Το ΔΝΤ φεύγει… ο «σοϊμπλεϊσμός» (επαν)έρχεται;


Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών


Η εκκρεμότητα τόσο της ίδιας της παρουσίας όσο και του ρόλου (οικονομικού, τεχνικού, συμβουλευτικού κ.λπ.) του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα έχει προσλάβει τη μορφή ενός σίριαλ, που συνεχίζεται και αναπαράγεται στο διάνυσμα του χρόνου μέσα από επαναλαμβανόμενα (ή ελαφρώς τροποποιούμενα) επεισόδια… Κι αυτή η οιονεί παράταση της εκκρεμότητας δεν οφείλεται μόνο σε επικοινωνιακά τεχνάσματα αλλά στα χοντρά πολιτικά και οικονομικά παιγνίδια που αφορούν την παρουσία του ΔΝΤ στην Ευρώπη.

Ένα παρόμοιο επεισόδιο διαδραματίζεται αυτήν την ιδιαιτέρα κρίσιμη για το μέλλον της χώρας περίοδο που διανύουμε. Και ενώ τα χρονικά όρια περιορίζονται ασφυκτικά, εντούτοις το σενάριο επαναλαμβάνεται και τα ίδια προβλήματα εμφανίζονται, σαν να μην πέρασε μία μέρα από το «πραξικόπημα Σόιμπλε» τον Ιούλιο του 2015 ή τους εκβιασμούς που ασκήθηκαν από το ίδιο «σύστημα» πριν από έναν χρόνο…

Τρεις οι κρίσιμες μεταβλητές, των οποίων οι σχέσεις, οι ρόλοι και οι μεταξύ τους συσχετισμοί καθορίζουν εν πολλοίς την τύχη μας και την προοπτική μας. Το Βερολίνο, το ΔΝΤ και το χρέος… Με το χρέος της Ελλάδας να αποτελεί το ενδιάμεσο εργαλείο που καλείται κάθε φορά να νομιμοποιήσει τόσο την ακραία νεοφιλελεύθερη στρατηγική του ΔΝΤ όσο και την πολιτικοοικονομική κυριαρχία της γερμανικής ελίτ.

Γι’ αυτό και κάθε φορά που εμφανίζεται διαφωνία μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου προκύπτει τελικά ένας συμβιβασμός που ικανοποιεί, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, και τις δύο πλευρές.

ΔΝΤ – Βερολίνο: Υποκρισία και εμμονές
Στο ίδιο έργο θεατές και σήμερα… με το ΔΝΤ να απειλεί με αποχώρηση εάν δεν υπάρξει ρυθμιστικός μηχανισμός που θα συνδέει την αποπληρωμή του χρέους με το ΑΕΠ και παράλληλα εάν δεν αποφασισθούν σημαντικές ρυθμίσεις για το χρέος ώστε να δοθεί καθαρό σήμα στις αγορές… Όμως, ταυτόχρονα, τόσο οι περικοπές στις συντάξεις όσο και η μείωση του αφορολόγητου παραμένουν στην ατζέντα του ΔΝΤ… Ποια ανάπτυξη μπορεί να συντελεσθεί όταν μειώνονται συνεχώς τα εισοδήματα, όταν αναπαράγεται το καθεστώς της λιτότητας και κυριαρχούν οι νεοφιλελεύθερες συνταγές;

Οπωσδήποτε όμως η περίφημη ρήτρα ανάπτυξης, που συνδέει την αποπληρωμή του χρέους με το ΑΕΠ της χώρας, υπάρχει στη συμφωνία του Ιουλίου του 2017 και θα πρέπει οπωσδήποτε να υλοποιηθεί ως πρωταρχικός όρος της εξόδου από τα Μνημόνια…

Κι όμως η νέα γερμανική κυβέρνηση και ο νέος υπουργός Οικονομικών, αφού ετήρησαν επί μήνες όχι αιδήμονα αλλά ένοχη σιωπή (με την πρόφαση να προετοιμάσουν τους υπερσυντηρητικούς συνεταίρους τους στην κυβέρνηση), διατυπώνουν τώρα την άποψη ότι οποιαδήποτε ρύθμιση του χρέους θα πρέπει να έχει κάθε φορά την έγκριση του Γερμανικού Κοινοβουλίου… Αυτή η απαίτηση του Βερολίνου διατυπώθηκε στην τελευταία συνεδρίαση του Washington Club και είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική των προθέσεων και των επιλογών της ίδιας της γερμανικής ελίτ.

Πολλές είναι οι διαφορετικές εκτιμήσεις αλλά και οι έντονες αντιγνωμίες όσον αφορά την αποχώρηση ή μη του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα.

Εκφράζονται, π.χ., οι φόβοι ότι η αποχώρηση του ΔΝΤ σε άμεση σύνδεση με μια ανεπαρκή αντιμετώπιση του χρέους θα στείλει αρνητικό μήνυμα στις αγορές. Ταυτόχρονα εκτιμάται ότι σε μια τέτοια περίπτωση τα μέτρα που επέβαλε το ΔΝΤ για το 2019 (μειώσεις συντάξεων, αφορολόγητο) μπορούν να παγώσουν ή να μετατεθούν…

Το πιο σοβαρό πρόβλημα όμως για την Ελλάδα δεν λέγεται ΔΝΤ αλλά Βερολίνο. Κι αυτό το πρόβλημα, που εξελίσσεται σε ιστορικό ζήτημα, δεν αφορά μόνο τη χώρα μας αλλά ολόκληρη την Ευρώπη.

Γερμανία: Βελτίωση εικόνας χωρίς δομικές αλλαγές
Για να κατανοήσουμε όμως το βάθος και τις συνέπειες αυτού του ιστορικού ζητήματος θα πρέπει να προσεγγίσουμε τις βαθιές δομές, τα συστημικά πολιτικοοικονομικά συμφέροντα, τα οποία σε μια διαδρομή δύο δεκαετιών επέβαλαν το γερμανικό Imperium στην Ευρώπη, πέρα από κόμματα και σχήματα διακυβέρνησης.

Υπήρξαν και καλλιεργήθηκαν, δυστυχώς, πολλές ψευδαισθήσεις, που στηρίχθηκαν σε προσεκτικά επιλεγμένες τακτικές κινήσεις της γερμανικής ελίτ. Η «απομάκρυνση» Σόιμπλε και η εμμονική προσπάθεια που κατέβαλε το σύστημα συμφερόντων για τη συμμετοχή του SPD στη νέα κυβέρνηση, σε συνδυασμό με «ευμενή» υποδοχή των προτάσεων Μακρόν για μια νέα στρατηγική της Ευρώπης, δεν απέρρεαν από δομικού χαρακτήρα αναπροσανατολισμούς της γερμανικής ελίτ. Υπήρξε όμως και υπάρχει μια προσπάθεια της γερμανικής ελίτ να αποσυνδεθεί, έστω και μερικώς, από την απεχθή εικόνα που είχε δημιουργήσει στους ευρωπαϊκούς λαούς το «σύστημα Σόιμπλε» και ο μισητός από πολλούς εκπρόσωπός του.

Αυτό το σύστημα της απολυταρχικής γερμανικής εξουσίας, που έχει εγκαταστήσει έναν μηχανισμό άντλησης πόρων στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ, δεν φαίνεται διατεθειμένο να ε­γκαταλείψει τις εξουσίες του και να χαλαρώσει ουσιαστικά το πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Η γερμανική ελίτ χρειάζεται ασφαλώς μια βελτίωση της εικόνας της Γερμανίας, ώστε να υπάρξει, ακόμα και προσωρινά, μια ανοχή από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ένας τύπος, έστω και μιας ψευδούς νομιμοποίησης των επιλογών της. Όμως δεν είναι διατεθειμένη να εκχωρήσει σημαντικά τμήματα της πολιτικής και οικονομικής της εξουσίας και ισχύος.

Αποφυγή κρίσεων μέχρι τις ευρωεκλογές
Δεν πρέπει, συνεπώς, να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις στη χώρα μας, ιδιαίτερα στην κρίσιμη περίοδο που διανύουμε.

Ασφαλώς υπάρχει ένα θετικό δεδομένο που διαφοροποιεί τη σημερινή συγκυρία από τις προηγούμενες. Οι ευρωπαϊκές ελίτ δεν επιθυμούν τη δημιουργία εστιών κρίσης και ε­ντάσεων, όχι μόνο στην Ευρωζώνη αλλά και στο γενικότερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Οι ευρωεκλογές του 2019 θα αποτελέσουν, ούτως ή άλλως, ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για την πορεία της Ευρώπης και θα μετατραπούν σε πεδίο αναστοχασμού μιας κρισιακής, ιστορικής διαδρομής που ξεκίνησε το 2008 και διαρκεί μέχρι σήμερα, χωρίς να διαφαίνεται μια θετική προοπτική για την Ευρώπη.

Γι’ αυτό και οι ευρωπαϊκές ελίτ χρειάζονται κάποια θετικά δείγματα, κάποια πολιτικά «αντίδωρα», προκειμένου να τα εμφανίσουν ως δικές τους επιτυχίες την ώρα της ευρωπαϊκής κάλπης. Γι’ αυτό και κανένας πολιτικός, καμιά κυβέρνηση δεν θα επιθυμούσε να ενοχοποιηθεί για μια νέα κρίση στην Ευρωζώνη.

Αυτό το θετικό όμως δεδομένο για τη χώρα μας αποτελεί αναγκαία αλλά όχι προφανώς και ικανή συνθήκη για τη διασφάλιση των απαραίτητων όρων και προϋποθέσεων για την έξοδο από τα Μνημόνια και κυρίως για μια σταθερή πορεία ανάπτυξης και προόδου.

Οφείλουμε όλη αυτήν την περίοδο της δεινής δοκιμασίας, που ξεκίνησε από το Καστελλόριζο το 2010, να την αποτιμήσουμε και να εξαγάγουμε τα αναγκαία, κρίσιμα συμπεράσματα. Ιδιαίτερα τώρα που βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την έξοδο.

Τα πολιτικά κριτήρια της εξόδου
Στα Μνημόνια «μπήκαμε» πρωτίστως για λόγους πολιτικούς, χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σπουδαιότητα των οικονομικών μεγεθών. Τι «πέτυχαν» όμως τα Μνημόνια; Το χρέος παραμένει δυσθεώρητο, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25% και παραμένει στα ίδια επίπεδα, τα εισοδήματα «κουτσουρεύτηκαν» πάνω από 40%, οι φόροι εκτινάχθηκαν στα ύψη, το κοινωνικό κράτος διαλύθηκε, τα εργασιακά δικαιώματα αποψιλώθηκαν, ένα σοβαρό τμήμα της δημόσιας περιουσίας εκποιήθηκε…

Ασφαλώς την τελευταία περίοδο υπάρχει μια σταδιακή βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών και μια ανοδική αλλά εύθραυστη, αναπτυξιακή-παραγωγική τροχιά, όμως η καταστροφή που άφησαν πίσω τους τα Μνημόνια θα καθορίζει την πορεία της χώρας για αρκετά ακόμα χρόνια. Για να μπορέσουμε συνεπώς «να ξεκολλήσουμε από τη λάσπη» χρειαζόμαστε περιθώρια πολιτικής αυτονομίας. Εάν η έξοδός μας από τα Μνημόνια δεν διασφαλίσει αυτά τα περιθώρια πολιτικής αυτονομίας και πρωτοβουλίας τότε η κρίση θα αναπαραχθεί.

Το χρέος, τα υπερπλεονάσματα, τα όποια μέτρα, οι παντοειδούς μορφής εποπτείες αποτελούν κατ’ εξοχήν πολιτικές επιλογές και δεν συνιστούν αδήριτες οικονομικές αναγκαιότητες που προκύπτουν από οικονομετρικές-λογιστικές νομοτέλειες.

Εάν πράγματι πρόκειται να βγούμε από τα Μνημόνια, τότε αυτό το γεγονός θα συντελεσθεί με ξεκάθαρους πολιτικούς όρους, που θα διασφαλίζουν την πολιτική και οικονομική αποαποικιοποίηση της χώρας και του λαού της.

Ασφαλώς η αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα είναι πλέον ένα σοβαρό ενδεχόμενο. Όμως το ενδεχόμενο αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να επιβληθεί η γερμανική άποψη, που παραπέμπει επί της ουσίας την αντιμετώπιση του χρέους στο μέλλον, απειλώντας μάλιστα τη χώρα μας με νέα αυστηρή εποπτεία και διαμορφώνοντας ένα πεδίο συνεχών εκβιασμών. Η πολιτική πατρωνία, την οποία επιθυμεί να διαιωνίσει η γερμανική ελίτ, θα πρέπει επιτέλους να τερματισθεί…

Οι ένοχοι και οι εγκληματίες μάς συμπονούν
Τις ημέρες μάλιστα αυτές που ολοκληρώνεται η τέταρτη αξιολόγηση και μπαίνει στην τελική της φάση η συζήτηση για τους όρους της εξόδους από τα Μνημόνια καλό θα είναι να υπενθυμίσουμε στους συνομιλητές μας ότι για την καταστροφή της χώρας μας υπάρχουν υπεύθυνοι, υπάρχουν ένοχοι, οι οποίοι περιφέρο­νται τον τελευταίο καιρό ομολογώντας τα ε­γκλήματά τους και εκδηλώνοντας τη «συμπόνια» τους για τη χώρα μας…

Ο Γ. Ντάισελμπλουμ ομολόγησε ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε στον γκρεμό προκειμένου να σωθούν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες… Σε παρόμοιο μοτίβο ο Π. Τόμσεν του ΔΝΤ διατύπωσε την «αγανάκτησή» του για την ακραία λιτότητα, δηλώνοντας ότι «φτάνει πια με τη μείωση των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα»… Και μόλις πριν από πέντε ημέρες ο πορτογάλος αντιπρόεδρος της ΕΚΤ (που κι αυτός αποχωρεί) ομολόγησε ότι η υπερβάλλουσα λιτότητα κατέστρεψε την ανάπτυξη και το ΑΕΠ…

Όλες αυτές οι εξομολογήσεις και οι παραδοχές θα είχαν κάποια αξία αν συνεπάγονταν έναν ριζικό αναπροσανατολισμό των μέχρι σήμερα ασκούμενων πολιτικών. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει.
Γι’ αυτό και η όποια θετική προοπτική διαγράφεται για τη χώρα μας θα προκύψει από την ανάγκη να προστατεύσουν οι πάτρωνές μας τα δικά τους συμφέροντα και να αναπαράγουν την εξουσία τους. Κι όχι γιατί άλλαξαν μυαλά.


Σχολιάστε εδώ