Π. ΝΕΑΡΧΟΥ: Η Ελλάδα δεν είχε και δεν έχει κανέναν λόγο να επισπεύδει για δήθεν λύση στο θέμα των Σκοπίων

Π. ΝΕΑΡΧΟΥ: Η Ελλάδα δεν είχε και δεν έχει κανέναν λόγο να επισπεύδει για δήθεν λύση στο θέμα των Σκοπίων


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Ο πυρήνας του προβλήματος του θέματος των Σκοπίων είναι η ψευδής συνείδηση που καλλιεργείται στους κατοίκους αυτής της χώρας, ειδικότερα στους Σλαβικής καταγωγής κατοίκους. Προβάλλεται σ’ αυτούς, συγκεκριμένα, η ανιστόρητη ιδέα ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, αλλά ένα άλλο έθνος και ότι οι απόγονοι του έθνους αυτού είναι οι ίδιοι. Διεκδικώντας με τον τρόπο αυτό την ιστορική Μακεδονία και την κληρονομιά της, θεωρούν το κράτος των Σκοπίων ως το μόνο «ελεύθερο» κομμάτι της ενιαίας Μακεδονίας, που μοιράσθηκε από «άρπαγες γείτονες», την Ελλάδα που «κατέχει» τη Μακεδονία του Αιγαίου και τη Βουλγαρία που «κατέχει» τη Μακεδονία του Πιρίν.

Η νέα αυτή εκδοχή του Μακεδονικού δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Στρατάρχης Τίτο βγήκε από τον πόλεμο ιδιαίτερα ενισχυμένος, λόγω του αντιστασιακού αγώνα του κατά των Γερμανών και του ρόλου που διαδραμάτιζε στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Ο Βούλγαρος Κομμουνιστής ηγέτης Δημητρώφ, που ήταν, μέχρι τη διάλυσή της, Γενικός Γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υπερφαλαγγίσθηκε σε επιρροή στα Βαλκάνια από τον Στρατάρχη Τίτο, λόγω της συνεργασίας της Βουλγαρίας με τη Χιτλερική Γερμανία και της συμμετοχής της στον πόλεμο. Από αυτήν την προεξάχουσα θέση, ο Τίτο πήρε τη σκυτάλη από τη Βουλγαρία, που πρωταγωνιστούσε προπολεμικά στο Μακεδονικό και έδωσε μια νέα μορφή σ’ αυτό, με το ιδεολόγημα των Μακεδόνων ως χωριστού δήθεν έθνους και της μοιρασμένης από τους γείτονες Μακεδονίας.

Η χρησιμοποίηση της Μακεδονίας ως οχήματος γεωπολιτικών σχεδιασμών, δεν διέφερε ουσιαστικά από την πρακτική που ακολούθησαν προπολεμικά άλλοι πρωταγωνιστές. Οι τελευταίοι είχαν κατορθώσει να παρασύρουν στα σχέδιά τους και την Ελληνική Κομμουνιστική Αριστερά με ιδεολογικά και διεθνιστικά συνθήματα. Ο Τίτο, Κροατικής ο ίδιος καταγωγής, είχε μεγαλεπήβολες ιδέες για τη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία. Προσπάθησε να επεκτείνει όσο μπορούσε τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία ώστε να προσλάβει χαρακτηριστικά Βαλκανικής Ομοσπονδίας, που να βρέχεται από την Αδριατική στα Δυτικά, το Αιγαίο στα ΝΑ και τη Μαύρη Θάλασσα στα Ανατολικά, στην περίπτωση που κατόρθωνε να προσελκύσει και τη Βουλγαρία στην Ομοσπονδία.

Στο πλαίσιο αυτό, έβλεπε ως καθοριστικής σημασίας τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας που θα προέκτεινε τη Γιουγκοσλαβική Βαλκανική Ομοσπονδία στο Αιγαίο και θα κατοχύρωνε τον έλεγχο απ’ αυτήν της Βορείου Ελλάδος. Η στρατιωτική βοήθεια στον Δημοκρατικό Στρατό, στον Εμφύλιο, δεν ήταν ανεξάρτητη από γεωπολιτικές βλέψεις και υστεροβουλίες. Οι φιλοδοξίες Τίτο για τα Βαλκάνια ανησύχησαν τον Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος χρησιμοποίησε τους δεσμούς και την επιρροή που είχε στα Κομμουνιστικά Κόμματα της Αλβανίας, της Ελλάδος και της Βουλγαρίας για να τις ανασχέσεις.

Η Αλβανία αρνήθηκε να ενταχθεί στην Ομοσπονδία. Η Βουλγαρία υπαναχώρησε από την απόδοση της «Μακεδονίας του Πιρίν» στο κράτος των Σκοπίων, που είχε υποσχεθεί στον Τίτο. Το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που ελεγχόταν από τη Μόσχα, πήρε θέση κατά του Τίτο, μετά τη ρήξη Τίτο – Στάλιν, παρά την εξάρτηση που είχε από το Βελιγράδι, για τις ανάγκες του Εμφυλίου Πολέμου.
Αναλογίζεται κανείς ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων, στην περίπτωση που δεν επισυνέβαινε η ρήξη Τίτο – Στάλιν και κλιμακωνόταν απρόσκοπτα η βοήθεια σε βαρύ οπλισμό και εφόδια στον Δημοκρατικό Στρατό, στο πλαίσιο του στρατηγικού σχεδίου «Λίμνες», που είχε ως στόχο την κατάληψη και διατήρηση μεγάλων πόλεων στη Βόρεια Ελλάδα.

Η ρήξη Τίτο – Στάλιν και ο φόβος του πρώτου ότι ο μεγάλος και ισχυρός αντίπαλός του μπορούσε να επιδιώξει την ανατροπή του και να φτάσει μέχρι την οργάνωση στρατιωτικής επεμβάσεως κατά της Γιουγκοσλαβίας, τον ώθησε σε ανοίγματα προς τη Δύση. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου με την Ελλάδα και την Τουρκία, το 1953 (Συνθήκη της Άγκυρας) και το 1954 (Συνθήκη του Μπλεντ). Οι δύο χώρες είχαν ήδη ενταχθεί ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ το 1952.

Τα ανοίγματα Τίτο προς τη Δύση επηρέασαν την Αμερικανική πολιτική στο λεγόμενο Μακεδονικό. Ενώ το 1944, αμέσως μετά την ανακήρυξη από τον Τίτο της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Στετίνιους είχε στείλει σε όλες τις Αμερικανικές πρεσβείες και προξενεία τηλεγράφημα, με το οποίο καθόριζε την Αμερικανική πολιτική και αναιρούσε ως επεκτατική προπαγάνδα το Τιτοϊκό ιδεολόγημα της Μακεδονίας, η Αμερικανική πολιτική άλλαξε μετά τη ρήξη Τίτο – Στάλιν και το άνοιγμα Τίτο προς τη Δύση. Οι ΗΠΑ ασκούσαν πίεση στην Ελλάδα να μην προτάσσει το θέμα της «Μακεδονίας» στις σχέσεις της με το Τιτοϊκό καθεστώς και να συμπλεύσει με την ιδέα του Βαλκανικού Συμφώνου.

Οι εξαρτημένες από τις ΗΠΑ μεταπολεμικές Ελληνικές κυβερνήσεις υπεχώρησαν στις Αμερικανικές πιέσεις να μην προτάσσουν το θέμα της «Μακεδονίας». Το γεγονός ότι το κράτος των Σκοπίων, ως ομόσπονδη Δημοκρατία, δεν χρειαζόταν διεθνή αναγνώριση αλλά παρουσιαζόταν ως εσωτερικό θέμα της Γιουγκοσλαβίας διευκόλυνε τις Ελληνικές κυβερνήσεις να ακολουθούν την πολιτική αυτή. Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το αίτημα του κράτους των Σκοπίων να αναγνωρισθεί διεθνώς με το όνομα Μακεδονία.

Το γεγονός ότι μεσολάβησαν πολλές δεκαετίες από το 1944 και ότι ανετράφησαν πολλές γενεές με την ψευδή συνείδηση των δήθεν Μακεδόνων περιπλέκει ασφαλώς το πρόβλημα και καθιστά πιο δύσκολη την επίλυσή του. Μπορεί όμως η Ελληνική πλευρά να υποτιμήσει τους κινδύνους, που συντρέχουν με τη διατήρηση και τη διαιώνιση της ψευδούς αυτής συνειδήσεως και να στέρξει σε μια «λύση» διπλής ονομασίας, που να περιλαμβάνει το όνομα Μακεδονία, με την αυταπάτη ότι «κλείνει» δήθεν ένα μέτωπο στα βόρεια σύνορά της;

Προσφάτως, παρουσιάσθηκε ως επιχείρημα ο ισχυρισμός ότι με τη συζητούμενη λύση διπλής ονομασίας, Άνω, Βόρεια ή Νέα Μακεδονία, η Ελλάδα «δεν θα δώσει αλλά θα πάρει», υπαινισσόμενη την αναγνώριση ήδη των Σκοπίων από πολύ μεγάλο αριθμό χωρών με το όνομα «Μακεδονία». Ο ισχυρισμός αυτός είναι έωλος. Παραγνωρίζει το γεγονός ότι έχει άλλο βάρος η αναγνώριση των Σκοπίων ως Μακεδονίας από χώρες που δεν έχουν καμιά σχέση με αυτήν και δεν θίγονται βεβαίως από την ιστορική αυτή πλαστογραφία και τον συναφή «αλυτρωτισμό» που περικλείει και έχει άλλο βάρος και άλλο νόημα η αναγνώρισή τους από την Ελλάδα.

Η παραχάραξη της ιστορίας και η απόπειρα σφετερισμού του ονόματος της Μακεδονίας και της ιστορίας και της κληρονομιάς της είναι ευθεία αμφισβήτηση της Ελληνικότητας της Μακεδονίας. Είναι, επιπλέον, εγγραφή «αλυτρωτικής» υποθήκης και επεκτατικότητα σε βάρος της Ελλάδος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συμπεριφερθεί απέναντι στα Σκόπια σαν να ήταν η Δανία, το Βέλγιο ή η Σουηδία. Είναι αυτή που θίγεται από τη θρασεία απόπειρα του κράτους των Σκοπίων να σφετερισθεί και να ιδιοποιηθεί ένα όνομα, ένα κεφάλαιο ιστορίας και μια κληρονομιά που δεν του ανήκει.

Τι συζητάει επομένως η Ελληνική πλευρά και γιατί επισπεύδει; Η Ελλάδα έχει δύο πολύ σημαντικά διπλωματικά όπλα, τα οποία πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να φέρουν τα Σκόπια σε αυτογνωσία, στο πνεύμα των δηλώσεων του πρώτου Προέδρου των Σκοπίων ως ανεξάρτητου κράτους Κίρο Γκλιγκόρωφ: «Εμείς είμαστε Σλάβοι. Ήρθαμε στην περιοχή τον 6ο αιώνα μ.Χ. Δεν έχουμε καμιά σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Φίλιππο».

Πάνω σ’ αυτήν τη βάση πρέπει να επιδιώκει λύση η Ελληνική πλευρά. Δεν έχει κανέναν λόγο να επισπεύδει. Ασφαλώς, ασκούνται πιέσεις σε βάρος της. Σ’ αυτές τις πιέσεις ελπίζουν και οι ηγέτες των Σκοπίων και παραμένουν αδιάλλακτοι. Πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα υποχωρήσει κάτω από τις συνδυασμένες πιέσεις των ΗΠΑ και της Γερμανίας αλλά και εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων, που προέρχονται από μειοψηφικές εθνομηδενιστικές αντιλήψεις και βρέθηκαν, λόγω της συγκυρίας των Μνημονίων και των πολιτικών παιχνιδιών που παίχθηκαν με αυτά, σε δυσανάλογες θέσεις εξουσίας και επιρροής που δεν αντιπροσωπεύουν τον ελληνικό λαό. Έχει γι’ αυτό ιδιαίτερη σημασία η αποστολή από τον Ελληνικό λαό με μαζικά συλλαλητήρια, του δικού του μηνύματος: Όχι στην εκχώρηση, με οποιοδήποτε τρόπο, του ονόματος της Μακεδονίας.


Σχολιάστε εδώ