ΑΣΕ ΠΙΑ ΤΗΝ ΚΟΚΕΤΑΡΙΑ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕΙΣΜΟΣ, ΚΥΡΙΑ

ΑΣΕ ΠΙΑ ΤΗΝ ΚΟΚΕΤΑΡΙΑ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕΙΣΜΟΣ, ΚΥΡΙΑ

Κάθεται
στόν καθρέφτη της
καί συνεχώς θαυμάζει
τό πρόσωπο, τό σώμα της
κι αλλού πιά δέν κοιτάζει.
•••
Θαυμάζει καί τά χάλια της
τά στήν ψυχή κρυμμένα
τότε πού ήταν γόησσα
σέ χρόνια δοξασμένα.
•••
Σέ χρόνια αλησμόνητα
τής αυτοκρατορίας
πού γιόρταζε ολόγυμνη
πρώτη τής ΣΥΜΜΟΡΙΑΣ.
•••
Πού έσφαζε καί γέλαγε
πού μάτωνε αγρίως
τόν κόσμο τόν κακόμοιρο
καί τούς γυμνούς κυρίως.
•••
Παλάτια πάντα έχτιζε
καί μέσα κατοικούσε
έκανε ό,τι ήθελε
κι ούτε Θεό ρωτούσε.
•••
Μεγάλη, αδαμάντινη
σκύλα τής οικουμένης
τό αίμα έπινε λαών
κι ο κόσμος πάντα πένης.
•••
Χρόνια αιματοκύλιζε
Ινδούς καί Ινδιάνους
καί τώρα καλλωπίζεται
γιά πρόστυχους
καί Χάνους.
•••
Όμως η ώρα έρχεται
μαζί κι η τιμωρία.
Θά βγάλεις τήν κιλότα σου
Αρχόντισσα Κυρία,
•••
καί κείνοι πού σακάτεψες
σού στρώσαν τό κρεβάτι
καί βιασθείσα φόνισσα
θά κλαίς μέ ένα μάτι.
•••
Φύγαν οι χρόνοι Δούκισσα
επίσης κι οι αιώνες
τώρα σέ περιμένουνε
άνεμοι καί κυκλώνες.
•••
Είς τό ταμείο τών φτωχών
θά πάρεις τήν σειρά σου.
Σέ χαιρετώ ασήμαντη
άντε, κυρά μου, γειά σου.
(…)
Οι μέρες πού έρχονται θά είναι πιό βάναυσες
από εκείνες πού έφυγαν. Στρατόπεδα, λαιμητόμοι
θά μοιάζουν αθώα παιδιά μπροστά
στόν καταφθάνοντα
ανεμοστρόβιλο.
Οι άνθρωποι
-όσοι ζούνε τότε-
θά επικαλούνται
Θεούς καί δαίμονες
νά τούς λυτρώσουν.
Θεούς καί δαίμονες!
Ω, Κόσμε
άμυαλε καί επίορκε,
θά ζητάς βοήθεια
από εκείνους πού
σέ έφεραν εκεί
πού φωνή πουλιού
δέν θά ακούγεται.
ΧΑΙΡΕ!


Σχολιάστε εδώ