Χρ. Μπότζιος: Η εποχή μετά τις Πρέσπες – Το διεθνές σκηνικό

Χρ. Μπότζιος: Η εποχή μετά τις Πρέσπες – Το διεθνές σκηνικό


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


H Βουλή των Ελλήνων προέβη, την Παρασκευή 25 Ιανουαρίου, στην κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, με την οποία επιχειρείται η διευθέτηση μιας εκκρεμότητας γύρω από την ονομασία της γειτονικής χώρας, που επίσημα χρονολογείται από το 1995, αλλά οι ιστορικές ρίζες ξεκινάνε από τις αρχές του περασμένου αιώνα και έχει επηρεάσει δραματικά τις σχέσεις όλων, σχεδόν, των χωρών της περιοχής.

Τους τελευταίους μήνες, που προηγήθηκαν των διεργασιών στα Κοινοβούλια της ΠΓΔΜ και της Ελλάδας, συνέβησαν πολλά γεγονότα, με διαδηλώσεις, δυναμικές αντιδράσεις, ως επί το πλείστον οργανωμένες, που συντάραξαν την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Ατέρμονες συζητήσεις και αντεγκλήσεις, δυναμικές αντιπαραθέσεις, με αποκορύφωμα δύο μεγάλες διαδηλώσεις που συνοδεύτηκαν από επεισόδια που έκαναν τον γύρο του κόσμου. Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις συνήθως είναι αυθόρμητες και πηγάζουν από πολλά αίτια. Στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών εν μέρει μπορούν να αποδοθούν και στην έλλειψη πλήρους και ενδελεχούς ενημέρωσης για τα υπέρ και κατά της Συμφωνίας τόσο από πλευράς της κυβέρνησης όσο και των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Η γνώση είναι το μέγιστο εφόδιο για τη λήψη σωστών αποφάσεων, η άγνοια οδηγεί σε αλόγιστες αντιδράσεις. Πολλοί διερωτώνται αν τα Σκόπια θα τηρήσουν στην πράξη τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν με την υπογραφή της Συμφωνίας, όπως και τις απαλείψεις των επίμαχων σημείων από το Σύνταγμά τους. Άλλοι εκφράζουν φόβους ότι οι γείτονές μας θα επανέλθουν στις αλυτρωτικές τους διεκδικήσεις και θα επιμείνουν στην αρχική συνταγματική ονομασία της χώρας. Πιστεύω ότι οι φόβοι δεν θα επαληθευθούν. Η ΠΓΔΜ και εφεξής «Βόρεια Μακεδονία» είναι μια μικρή και ανασφαλής χώρα, που επιζητεί τη σταθερότητα και τις καλές σχέσεις με τις άλλες χώρες, ιδιαίτερα την Ελλάδα, μέσω της οποίας θα έχει ελεύθερη έξοδο προς τη θάλασσα.

Δεν θα ήταν προς το συμφέρον της μια επιστροφή στην ανασφάλεια και την εσωστρέφεια. Μετά την κύρωση της Συμφωνίας από τη Βουλή, η εφαρμογή της οποίας από πλευράς των Σκοπίων θα παρακολουθείται επισταμένως από τις υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών, η κυβέρνηση –και εκείνες που θα ακολουθήσουν–, απαλλαγμένη από ένα σοβαρό πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής, μπορεί να στρέψει την προσοχή και τη φροντίδα της στην αντιμετώπιση άλλων προκλήσεων, κυρίως εκείνων που προέρχονται εξ ανατολών, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από αστάθεια, ρευστότητα, μεταβατικότητα και σφοδρούς γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς.

Δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι η παρούσα παγκόσμια κατάσταση μοιάζει αφάνταστα με εκείνη του Μεσοπολέμου. Ειδικότερα, η Ευρώπη των πολλών προσδοκιών απουσιάζει από τη διεθνή σκηνή. Ρώσος διπλωμάτης που επισκέφθηκε πρόσφατα την Αθήνα διερωτάτο συνεχώς «πού είναι η Ευρώπη, πού είναι η φωνή της Ευρώπης». Όντως μοιάζει να έχει πέσει σε λήθαργο. Οι προτάσεις του προέδρου της Κομισιόν, όπως και οι αρχικές σκέψεις του γάλλου Προέδρου για επανεκκίνηση της Ευρώπης παραμένουν ευσεβείς πόθοι. Οι διαφορετικές Ευρώπες των ομόκεντρων κύκλων ισχύουν ήδη de facto.

Η ομάδα των χωρών Visegrad επιδεικνύει μια αντιευρωπαϊκή, ρατσιστική και αντιδημοκρατική ρητορική, που απάδει προς τις αρχές και τις αξίες της Ενωμένης Ευρώπης. Οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά κήδονται περισσότερο των δικών τους περιφερειακών συμφερόντων. Ασύνδετη και ασυ­ντόνιστη παραμένει η ομάδα των χωρών του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου, που στοχεύει να λειτουργήσει ως αντίβαρο του Βορρά, που κυριαρχείται από το Βερολίνο. Εξαρχής είχα εκφράσει ζωηρές επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα της ομάδας των χωρών του Νότου. Κυρίως ως προς τη συμμετοχή δύο χωρών που μετέχουν στο άτυπο διευθυντήριο της ΕΕ. Κατανοητό να επηρεάζονται από την ιδιότητα αυτή.

Σε αντίθεση με την πλαδαρή εικόνα που παρουσιάζει η ΕΕ, οι ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ επιχειρούν δυναμικά να επιβεβαιώσουν την παγκόσμια ισχύ τους με businesslike πολιτικές επιλογές και επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος, όπως ο προστατευτισμός, ο απομονωτισμός και η αναθεώρηση βασικών διεθνών υποχρεώσεων, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, τα πυρηνικά κ.ά. Αξιοσημείωτη και η αλλαγή σε σχέση με τη στάση του προκατόχου του αμερικανού Προέδρου έναντι της Ευρώπης. Αντί της συνεργασίας και της συναντίληψης επιδιώκει την έμμεση επικυριαρχία, επιμένοντας συνεχώς στην ανάληψη ίσων βαρών στο ΝΑΤΟ κ.ά.

Το παζλ της διεθνούς ρευστής κατάστασης συμπληρώνεται με την Κίνα, η οποία έχει αναχθεί σε παγκόσμια δύναμη, όχι σε στρατιωτικό ή ιδεολογικό επίπεδο, αλλά σε οικονομικό. Η διείσδυσή της σε όλες τις ηπείρους, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, προκαλεί πολλές ανησυχίες κυρίως στις ΗΠΑ, που εντείνονται και από τη διαφαινόμενη συνεργασία μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας. Στην παγκόσμια σκακιέρα, επανέρχεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Η ισχύς της, εκτός της πολιτικής σταθερότητας, την οποία εκφράζει η χαρισματική προσωπικότητα του ρώσου Προέδρου, βασίζεται στην προηγμένη πολεμική και πυρηνική βιομηχανία, όπως και στις αστείρευτες ενεργειακές πηγές σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο.

Μετά την εδραίωση της παρουσίας της στη Συρία και τον χώρο της Μέσης Ανατολής, η Μόσχα επιχειρεί την επάνοδό της στα Βαλκάνια, όπου παραδοσιακά ασκούσε σοβαρή επιρροή, την οποία απώλεσε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Σε σχέση με τη Συρία και τη Μέση Ανατολή, ένα στοιχείο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη χώρα μας είναι η επαναπροσέγγιση και η συνεργασία με την Άγκυρα, που για τις δύο χώρες χαρακτηρίζεται από υψηλή καιροσκοπική πολιτική. Χάριν εξυπηρέτησης στρατηγικών συμφερόντων, η Μόσχα παρέβλεψε δύο σοβαρές ταπεινώσεις που υπέστη από την Τουρκία, την κατάρριψη πολεμικού της αεροσκάφους στη Συρία και την εν ψυχρώ δολοφονία του ρώσου πρέσβη σε εκδήλωση στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή, λίγο – πολύ, είναι η εικόνα της επικρατούσας διεθνούς κατάστασης, με ανακατατάξεις, διογκούμενη οικονομική ανισότητα μεταξύ των λαών, που αποτελεί τη βασική αιτία της παράνομης μετανάστευσης, γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, επιστροφή σε ακροδεξιές πολιτικές επιλογές του ζοφερού, πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος.

Η Συμφωνία των Πρεσπών, με τα συν και πλην, αποβλέπει μεταξύ άλλων στην αποτροπή παγίωσης καταστάσεων που θα ήταν πολύ δύσκολο να ανατραπούν, εκτός εάν οι αντιτιθέμενοι στη Συμφωνία πιστεύουν ότι μπορούμε να επιβάλουμε τις θέσεις μας, όσο δίκαιες και αν είναι, χωρίς αντιδράσεις.

Επιπλέον, η ομαλοποίηση των σχέσεών μας με τη γειτονική χώρα θα μας επιτρέψει να στρέψουμε την προσοχή και τις προσπάθειές μας στην α­ντιμετώπιση των προκλήσεων που προέρχονται εξ ανατολών, με την Τουρκία του Ερντογάν να μεθοδεύει με διπλωματικές συνεργασίες και ελιγμούς την ανοχή της παρουσίας της στο Βόρειο Ιράκ, τη Βόρεια και Βορειοδυτική Συρία, που αν το επιτύγχανε θα ισοδυναμούσε με de facto αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης.


Σχολιάστε εδώ