρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι τιμές, δεν έχουν αποδώσει ιδιαίτερα.

Στην Τουρκία ο υψηλός πληθωρισμός εξακολουθεί να αποτελεί, μεταξύ άλλων, ανασχετικό παράγοντα για την οικονομία της, καθώς ο πληθωρισμός, βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή, κορυφώθηκε τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο (24,5% και 25,2% αντίστοιχα), ενώ στη συνέχεια υποχώρησε ελάχιστα.

Η εκτίναξη του πληθωρισμού τροφοδοτήθηκε και από την υποτίμηση της τουρκικής λίρας κατά 40,5% έναντι του ευρώ και κατά 41,9% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ από τις αρχές του 2018 έως και τα τέλη Αυγούστου. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε την κεντρική τράπεζα της Τουρκίας να λάβει, την περίοδο αυτή, μέτρα στήριξης του νομίσματος, όπως: α) Μείωση του ελάχιστου ποσοστού υποχρεωτικών αποθεματικών σε εγχώριο νόμισμα κατά 250 μονάδες βάσης. β) Μείωση του φόρου καταθέσεων σε εγχώριο νόμισμα στο 10%, με ταυτόχρονη αύξηση του φόρου καταθέσεων συναλλάγματος στο 16%. γ) Διαδοχική αύξηση του βασικού της επιτοκίου, το οποίο στις 14 Σεπτεμβρίου 2018 καθορίστηκε σε 24% (από 8% που ήταν έως τον Μάιο) και το οποίο διατηρείται σταθερό μέχρι σήμερα.

Τους τελευταίους δύο μήνες του έτους σημειώθηκε σχετική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού (ο οποίος τον Δεκέμβριο ανήλθε σε 20,3%).

Η αποκλιμάκωση αυτή προήλθε από τη μείωση των τιμών του πετρελαίου, τις φορολογικές περικοπές σε μια σειρά προϊόντων και την περιοριστική νομισματική πολιτική που υιοθετήθηκε από την κεντρική τράπεζα, η οποία οδήγησε σε ανατίμηση της τουρκικής λίρας τους τελευταίους μήνες του 2018.

Είναι δύσκολο να επιχειρηθεί η προσαρμογή της τουρκικής οικονομίας στην παρούσα συγκυρία, και με βάση τον τρόπο που είναι ενταγμένη στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι, χωρίς να ληφθούν μέτρα που βρίσκονται στον αντίποδα της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Η νομισματική πολιτική θα εξακολουθήσει να είναι περιοριστική (τα επιτόκια θα διατηρηθούν υψηλά) προκειμένου να καμφθεί ο υψηλότατος πληθωρισμός. Οι αρνητικές συνέπειες στη μεγέθυνση της οικονομίας, από αυτό το μέτρο, είναι ήδη ορατές. Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα δεν δημιουργούν ανησυχίες προς το παρόν.

Εκτιμάται, όμως, ότι η αναμενόμενη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας θα χειροτερεύσει τόσο το πρωτογενές όσο και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα το 2018 όσο και το 2019. Παρ’ όλα αυτά, έχω την εντύπωση ότι υπάρχουν βαθμοί ελευθερίας στη δημοσιονομική πολιτική, ώστε να χρησιμοποιηθεί με λελογισμένο τρόπο ως αντίβαρο στην περιοριστική νομισματική πολιτική. Φθάνει ο Ερντογάν να αντιληφθεί ότι θα πρέπει να κατευθυνθούν σε μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης και όχι σε mega project, που δημιουργούν μία ψευδαίσθηση αίγλης.

Όμως έχω τη γνώμη ότι η ανάγκη αναχρηματοδότησης των ετησίων υψηλών εξωτερικών υποχρεώσεων της Τουρκίας αποτελεί ένα δύσκολο προς επίλυση πρόβλημα, με την παρουσία του Ερντογάν ως απολύτου κυρίαρχου στο πολιτικό παίγνιο. Όταν χάνεται η εμπιστοσύνη, δύσκολα αποκτιέται ξανά σε μικρό χρονικό διάστημα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές επιθυμούν ένα σφιχτό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, ανάλογα με αυτά που εκπονεί το ΔΝΤ. Είναι αρκετά δύσκολο ο Ερντογάν να ακολουθήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Άλλωστε τέτοιου είδους προγράμματα είναι αποδεδειγμένα ατελέσφορα.

Όμως αν δεν ακολουθηθεί ένα αξιόπιστο πρόγραμμα προσαρμογής της τουρκικής οικονομίας τα πράγματα θα οδηγηθούν σε δυσκολότερους ατραπούς, με συνέπειες που και στο παρελθόν έχει γνωρίσει η Τουρκία. Ύστερα από 13 εκλογές τα τελευταία δέκα χρόνια, οι τούρκοι ψηφοφόροι έχουν εξαντληθεί, οι δυτικοί σύμμαχοι της χώρας έχουν κουραστεί από τον σοβινισμό που χαρακτηρίζει τις προεκλογικές περιόδους και οι επενδυτές αναμένουν απεγνωσμένα να μπει τέλος στο κυνήγι της ανάπτυξης μέσω δανεισμού με κάθε κόστος.


Σχολιάστε εδώ