Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη σε Ελλάδα, Κύπρο και Μεγάλη Βρετανία


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Διπλωματία και δράση

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 22ας Μαρτίου συζητήθηκαν θέματα υψηλού ενδιαφέροντος και σημασίας για τις ευρωπαϊκές και τις διεθνείς εξελίξεις. Ιδιαίτερης σημασίας, η αλληλεγγύη που εκφράσθηκε από τους ευρωπαίους ηγέτες προς την Ελλάδα και την Κύπρο, έναντι της τουρκικής προκλητικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Ανάλογη αλληλεγγύη εξέφρασε το Συμβούλιο προς τη Μεγάλη Βρετανία για το γνωστό επεισόδιο δηλητηρίασης του ρώσου διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ και της κόρης του, που ζούσαν στο Salisbury. Συγκεκριμένα, αντικείμενο των εργασιών του Συμβουλίου ήταν η απασχόληση, η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα, το διεθνές εμπόριο, η φορολόγηση των ψηφιακών ομίλων, το Brexit, το μέλλον της Ευρωζώνης, οι ευρωτουρκικές σχέσεις, η υπόθεση Σκριπάλ και τα Δυτικά Βαλκάνια.

Στο ακροτελεύτιο Κεφάλαιο των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου με τίτλο «Δράσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος» καταδικάζεται, σε αυστηρό τόνο, η τουρκική προκλητικότητα και εκφράζεται η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Ίδιες θέσεις εξέφρασε με δηλώσεις του ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, την επομένη, στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου διεξήχθη η συνάντηση αρχηγών ΕΕ – Τουρκίας (EU – Turkey leaders meeting in Varna). Ο όρος «αρχηγών» χρησιμοποιήθηκε λόγω μη συμμετοχής του Ευρωκοινοβουλίου, το οποίο έχει συχνά επικρίνει την επικρατούσα πολιτική κατάσταση στην Τουρκία και έχει ζητήσει τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή οι ηγέτες των χωρών-μελών και οι πρόεδροι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, στέλνει ένα τόσο ηχηρό μήνυμα προς την Τουρκία για την παραβατική συμπεριφορά που επιδεικνύει τόσο έναντι της Κύπρου, αμφισβητώντας και παρεμποδίζο­ντας τις έρευνες για ανεύρεση υδρογονανθράκων εντός των ορίων της ΑΟΖ της, όσο και τις προκλητικές ενέργειές της στο Αιγαίο και την καλούν, επειγόντως, να παύσει τις παράνομες ενέργειες, να σεβαστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου και το διεθνές δίκαιο. Επίσης, εκφράζεται η μεγάλη ανησυχία του Συμβουλίου για την κράτηση ευρωπαίων πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των δύο ελλήνων στρατιωτικών, και καλεί για γρήγορη επίλυση σε συνεννόηση με τις ενδιαφερόμενες χώρες.

Ανάλογου ύφους είναι και η αλληλεγγύη που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εκφράζει προς τη Μεγάλη Βρετανία για την υπόθεση Σκριπάλ, αποδεχόμενο την εκδοχή για ανάμειξη της Ρωσίας. Αν επιχειρούσαμε να συγκρίνουμε τις τρεις περιπτώσεις (την επιδεικνυόμενη αλληλεγγύη προς τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Κύπρο), θα παρατηρούσαμε μια ουσιαστική διαφορά. Σε σχέση με την πρώτη, η αλληλεγγύη εκφράσθηκε ήδη και εμπράκτως με την ανάκληση διπλωματών ορισμένων χωρών-μελών από τη Μόσχα, με περαιτέρω απειλή την επιβολή κυρώσεων. Σχετικά με Ελλάδα – Κύπρο, το ηχηρό αναμφίβολα μήνυμα προς την Άγκυρα μοιάζει να έχει περισσότερο διακηρυκτικό (declaratory) χαρακτήρα. Λείπει το «διά ταύτα», δηλαδή η λήψη ή απειλή λήψης μέτρων.

Πώς εξηγείται το κενό αυτό σε μία πράγματι αυστηρή τοποθέτηση της Ευρώπης έναντι της Τουρκίας; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί κατ’ αρχάς στις δομικές και θεσμικές αδυναμίες της ΕΕ. Δεν υφίσταται κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα. Η αρμόδια για την εξωτερική πολιτική και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Μο­γκερίνι σπάνια τοποθετείται και παρεμβαίνει σε θέματα που άπτονται των συμφερόντων των χωρών-μελών… Επιπλέον, η αποδοτικότερη πίεση που θα μπορούσε να ασκηθεί προς την Άγκυρα θα ήταν εκείνη της απειλής επιβράδυνσης της προενταξιακής πορείας της. Όμως το καθεστώς Ερντογάν δεν φαίνεται να δίνει και μεγάλη σημασία σε αυτήν την προοπτική.

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη συγκεχυμένη αντίληψη που επικρατεί στη Δύση για την Τουρκία, όπως και τα επενδυμένα συμφέροντα ενίων χωρών-μελών, επιτρέπουν στην Άγκυρα να παραβιάζει βασικούς κανόνες της καλής γειτονίας και του διεθνούς δικαίου. Ο Ερντογάν μοιά­ζει να λέει προς την Ευρώπη: «Δεν μας θέλετε εσείς, δεν σας θέλουμε και εμείς». Αυτό, πιστεύω, δεν πρέπει να το συμμερίζεται μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας.

Το ιδιότυπο αυτό πλέγμα των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας αντανακλάται πλήρως στις δηλώσεις του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Τουσκ, ο οποίος από τη μια πλευρά επέκρινε και μετέφερε αυστηρό μήνυμα προς την Άγκυρα και από την άλλη την επαινούσε για το εντυπωσιακό (impressive ) έργο που η Τουρκία επιτελεί με τη φιλοξενία τριών εκατομμυρίων σύρων προσφύγων στο έδαφός της!

Ο χρόνος θα δείξει πώς θα αντιδράσει το καθεστώς Ερντογάν στα αυστηρά μηνύματα που απέστειλε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Μηνύματα που πρώτη, ίσως, φορά εκφράσθηκαν με τόση σαφήνεια. Σημασία πάντως έχουν όχι μόνο όσα ειπώθηκαν δημοσίως αλλά και όσα συζητήθηκαν κατ’ ιδίαν μεταξύ Γιούνκερ – Τουσκ – Ερ­ντογάν, κατά τη συνάντηση της Βάρνας. Και ασφαλώς από τη συμπεριφορά που θα επιδείξει η Τουρκία εφεξής. Η ελληνική διπλωματία πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένη από την ευρωπαϊκή συμπαράσταση, θα ήταν όμως πληρέστερη αν συνοδευόταν από συγκεκριμένες χειρονομίες.

Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί η σώφρων στάση της ελληνικής κυβέρνησης όπως και η μεστή παρέμβαση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα, με σαφή τοποθέτηση όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για θέματα γενικότερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.


Σχολιάστε εδώ