ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2 – Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2 – Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ


Συγγραφέας
Φιλομήλα Λαπατά


Υπάρχουν κάτι στιγμές έσχατες, που αλλάζουν τη ζωή. Όχι μόνο τη δική σου, αλλά και όσων βρίσκονται γύρω σου. Και υπαίτιος είσαι εσύ. Κατόπιν, τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο.
Η κρίση που ξεσπά στο πολιτικό μέτωπο της Ελλάδας του 1843 και συνεχίζεται στα επόμενα χρόνια εισβάλλει και στην προσωπική ζωή μιας σπουδαίας οικογένειας της μετεπαναστατικής Αθήνας, με αποτέλεσμα η απόγονος Ελισάβετ Δούκα, φιγούρα ακριβοθώρητη, διάφανη όπως το υγρό στοιχείο, που είχε τη δύναμη με την αφτιασίδωτη ποιότητά της να βγάζει τους Αθηναίους από την καθημερινότητα, διχασμένη ερωτικά, να υποπέσει σε ένα μεγάλο «λάθος» το οποίο σημαδεύει ανεξίτηλα και με τραγικές συνέπειες τη ζωή πολλών προσώπων…

Η Φιλομήλα Λαπατά, με πρόθεση κοινωνικής ακτινοσκόπησης και με επιμέρους ήρωες που έχουν λόγο, αναπαριστά μια γκραβούρα της Αθήνας του 1840-1875 σε ένα αυτοτελές, πολυπρόσωπο, απολαυστικό και απρόβλεπτο μυθιστόρημα πάνω στον διχασμό: εσωτερικό, πολιτικό, ερωτικό. Υπαρξιακοί προβληματισμοί, ηθικά διλήμματα και η αιώνια πάλη του Καλού με το Κακό γύρω από τις έννοιες της ταυτότητας, της πατρίδας και της οικογένειας. Επιμέρους γεγονότα που δένουν με την κεντρική ιστορία, ευρηματική πλοκή και φαντασμαγορικοί χαρακτήρες, ελαττωματικοί καλοί και χαρισματικοί κακοί συνθέτουν το δεύτερο μυθιστόρημα της ιστορικής τριλογίας ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ.

Κυκλοφορεί 11 Οκτωβρίου 2018


Απόσπασμα βιβλίου

Το έτος 1843, κοιτάζοντάς την από ψηλά, από τον λόφο του Λυκαβηττού, η Αθήνα τη νύχτα έμοιαζε με μια χούφτα πυγολαμπίδες πελαγοδρομούσες μέσα στο απροσδιόριστο πηχτό σκοτάδι. Όταν έπαιρνε να σκοτεινιάζει, οι φανοκόροι άναβαν στις ρούγες τα φανάρια λαδιού, τοποθετημένα το 1835 από τον πρώτο δήμαρχο της πόλης, Ανάργυρο Πετράκη, πάνω στα οποία τα χαμίνια της πόλης έβγαζαν κατόπιν τ’ απωθημένα τους, σημαδεύοντάς τα με τις σφεντόνες κι  έχοντας πλήρη άγνοια κοινωνικής συνείδησης, γεγονός όμως που τα έκανε να νιώθουν ζωντανά. Τα ξημερώματα, πριν λαλήσουν τα ορνίθια, οι Αθηναίοι πετούσαν το περιεχόμενο από τα κατουροκάνατα στους χωματόδρομους, και τα παιδιά πετούσαν πέτρες σε ό,τι μπορούσε να σπάσει. Είχαν νύχια μαύρα από  τη βρόμα, σαν των αρπαχτικών πουλιών που φώλιαζαν στον λόφο του Λυκαβηττού, και είχαν χεροπόδαρα γρατζουνισμένα από τα κλαδιά των θάμνων. Δεν γνώριζαν τι θα πει πλύσιμο και καθαριότητα. Έριχναν στις πληγές κάτουρο ζεστό για απολύμανση, έκαναν την ανάγκη τους στο ύπαιθρο και σκουπίζονταν με πέτρες και φύλλα από τα δέντρα. Σταθερές αθηναϊκές εικόνες! Το σούρουπο, όμως, λες και όλα μεταμορφώνονταν σ’ εκείνη την πόλη τη σπαρμένη στους  πρόποδες της Ακρόπολης. Τα πάντα έμοιαζαν να αιωρούνται ανάμεσα σε γη και ουρανό –σπίτια, άνθρωποι, ζώα–, ώσπου το σκοτάδι, σαν μια κουβέρτα,  τύλιγε την πόλη στη μαγεία του. Σ’ εκείνο τον τόπο, όλο τον χρόνο τα σκίνα ευωδίαζαν άνοιξη και οι πέτρες είχαν μυρωδιά αρχαίας μοναξιάς.
Έτσι ήταν όλα, ίδια κι απαράλλαχτα, εδώ και  μια δεκαετία, δηλαδή από τον καιρό κατά τον οποίο η Αθήνα με τη βοήθεια των τριών Μεγάλων Δυνάμεων εξήλθε από τα οθωμανικά σκότη, έγινε  πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με το αρχαίο παρελθόν και γέμισε αρχαιολάτρες, αρχαιολάγνους, αρχαιοθήρες και αρχαιοκάπηλους. Οι Αθηναίοι, με επίγνωση του βαρύτατου ιστορικού τους φορτίου, θέλοντας και μη, έβαλαν προσωρινά στην άκρη έριδες, εμφύλιους σπαραγμούς, αντικρουόμενα συμφέροντα, πολιτικές αντιζηλίες και διαμάχες, συμπεριφορές οι οποίες μέχρι τότε δεν άφηναν να γίνει τίποτα σωστό σ’ εκείνο τον τόπο, και γιόρτασαν ενωμένοι την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, με δοξολογία στον Αϊ-Γιώργη του Θησείου και φωταγώγηση όλων των σπιτιών. Κατόπιν, τρεις χιλιάδες χρόνια μετά τον τελευταίο άνακτα της Αθήνας, όπως ανέφεραν με συλλογική μνήμη και ιστορικό χρέος οι γραμματιζούμενοι καλαμαράδες της εποχής, ο πρίγκιπας της Βαυαρίας Όθων ανακηρύχθηκε απόλυτος μονάρχης της Ελλάδας και μια δεκεμβριανή παγωμένη μέρα του 1834 στρογγυλοκάθισε στον θρόνο του Κόδρου.
Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους και με εγγύηση τις εθνικές γαίες, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν και τα δώρα, δηλαδή μια ατέλειωτη σειρά  δανείων, γεγονός που έκανε τους ήδη φριχτά διχασμένους Έλληνες, μέσα στον εθνικοπατριωτικό τους οίστρο, να αλληλοσπαράσσονται για το ποιος θ’ αρπάξει το μεγαλύτερο μερίδιο από αυτά τα δάνεια για πάρτη του. Ώσπου, σε κάποια σπάνια στιγμή φιλότιμου, προεστοί, προύχοντες, κλέφτες και αρματολοί, ενθυμούμενοι την εθνική τους ταυτότητα, έβαλαν πάνω στο ντροπιαστικό παρελθόν του διχασμού και της φαγωμάρας μια μεγάλη πέτρα και το κάλυψαν, έτσι για να μη νιώθουν τη… δυσωδία της διχόνοιας, όπως ακριβώς έκαναν και με τα κόπρανα όσοι αφόδευαν στο ύπαιθρο, στον ανήφορο των  Κατσικάδικων, στο κατοπινό Κολωνάκι.
Πάραυτα, το χρήμα συνέρρευσε άφθονο στο νεοσυσταθέν κράτος, και χαράς ευαγγέλια για όλους. Κράτος, βέβαια, δεν ήταν εκείνη την εποχή, αλλά έπρεπε  σώνει και καλά να γίνει. Και κάπως τράβα από δω, τράβα από κει, δώσε από δω, πάρε από κει, έγινε στο τέλος το αφιλότιμο. Κράτος. Ευρισκόμενο σε πλήρη χρεοκοπία από τη γέννησή του. Ως συνέπεια του γεγονότος αυτού, άρχισε αμέσως ο δίχως κομψότητα οικοδομικός οργασμός της Αθήνας. Εκείνα τα δάνεια εγγυήθηκαν στους Έλληνες μόνιμη ευημερία και σταθερούς έρωτες, για τουλάχιστον δύο αιώνες.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΛΑΠΑΤΑ γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι ο καρπός μιας Μακεδόνισσας κι ενός πολίτη του κόσμου. Σπούδασε δημόσιες σχέσεις κι εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα. Παραμένει όμως μόνιμη μαθήτρια της ζωής. Η πολυπλοκότητα των διαπροσωπικών σχέσεων την απασχολεί από πολύ παλιά και αυτός της ο προβληματισμός αποτυπώνεται στα βιβλία της.
Καθώς αγαπά την ποικιλία, ζει μεταξύ δύο κόσμων: της Ελλάδας και της Ιταλίας.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Ιστορικό Μυθιστόρημα
ISBN:978-618-01-2610-5
ISBN Ebook: 978-618-01-2611-2

 


Σχολιάστε εδώ