Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά

Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά


Συγγραφέας
Παμούκ Ορχάν
Μεταφραστής
Βρετού Στέλλα


Πόσο καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή µας είναι η πρώτη ερωτική εµπειρία; Ή µήπως αυτό που ορίζει τη µοίρα µας είναι η δύναµη της ιστορίας και των µύθων; Στα µέσα της δεκαετίας του 1980, ενώ ο πηγαδάς µάστορας Μαχµούτ και ο έφηβος βοηθός του Τζεµ σκάβουν ένα πηγάδι σ’ ένα δύσκολο κοµµάτι γης για να βρουν νερό, µια µυστηριώδης γυναίκα, ηθοποιός ενός περιοδεύοντος θιάσου, κάθε βράδυ στο υπαίθριο θέατρό της αφηγείται στους θεατές παλιά παραµύθια και ιστορίες.

Η Γυναίκα µε τα κόκκινα µαλλιά, µε άξονα τον έρωτα του Τζεµ, µας παρασέρνει στη δίνη ενός µεγάλου ανθρώπινου εγκλήµατος. Μας αφηγείται τη γνωριµία του νεαρού ήρωα µε τον έρωτα, τη ζήλια, την υπευθυνότητα, την ανεξαρτησία, πραγµατεύεται θέµατα σχέσης πατέρα και γιου, «αυταρχισµού», διαµόρφωσης της προσωπικότητας. Δύο θανάσιµα αµαρτήµατα, η πατροκτονία και η παιδοκτονία, θα απασχολήσουν τον αναγνώστη, που για άλλη µια φορά θα συναντηθεί µε δύο θεµελιώδη έργα του δυτικού και ανατολικού κόσµου, τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή και το Ρουστέµ και Σουχράµπ του Ιρανού Φιρντουσί, και θα αναρωτηθεί πόσο η συνηθισµένη ζωή µας επηρεάζεται από τα παλιά κείµενα.

Απόσπασμα βιβλίου

Αυτό που ήθελα πραγματικά ήταν να γίνω συγγραφέας. Όμως έπειτα απ’ όσα συνέβησαν, και που θα σας τα διηγηθώ, έγινα γεωλόγος κι εργολάβος. Και μη νομίσουν οι αναγνώστες μου ότι επειδή άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου έχουν όλα τελειώσει, ότι τα έχω αφήσει όλα πίσω. Όσο θυμάμαι, τόσο πιο  πολύ εμβαθύνω στα γεγονότα. Γι’ αυτό και αισθάνομαι ότι στη συνέχεια ο γρίφος της σχέσης πατέρα και γιου, όπως παρέσυρε εμένα, θα παρασύρει κι εσάς.
Το 1985 ζούσαμε σε μια γειτονιά στο Μπεσίκτας, σ’ ένα διαμέρισμα κοντά στην έπαυλη Ιχλαμούρ. Ο πατέρας μου είχε ένα μικρό φαρμακείο, το Χαγιάτ. Μια  φορά τη βδομάδα έμενε ανοιχτό μέχρι το πρωί, με τον πατέρα μου στη βάρδια. Όταν δούλευε νύχτα τού πήγαινα το δείπνο του. Όση ώρα ο ψηλός, λεπτός,  όμορφος πατέρας μου έτρωγε, δίπλα στην ταμειακή μηχανή, μου άρεσε να κάθομαι στο φαρμακείο, να ρουφάω τις μυρωδιές από τα φάρμακα. Σήμερα, έπειτα από τριάντα χρόνια, στα σαράντα πέντε μου, ακόμα μου αρέσει η μυρωδιά από τα παλιά φαρμακεία με τα ξύλινα ερμάρια.
Το φαρμακείο Χαγιάτ δεν είχε μεγάλη πελατεία. Στη
νυχτερινή βάρδια ο πατέρας μου σκότωνε την ώρα του κοιτάζοντας μια μικρή φορητή τηλεόραση, της μόδας τον καιρό εκείνο. Καμιά φορά τον έπιανα να μιλάει χαμηλόφωνα με τους φίλους που πήγαιναν να τον επισκεφτούν. Οι αριστεροί φίλοι του όταν μ’  έβλεπαν σταματούσαν την κουβέντα, μου ’λεγαν ότι ήμουν κι εγώ όμορφος και συμπαθητικός ακριβώς όπως ο πατέρας μου, μου έκαναν ερωτήσεις: τι τάξη πήγαινα, αν μου άρεσε το σχολείο, τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Δεν έμενα πολλή ώρα στο φαρμακείο, επειδή έβλεπα ότι ο πατέρας μου ήταν ανήσυχος όταν  ήταν εκεί φίλοι του από τον ίδιο πολιτικό χώρο, έπαιρνα το άδειο σεφερτάσι και γύριζα σπίτι μου περπατώντας κάτω από τα χλωμά φώτα του δρόμου και τα πλατάνια.
Στο σπίτι δεν έλεγα
στη μητέρα μου ότι στο μαγαζί ήταν ένας από τους συναγωνιστές συντρόφους του πατέρα μου. Ο πατέρας μου κι οι φίλοι του εκνεύριζαν τη μητέρα μου, γιατί την ανησυχούσε η σκέψη ότι ο πατέρας μου θα έμπλεκε πάλι ή ότι θα μας παρατούσε γι’ άλλη μια φορά στα καλά του καθουμένου και θα εξαφανιζόταν. Είχα καταλάβει βέβαια ότι αιτία για τους σιωπηλούς καβγάδες ανάμεσα στη μάνα και τον πατέρα μου δεν ήταν μόνο η πολιτική. Καμιά φορά έμεναν τσακωμένοι για καιρό, δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου μεταξύ τους. Ίσως να μην αγαπιόνταν. Διαισθανόμουν ότι ο πατέρας μου αγαπούσε, και τον αγαπούσαν, πολλές γυναίκες. Η μητέρα μου πέταγε κάτι σπόντες καμιά φορά, ώστε να καταλάβω ότι υπήρχε άλλη γυναίκα. Επειδή όμως οι καβγάδες των γονιών μου με στενοχωρούσαν πολύ, είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου να τους σκέφτομαι και να τους θυμάμαι.
Η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου ήταν στο φαρμακείο, ένα βράδυ όταν του πήγα το φαγητό. Ήμουν στην πρώτη λυκείου· ήταν μια συνηθισμένη φθινοπωρινή νύχτα. Έβλεπε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Αργότερα, κι ενώ εκείνος έτρωγε το φαγητό του στον πάγκο, εξυπηρέτησα δυο πελάτες που  ζήτησαν ο ένας ασπιρίνη κι ο άλλος βιταμίνη C και αντιβιοτικά, έβαλα τα λεφτά στο συρτάρι της παλιάς ταμειακής μηχανής, μ’ εκείνον τον ευχάριστο κουδουνιστό ήχο μόλις την άνοιγες. Φεύγοντας για να γυρίσω σπίτι, έριξα μια τελευταία ματιά στον πατέρα μου· από την πόρτα όπου στεκόταν μου χαμογέλασε, μου κούνησε το χέρι. Το επόμενο πρωί δε γύρισε σπίτι. Μου το ’πε η μητέρα μου το απόγευμα, όταν επέστρεψα από το σχολείο. Τα μάτια της από κάτω ήταν πρησμένα, είχε κλάψει. Νόμισα ότι τον πήραν, όπως μια άλλη φορά, από το φαρμακείο και τον οδήγησαν στο Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων, όπου θα τον βασάνιζαν με φάλαγγα και ηλεκτροσόκ. Εφτά-οχτώ χρόνια πριν, ο πατέρας μου είχε εξαφανιστεί πάλι. Επέστρεψε στο σπίτι σχεδόν δύο χρόνια αργότερα. Από τη συμπεριφορά της μητέρας μου δεν θα έβγαζες το συμπέρασμα ότι είχε υποστεί βασανιστήρια κι ανακρίσεις από την αστυνομία. Ήταν έξω φρενών μαζί του. «Ξέρει αυτός τι έχει κάνει!» έλεγε όταν μιλούσε για κείνον.

 Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ

Κριτική βιβλίου

«Ο Παμούκ υπογράφει ένα φιλοσοφικό παραμύθι, μια αχαλίνωτη τραγική ειρωνεία με την έννοια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, στήνοντας τον δικό του μύθο, στον οποίο φαίνεται αρχικά να τον απασχολεί κυρίως η σχέση του γιου με τον πατέρα.»
Τέσυ Μπάιλα- diastixo.gr 12/10/18
Περισσότερα ΕΔΩ

«Ο Παµούκ είναι ο συγγραφέας της εποχής µας που έχει γράψει καλύτερα απ’ όλους ίσως για τη σχέση Ανατολής-Δύσης… Η Γυναίκα µε τα κόκκινα µαλλιά έρχεται να µας θυµίσει πως στα καλά βιβλία η απόλαυση του πώς το λέει είναι ισάξια µε το τι θέλει να πει ο συγγραφέας…»
-The Guardian-

«Ο Παµούκ είναι ένας µοναδικός συγγραφέας, που τα καλύτερα µυθιστορήµατά του τα έγραψε µετά το Νόµπελ».
-Independent-


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

O Oρχάν Παμούκ γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη το 1952. Τελείωσε το λύκειο στη Pοβέρτειο σχολή, σπούδασε τρία χρόνια αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο και το 1976 αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης.
Άρχισε να γράφει το 1974. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο Tζεβντέτ μπέη και οι γιοι του, βραβεύτηκε το 1979 στο διαγωνισμό μυθιστορήματος των εκδόσεων Mιλιέτ. Tο βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1982 και την επόμενη χρονιά πήρε το βραβείο μυθιστορήματος «Oρχάν Kεμάλ».
Tο δεύτερο βιβλίο του, Tο σπίτι της σιωπής, μεταφράστηκε στα γαλλικά και το 1991 τιμήθηκε με το βραβείο «Prix de la découverte Européenne».
Tο ιστορικό του μυθιστόρημα Το Λευκό Κάστρο μεγάλωσε τη φήμη του μέσα κι έξω από την Τουρκία. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Το μαύρο βιβλίο, ένα από τα πιο συζητημένα και πολυδιαβασμένα έργα της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας, Η καινούργια ζωή, το Με λένε Κόκκινο που απέσπασε το βραβείο «IMPAC, 2003» και το Ιστανμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις.
Δικά του έργα είναι ακόμη το Χιόνι και Το Μουσείο της Αθωότητας.
Το 2006 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Το 2015 κέρδισε και το τουρκικό βραβείο λογοτεχνίας «Erdal Öz». Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Ζει στην Κωνσταντινούπολη.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα
ISBN: 9789601678368


Σχολιάστε εδώ