Γ. Ποταμιάνος: Πώς ο μονόδρομος της λιτότητας προωθεί τον ευρωσκεπτικισμό

Γ. Ποταμιάνος: Πώς ο μονόδρομος της λιτότητας προωθεί τον ευρωσκεπτικισμό


Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ


Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ευρώπη ήταν υπόδειγμα για τον κόσμο, λόγω του κοινωνικού μοντέλου της, δηλαδή, το κράτος πρόνοιας και τη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων στην αγορά εργασίας. Την ισορροπία αυτή, που για αρκετά χρόνια οδήγησε σε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, εξασφάλιζε η κοινωνική οικονομία της αγοράς. Τα τελευταία όμως χρόνια πραγματοποιήθηκε μια δραματική αλλαγή. Η κεϊνσιανή πολιτική αντικαταστάθηκε με τη λιτότητα, που στραγγαλίζει την ανάπτυξη.

Η διαφορά γίνεται εμφανής από τη δραστική μετάλλαξη των ευρωπαϊκών σχεδίων στήριξης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Ενώ τα πρώτα σχέδια (πακέτα Ντελόρ) μεταβίβαζαν κοινοτικούς πόρους προς τις περιφέρειες με χαμηλή ανάπτυξη ή διαρθρωτική καθυστέρηση, τα πρόσφατα (πακέτο Γιούνκερ) προσφέρουν κίνητρα για την κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα. Τα μεγάλα ευρωπαϊκά προγράμματα διευρωπαϊκών οδικών αξόνων, δικτύων μεταφοράς ηλεκτρισμού και ενέργειας σταμάτησαν να αποτελούν εργαλεία άσκησης κεϊνσιανής πολιτικής (δημοσίων επενδύσεων) σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Παράλληλα, έχει αλλάξει και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η εξασφάλιση της α­νταγωνιστικότητας, που είναι σημαντικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης. Η ποιότητα της ανθρώπινης εργασίας υποβαθμίζεται και το κοινωνικό κράτος αποδομείται. Η αλλαγή αυτή προωθεί έναν γεωοικονομικό ανταγωνισμό, με πυρήνα το γερμανικό βιομηχανικό πρότυπο, και επιβάλλει τον μετασχηματισμό της υπόλοιπης Ευρώπης σε συμπληρωματική ενδοχώρα της Γερμανίας. Έτσι δημιουργείται η «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων».

Ο ηγέτης που εξέφρασε τον μετασχηματισμό αυτό στην Ευρώπη είναι η Άνγκ. Μέρκελ, βέβαια πάνω στον καμβά που δημιούργησε νωρίτερα ο Σρέντερ. Η πολιτική που προώθησαν οι δύο καγκελάριοι δημιούργησε μετακινήσεις στο ιδεολογικό επίπεδο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι πολίτες έπαυσαν να σκέπτονται την Ευρώπη ως υπόδειγμα κοινωνικού κράτους και εθίστηκαν να τη θεωρούν μοντέλο ανταγωνιστικότητας. Όχι όμως με τη διαμόρφωση ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων, αλλά με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Οι χώρες της Ευρωζώνης υποχρεούνται πλέον, με νέους κανόνες και μεταρρυθμίσεις, να υιοθετήσουν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των ανταγωνιστών. Αυτό γίνεται με την εφαρμογή «κοινωνικού ντάμπινγκ», με μείωση του εργατικού κόστους και των κοινωνικών δαπανών.

Το επιχείρημα της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας είναι πως η Ευρώπη αντιπροσωπεύει το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 50% των πα­γκόσμιων κοινωνικών δαπανών. «Η Ευρώπη δεν αντέχει να είναι τόσο γενναιόδωρη», είναι το μότο των Γερμανών. Αυτή είναι και η βάση επιβολής των πολιτικών λιτότητας στην Ευρώπη. Αυτή η «νέα» Ευρώπη προωθείται βήμα βήμα τα τελευταία 18 χρόνια, ενώ ο απλός πολίτης, μέχρι πρότινος ευρωπαϊστής, εξαιτίας αυτών των μετασχηματισμών γίνεται όλο και περισσότερο ευρωσκεπτικιστής. Διότι καθημερινά ανακαλύπτει, με επώδυνο τρόπο, πως η κοινωνική οικονομία της αγοράς υπονομεύεται από το γερμανικής εμπνεύσεως δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωζώνης (ΟΝΕ), που συνοψίζεται στη λέξη «λιτότητα». Το νιώθουν πλέον και οι Γάλλοι, που άρχισαν να απεργούν και να διαδηλώνουν, αντιδρώντας στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, που προωθεί ο Εμ. Μακρόν.

Η «νέα» Ευρώπη αποδέχεται πλέον τις αποκλίσεις μεταξύ των χωρών-μελών και επιτρέπει την εμβάθυνση, στη βάση της ενισχυμένης συνεργασίας των ισχυρότερων χωρών. Οι υπόλοιπες θα ανήκουν στην «ενδοχώρα», ακολουθώντας σε διαφορετικούς ρυθμούς πορεία δορυφοροποίησης. Αυτό ακριβώς είναι το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται ο ευρωσκεπτικισμός, αφού αυτή η «νέα» Ευρώπη δεν είναι πλέον ελκυστική.

Έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες, κατέδειξε επίσημα για πρώτη φορά πως με τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, υπό τον τίτλο «μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης», ωφελήθηκαν τα τραπεζικά συστήματα του κεντρικού πυρήνα της Ευρωζώνης. Η ανάλυση ονομάζει συγκεκριμένα τις χώρες που ωφελήθηκαν: Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Φινλανδία και Ολλανδία, δηλαδή, οι χώρες με τα ισχυρότερα τραπεζικά συστήματα.

Οι πολιτικές εξελίξεις σε πολλές χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Γαλλία, Ουγγαρία κ.λπ.) δεν ευνοούν πλέον την προώθηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στην κατεύθυνση που επιθυμεί η Γερμανία. Και αυτό φαίνεται πως θα φανεί έντονα στις ευρωεκλογές.


Σχολιάστε εδώ