ΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΘΕΛΩ ΑΣ ΜΕ ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΟΘΕΛΟ

Του
Μιχάλη Φιοράντε


Απόψε έχω πυρετό
δέν ξέρω τί θά γίνει
μοιάζει τό κεφαλάκι μου
σάν πήλινο λαγήνι.
•••
Το φαρμακείο άγνωστο
τούς λέω τί συμβαίνει
μού δίνουν ένα φάρμακο
-μά η τιμή αναβαίνει.
•••
Αυτό δέν είναι φάρμακο
είναι περιουσία
κι από τό σοκ ο έρημος
πέφτω σέ αφασία.
•••
Χασκογελούν οι γύρω μου
μέ λούζουνε νεράκι
μού κόβει τήν αναπνοή
εκείνος τό κοράκι,
•••
εκείνος ο Ταμιακός
μέ τήν λευκή ποδίτσα
πού μοιάζει μέ λυκάνθρωπο
καί μέ βοσκού τήν γκλίτσα.
•••
Δέν ημπορώ νά σηκωθώ
δέν ξέρω τί νά κάνω
νά ζήσω μές στα βάσανα
ή κάλλιο νά πεθάνω.
•••
Έχω μονάχα δύο EURO
στήν δεξιά μου τσέπη
εκείνοι μού ζητούν πολλά
χίλια EURO… καί πρέπει.
•••
Σάν φίδι αργοσέρνομαι
πηγαίνω γιά τόν δρόμο
νά φύγω απ’ τήν απληστιά
νά φύγω απ’ τόν τρόμο.
•••
Όμως ο πονοκέφαλος
χτυπά αδιακόπως,
πάει χαμένη η φυγή
πάει μαζί κι ο κόπος.
•••
Σέρνομαι, πάλι σέρνομαι
στήν πόρτα γιά νά φτάσω
νά βγώ στό πεζοδρόμιο
πρίν τά μυαλά μου χάσω.
•••
Τότε μιά νέα κοπελιά
μού δίνει δύο χάπια,
ενώ οι άλλοι γύρω της
ποιούν αισχρώς τήν πάπια.
•••
Πίνω τά χάπια κι έξαφνα
γελούν οι Φαρμακάδες
γιατί ουρώ αδιάκοπα
καί χέζω μέ οκάδες.
•••
Τότε η νέα κοπελιά
μού δίνει ένα χαστούκι
γιά τήν τρελή τήν φάρσα της
κι όλοι λαλούν σάν κούκοι.
•••
Πάντες μέ παίρνουν σηκωτό
καί μέ πετούν στήν «βρόχα»
γιατί βρωμούσα αδιάκοπα
απ’ τήν βαριά τήν μπόχα.
•••
Τά χάπια πού εζήτησα
δύο EURO στοιχίζαν
τώρα ζητάνε εκατό
-ΟΙ ΦΑΡΜΕΣ ΤΟ ΟΡΙΖΑΝ.
•••
«Τά σπίτια είναι χαμηλά
σάν έρημοι στρατώνες
τά καλοκαίρια μας μικρά
κι ατέλειωτοι οι χειμώνες».
…………………………….
Ο θάνατος τού ανθρώπου
γιά τά μεγάλα συμφέροντα
είναι απώλεια καταναλωτή.
Όμως καλύπτεται
η απουσία του
μέ τήν αύξηση τών τιμών
ναί, γιά τά απαραίτητα τού ζήν.
Άς πάνε στόν διάολο
όλοι τους,
βλέπω μιά νεκροφόρα
νά περνά
μέ χαρούμενους συνοδούς.
Μόνο αυτοί, μόνο,
έριξαν τίς τιμές.


Σχολιάστε εδώ