Β. Κορκίδης: Η επόμενη μέρα της αγοράς μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού


Του
ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΡΚΙΔΗ
Προέδρου Εμπορικού και Βιομηχανικού
Επιμελητηρίου Πειραιά (ΕΒΕΠ)
και Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής (ΠΕΣΑ)


Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ, η οποία ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Υπουργικό Συμβούλιο και αφορά άμεσα το 8% των μισθωτών πλήρους απασχόλησης, αναμφίβολα αποτελεί μια θετική απόφαση, που θα συμβάλει στην τόνωση της ενεργούς ζήτησης. Βεβαίως δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι αυξήσεις αυτές θα ενσωματωθούν αυτόματα σε 24 επιδόματα, μεταξύ των οποίων είναι το επίδομα ανεργίας, οι παροχές μητρότητας, το ειδικό εποχικό επίδομα, το επίδομα γάμου και επίσχεσης εργασίας.

Επομένως, από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ωφεληθούν σημαντικά όχι μόνο οι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό αλλά και οι μερικής απασχόλησης, καθώς και οι άνεργοι, σπουδαστές, εργαζόμενες μητέρες, οι οποίοι λαμβάνουν σχετικά επιδόματα. Επιπλέον, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι κανείς δεν αμφισβητεί την ορθή κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για όσους είναι κάτω των 25 ετών, καθώς ήταν μία μεγάλη αδικία και ανισότητα που είχε δημιουργήσει νέους εργαζόμενους δύο ταχυτήτων και μπορεί να λειτουργήσει θετικά ώστε να περιορίσει το «brain drain».

Ωστόσο σε μία σειρά οικονομικών μεγεθών αναμένεται να αποτυπωθούν άμεσα οι συνέπειες από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Πιο συγκεκριμένα, αναμένεται να δούμε την επίλυση τριών δίδυμων γρίφων, όπως κατανάλωση και τζίρος, ανεργία και προσλήψεις, έσοδα από εισφορές και φόρους.

Στην πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης και του τζίρου η επίπτωση στο ΑΕΠ εκτιμάται στο 0,6%, υπό την παραδοχή ότι το 80% από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα καταναλωθεί και το 20% θα διοχετευθεί για πληρωμές ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων. Για να φανεί βέβαια αυτό το +0,6% στην ιδιωτική κατανάλωση και στο ΑΕΠ θα πρέπει να μην υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Δηλαδή, να μην υπάρξουν απολύσεις, αναστροφή της πορείας αύξησης της απασχόλησης ή μετατροπές συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης. Πρακτικά, το +0,6% στο ΑΕΠ μεταφράζεται σε περίπου 1 δισ. ευρώ επιπλέον στην οικονομία.

Στην εξέλιξη της ανεργίας και της απασχόλησης, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2019, έχει εγγραφεί ως πρόβλεψη ότι ο δείκτης της ανεργίας θα υποχωρήσει στο 18,2% από 19,6% το 2018. Α­ντίστοιχα, προβλέπεται αύξηση της απασχόλησης κατά 1,4%. Χειρότερες επιδόσεις από αυτές που έχουν προβλεφθεί στον προϋπολογισμό είναι πολύ πιθανό ότι θα συνδεθούν και με την αύξηση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους, με αφετηρία την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Στα φορολογικά έσοδα και στις ασφαλιστικές εισφορές, θεωρητικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει και στην αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές, καθώς, εκτός από τους μισθωτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, θα αυξηθούν και οι εισφορές των αυτοαπασχολουμένων. Για όσους σήμερα πληρώνουν το ελάχιστο ποσό των 168 ευρώ η αύξηση είναι 17 ευρώ και φθάνει έως 300 ευρώ για όσους πληρώνουν το maximum, αφού οι εισφορές υπολογίζονται σύμφωνα με το δεκαπλάσιο του εκάστοτε κατώτατου μισθού.

Αντίστοιχα αναμένονται έσοδα από την άμεση και έμμεση φορολογία με την πιθανή αύξηση της κατανάλωσης που μπορεί να οδηγήσει σε ενέσεις φορολογικών εσόδων. Οι περισσότεροι εκ των εργαζομένων που σήμερα αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα εξακολουθήσουν να καλύπτονται από το αφορολόγητο των 8.636 ευρώ και την έκπτωση φόρου των 1.900 ευρώ. Ωστόσο υψηλότερο φόρο εισοδήματος θα πληρώνουν μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με τη προγραμματισμένη μείωση του αφορολόγητου από 1/1/2020.

Συμπερασματικά, η αποτύπωση της αύξησης του κατώτατου μισθού στα πραγματικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο στοίχημα της επόμενης μέρας και κατ’ επέκταση θα πρέπει να περιμένουμε ώστε να δούμε την επίδραση της γενναιόδωρης αύξησης του 11% στην απασχόληση και κατά πόσο αυτή θα συνδεθεί με την παραγωγικότητα, την ανταποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Άλλωστε ο επιχειρηματικός κόσμος δεν αντιμετώπισε ποτέ μίζερα το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού, ο οποίος, ωστόσο, υπολείπεται 15,5% για να φτάσει στο προ κρίσης επίπεδο των 751 ευρώ.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι υγιείς επιχειρήσεις και οι συνεπείς εργοδότες έχουμε τονίσει την αναγκαιότητα για σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, σε βάθος τετραετίας 2019 – 2022, με παράδειγμα το πορτογαλικό μοντέλο, ως το πιο ενδεδειγμένο, ώστε να μη δημιουργήσει συνθήκες σοκ στην αγορά εργασίας. Αναφορικά με τη σχέση μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους, επιμένουμε στη μείωση του δεύτερου σκέλους, με μια μεταβολή υπέρ του καθαρού μισθού, ως ένα σημάδι καλής θέλησης.

Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι οι εργοδότες είχαμε συμφωνήσει σε μία αύξηση των εισφορών για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου, με τη προϋπόθεση όμως να μας επιστραφεί εφόσον βγούμε από τα Μνημόνια. Τουλάχιστον ας αναγνωρισθεί μεταμνημονιακά ότι άλλος αποφασίζει και άλλος πληρώνει την αύξηση του κατώτατου μισθού, ας πιστωθεί η επιβάρυνση στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και ας εκτιμηθεί με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους αφενός μας οφείλεται, αφετέρου είναι ρεαλιστική και επιβεβλημένη.


Σχολιάστε εδώ