Αγία Λαύρα

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Καθόμασταν στο βραχάκι, αμίλητοι, με τον Πετρίδη και αγναντεύαμε την κίνηση της λεωφόρου Συγγρού. Πάρα κει, στο υψωματάκι, είχε παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του, που περίμενε καρτερικά να μας πάει βόλτα. Το βραχάκι ήταν ένα αγκωνάρι τεραστίων διαστάσεων κο­ντά στο πεζοδρόμιο, όπου πάνω του άνετα κάθονταν τρεις και τέσσερις έφηβοι νοματαίοι. Στο βραχάκι συγκροτούνταν οι παρέες μας. Εκεί συναντιόμασταν στην τύχη. Εκεί δίναμε τα ραντεβού μας. Το είχαμε για στέκι μας. Αμίλητοι καθόμασταν με τον Πετρίδη, αν και είχαμε πολλά να πούμε.

Αύριο είναι Δεκαπενταύγουστος, είναι αργία και εμείς δεν έχουμε τι να κάνουμε. Θα ’χει γλέντια, χορούς, πανηγύρια σε όλη την Ελλάδα και εμείς, καθώς η παρέα λείπει διακοπές, θα τη βγάλουμε σπαρτιάτικα. Πολύ του άρεσαν εκείνες αργίες του Πετρίδη, ειδικά αν έπεφταν Σάββατο. Ήταν η μοναδική ευκαιρία για διήμερη εκδρομή. Και τώρα υπάρχει διήμερη αργία στο πιάτο και δεν υπάρχουν μέλη για να πραγματοποιηθεί. Επικρατεί ερημιά και μοναξιά.

Πέρασε ολοφώτιστο και… άδειο το λεωφορείο που έκανε συγκοινωνία με την περιοχή, όταν ο Πετρίδης, που λες πως κάτι τον βασάνιζε, μίλησε: «Πάμε αύριο εκδρομή στην Αγία Λαύρα, στα Καλάβρυτα;», είπε απευθυνόμενος σε εμένα.

Έφερα χιλιάδες αντιρρήσεις. «Η οδική κατάσταση της Πελοποννήσου, με τον όλο λακκούβες αυτοκινητόδρομο που φτιάχτηκε επί Παγκάλου. Η μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει με τα Καλάβρυτα», είπα, «ο λίγος χρόνος που μας απομένει για προετοιμασία είναι λόγοι που…». Με διέκοψε βίαια: «Θα πάμε με το αυτοκίνητο έως το Διακοφτό, εκεί θα το αφήσουμε και θα πάρουμε τον οδο­ντωτό για τα Καλάβρυτα».

Την άλλη μέρα, πέντε η ώρα το πρωί, ακούστηκε η κόρνα του DKW εμπρός στο σπίτι μου, πράγμα που σήμαινε πως ήρθε να μας πάρει. Χιλιάδες φορές τού είπα να μην κορνάρει για ειδοποίηση επειδή ενοχλούνται οι γειτόνοι. Αλλά δεν βαριέσαι; Μπενάκης – βγενάκης. Με έγραψε κανονικά!

Από τον στρατό μού είχε ξεμείνει ένα σακίδιο, που οι Εγγλέζοι το είχανε για να το φορτώνουν χειροβομβίδες και πυρομαχικά. Ήταν τσίλικο. Ολοκαίνουργιο. Το πλήρωσα και το κράτησα.

H Λιλή το γέμισε με σάντουιτς και ένα thermos με πόσιμο νερό, πήραμε και τη Βούλα, την αδελφή της Αργυρώς, που μας περίμενε, και φύγαμε. Ο δρόμος ως τα Μέγαρα ήταν καινούριος, απάτητος, γυαλί. Τον έτρεξε το DKW με την ψυχή του και βγήκαμε στον παλιό, τον παραλιακό, δίπλα στη θάλασσα.

Περάσαμε πόλεις και χωριά, το Κιάτο, το Ξυλόκαστρο, το Δερβένι, και με κομμένη την ανάσα φτάσαμε στο Διακοφτό, όπου η αφετηρία του οδοντωτού. Δίπλα στην πλατφόρμα κάπνιζε η μηχανή του παμπάλαιου ατμήλατου τρένου που θα μας πήγαινε στα Καλάβρυτα. Γεγονός είναι πως το τρένο είχε πολλά δρομολόγια, όπως γεγονός είναι πως εκτός από εμάς άλλους επιβάτες δεν είχε.

Ύστερα από μια συναρπαστική διαδρομή σε πραγματικά άγρια φύση, φτάσαμε στα Καλάβρυτα, απ’ όπου δεν έλεγε να ξεχαστεί το έγκλημα των Γερμανών με την ομαδική εκτέλεση των Καλαβρυτινών.

Είχε κρύο και των γονέων. Ένα ταξί ανέλαβε να μας πάει και να μας φέρει από τη μονή.
Δύο λάφυρα, γερμανικά πεδινά τηλεβόλα, απέδιδαν τιμές στην είσοδο της μονής, η δε περιγραφή των υπαρχόντων κειμηλίων από την Επανάσταση του ’21 δεν είναι του παρόντος.

Το ταξί μάς έφερε πίσω στα Καλάβρυτα και ο μουτζούρης στο Διακοφτό…


Σχολιάστε εδώ