ΤΟ ΜΕΡΤΙΚΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

ΤΟ ΜΕΡΤΙΚΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ


Συγγραφέας
Πατλάκουτζα Μάρθα


Μπορεί να μην ήταν αυτό το όνομά του, μα όσα ψέλλισαν τα χείλη του ήταν αληθινά…

Σε ένα προσφυγικό ψαροχώρι γεννήθηκε ο Κωσταντής. Χάδι μάνας δεν γνώρισε ποτέ του, οι άγγελοι την πήραν κοντά τους μόλις άκουσαν το κλάμα του, για να του μάθουν από το ξεκίνημα τι πάει να πει ζωή… Μεγάλωσε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Κατοχή τα είχαν ονομάσει, μα ίσως θα έπρεπε να τα πουν σκοτάδι τρομακτικό. Πείνα αβάσταχτη έβρισκε τους ανθρώπους που κούρνιαζαν αδύναμα σε μια άκρη του  δρόμου περιμένοντας να τους λυτρώσει ο θάνατος. Την ψυχή του στιγμάτισαν τα μάτια των νεκρών που μπροστά του έχασαν σε μια στιγμή τη λάμψη τους… Και τότε κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει, να ζήσει τη ζωή του στ’ άκρα για να σωθεί.

Δεκαετία του ‘60. Στα καλντερίμια της ζωής ξεκινά η Οδύσσεια της ψυχής του. Μετανάστης στη Βαυαρία. Ανθρακωρύχος στη Λιέγη. Τα χρόνια της αθωότητας έχουν χαθεί. Αντρώνεται. Στύβει τον πόνο και τον μετουσιώνει σε δίψα για ζωή. Με τσέπη αδειανή και με πυξίδα το άγνωστο φτάνει στο Παρίσι. Αναζητά τον έρωτα… μα βρίσκει την αγάπη και τη γυναίκα που θα του στιγματίσει τη ζωή. Χάνεται στα μάτια της, στο βελουδένιο κορμί της, όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κλέψει στιγμές από τη ζωή της. Όμηρος της ανεκπλήρωτης αγάπης, βρίσκει καταφύγιο στη θάλασσα. Για το κυνήγι τού ενός και μοναδικού ονείρου θα ρισκάρει τα πάντα. Άραγε, η αγάπη μπορεί να νικήσει τον εγωισμό του;

Στο σεργιάνι της ζωής του Κωσταντή χορεύουν πραγματικοί ήρωες, κρυμμένοι πίσω από ψεύτικα ονόματα που εμείς επιλέξαμε να τους δώσουμε, για να μην πληγωθούν ξανά. Κάποιοι από αυτούς έχουν φύγει από καιρό μακριά μας και κάποιοι άλλοι είναι ακόμα κοντά μας και διεκδικούν το μερτικό τους.

 

Απόσπασμα βιβλίου

17 Αυγούστου 1936
«Τι θες από μένα; Το κέρατό μου εδώ μέσα!!!» ούρλιαξε ο άντρας και βάρεσε με δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι. Έσμιξε βαρύθυμος τα φρύδια. Η ματιά του έτρεξε στ’ ασβεστωμένα ντουβάρια. Κατέληξε στην περήφανη κορμοστασιά της γυναίκας του, της Ευρυδίκης. Πρωτόγονο μένος τράνταξε τα σωθικά του. Πόσο λαχταρούσε να τσακίσει τη ραχοκοκαλιά της, να της ορμήξει και να ξεσκίσει τις σάρκες της.
«Διαόλου κάλτσα… Γύναιο!» συνέχισε και ξεφύσησε σαν λασκαρισμένη ατμομηχανή. Τα σφιγμένα του ακροδάχτυλα άσπρισαν. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον είχε εκνευρίσει πιο πολύ. Τα λόγια της που έσταζαν φαρμάκι ή η παγερή σιωπή της; Αμ εκείνο το βλέμμα της… «Πανάγαθε, γιατί τους δώρισες μάτια;  Στον διάβα τους σκορπούν τον παράδεισο, μα και την κόλαση».
Νωρίτερα, γλυκό απομεσήμερο ήταν όταν ο Νικολής Θαλασσινός διάβηκε το κατώφλι του σπιτιού του ανέμελος, με τον αλμυρό ιδρώτα να κολλά στα σκονισμένα του ρούχα. Πάνω στο καρό υφαντό τραπεζομάντιλο περίμενε το πιάτο με τα αγαπημένα του πολίτικα σουτζουκάκια. Πλύθηκε βιαστικά και, με τα σάλια να τρέχουν από τα λιγωμένα χείλη του, όρμησε στο λαχταριστό φαΐ.
Η γυναίκα του σαν αερικό είχε κάνει την εμφάνισή της. Στάθηκε όρθια πλάι στο τραπέζι της πετρόχτιστης κουζίνας. Πετάρισε θυμωμένα τις βλεφαρίδες της και με ξινισμένο ύφος γέμισε το ποτήρι του με νέκταρ. Το ευωδιαστό κρασί κύλησε σαν αίμα. Πισωπάτησε ικανοποιημένη. Έδεσε τα χέρια της στην ξεπλυμένη ποδιά της και περίμενε. Στην τουρλωμένη κοιλιά της ένας επίμονος κυματισμός τράβηξε την προσοχή του άντρα. Ο γιος του. Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Έπιασε το πιρούνι, όμως η πρώτη μπουκιά δεν ήταν γραπτό να κατέβει, καθώς ένιωσε τη λαίλαπα των ματιών της να του κατακαίει μουστάκια και τζιέρια. Η όρεξη τον εγκατέλειψε και τα σουτζουκάκια παρέμειναν αχνιστά κι ανέγγιχτα πάνω στο τραπέζι. Βαριά σιωπή τούς έζωσε και μόνο ένα φλύαρο τριζόνι συνέχισε την πάρλα του…
Ο Νικολής είχε παντρευτεί τη γυναίκα του από έναν έρωτα πεισματάρη. Και μέχρι να φτάσει στα σκαλοπάτια της εκκλησιάς, περίπου στα τριάντα του, είχε πιστέψει πως θα μπορούσε να ζήσει αυτός με τη μοναξιά του. Μα ο φτερωτός θεός είχε άλλη γνώμη. Τα βέλη του τον πέτυχαν κατάστηθα. Φλόγα  ονειρευόμουν ο έρμος. Πυρκαγιά με κατέκαψε! συλλογίστηκε.
Ήξερε πως όταν την είχε ζητήσει από τον πατέρα της, η Ευρυδίκη δεν τον ήθελε για άντρα της. Μα η τρελαμένη καρδιά του ήλπιζε από τότε πως παντρεμένοι θα κατάφερνε να της αλλάξει γνώμη. Καλύτερα να γύρευε τον ουρανό φορτωμένο με όλα τ’ άστρα. Όταν το θηλυκό δε θέλει κάτι, ούτε ο διάολος δεν μπορεί να του αλλάξει γνώμη.
Ααχ… αυτά τα θηλυκά! Υπήρχαν για να τον τυραννάνε. Μα ήρθαν και χειρότερα… Το σπίτι του γέμισε με κοριτσούδια. Όπου κι αν γυρνούσε, ένα ζευγάρι αθώα μάτια τον περίμεναν να του ρίξουν με νάζι τα βέλη τους. Γυναίκες, σου λέει ο άλλος. Το έκοψε ο Πανάγαθος το πλευρό και τις έπλασε. Τη σοφία για να τις καταλάβει, γιατί την παρέλειψε;
Ό,τι δεν καταλάβαινε ο Νικολής, το έτρεμε. Από τα δεκάξι του είχε υποταγεί στις ορμές του και είχε παραδοθεί στην έλξη που ασκούσαν πάνω του οι γυναίκες, μα όσο περνούσαν τα χρόνια, είχε τιθασεύσει τη σάρκα του. Νόμιζε πως τις είχε νικήσει. Τις άλλες μπορεί. Αλλά την Ευρυδίκη ποτέ…

Διαβάστε τη συνέχεια  ΕΔΩ


Κριτική βιβλίου

Το μυθιστόρημα της Μ.Πατλάκουτζα είναι καλογραμμένο, ολοζώντανο, γεμάτο παραστατικές εικόνες. Με αποφθέγματα και σοφίες μεστές για τη ζωή, τον έρωτα,τον πόνο και τον εγωισμό.
– ΕΥΑ ΜΑΡΑΚΗ- vivliopareas 9/8/2017

Περισσότερα ΕΔΩ


Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η Μάρθα Πατλάκουτζα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από γονείς που κατάγονται από την Ανατολική Θράκη. Ο παιδικός της χρόνος είχε να κάνει με αποδράσεις σε αλάνες και βιβλιοθήκες. Αγαπάει πολύ τα παιδιά γι’ αυτό και πήρε την απόφαση να σπουδάσει Παιδαγωγικά στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1990. Από το 1996 διδάσκει σε δημοτικά σχολεία της χώρας και τα τελευταία χρόνια σε δημοτικά της Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρει για πόσα χρόνια θα μπορεί να γράφει, ούτε αν θα το κάνει πετυχημένα. Προς το παρόν απολαμβάνει το ταξίδι κι εύχεται να αργήσει πολύ να βρει την Ιθάκη της.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΗ

Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Κοινωνικό, Αληθινή ιστορία
ISBN: 978-618-5240-09-7


Σχολιάστε εδώ