Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς συλλαλητήρια…


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Οι διαπραγματεύσεις για την ονομασία της ΠΓΔΜ

Σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των δύο πρωθυπουργών κ. Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ στο Νταβός, οι διαπραγματεύσεις για την ονομασία της ΠΓΔΜ έχουν, πλέον, περιέλθει στη δικαιοδοσία των υπουργών των Εξωτερικών των δύο χωρών κ. Νίκου Κοτζιά και Νικόλα Ντιμιτρόφ. Ενεργός στη διαδικασία αυτή παραμένει και ο μεσολαβητής και εκπρόσωπος του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών αμερικανός διπλωμάτης κ. Μάθιου Νίμιτς, οι τελευταίες δηλώσεις του οποίου, μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα και στη συνέχεια στα Σκόπια, κρίνονται τουλάχιστον άστοχες και δικαίως προκάλεσαν την άμεση αντίδραση του έλληνα ΥΠΕΞ. Από τις δηλώσεις του κ. Κοτζιά και αντίστοιχες του σκοπιανού ομολόγου του συνάγεται ότι η διπλή ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό, με σλαβικό όμως και αμετάφραστο συλλαβισμό, όπως «Gorna (Άνω) Makedonija», φαίνεται να αποτελεί μία από τις προτιμητέες ε­πιλογές.

Αδιευκρίνιστο όμως παραμένει πώς και πότε θα συντελεσθούν οι απαλείψεις των αλυτρωτικών διατάξεων από το σκοπιανό Σύνταγμα, όπως και η αντιμετώπιση του γλωσσικού και εθνολογικού προβλήματος, που είναι παράγωγα της συνταγματικής ονομασίας.

Οι πρόσφατες δηλώσεις του σκοπιανού υπουργού Εξωτερικών, παρά τη λανθασμένη και άτυχη σύγκριση, δεν πρέπει να ερμηνευθούν τελείως αρνητικά, όταν για πρώτη φορά γίνεται δημόσια παραδοχή της σλαβικής προέλευσης της γλώσσας τους: «Έχω πλήρη κατανόηση για εκείνους τους έλληνες πολίτες που με τον έναν ή άλλον τρόπο αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες, είτε με την έννοια της αρχαίας Μακεδονίας είτε με την έννοια της περιοχής. Ωστόσο, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, όχι μόνο οι γείτονες στην Ελλάδα αλλά και κανείς άλλος δεν μπορεί να συζητά και να εγγίζει το δικαίωμά μας, το δικό μου προσωπικά και των συμπολιτών μου, να είμαστε Μακεδόνες που μιλούν τη ‘‘μακεδονική’’ γλώσσα, που ανήκει στην ομάδα των σλαβικών γλωσσών».

Από ορισμένους τέθηκε το ερώτημα γιατί να είμαστε εμείς οι επισπεύδοντες, όταν οι άλλοι επείγονται προκειμένου να καταστεί δυνατή η ένταξή τους σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ΝΑΤΟ, ΕΕ κ.ά. Μια τέτοια θέση δεν στερείται ερείσματος αλλά βασίζεται σε λάθος λογική. Ασφαλώς το θέμα της ονομασίας και ό,τι συνδέεται ή απορρέει από αυτή είναι θέμα διμερούς φύσης. Δεν πρέπει όμως να αγνοείται και η διεθνής του διάσταση. Απόδειξη η ανάμειξη των Ηνωμένων Εθνών, διά του μεσολαβητή και εκπροσώπου του ΓΓ του Διεθνούς Οργανισμού, και παλαιότερα και της ΕΕ, διά του προεδρεύοντος τότε του Συμβουλίου Υπουργών Πινέιρο.

Τι όμως απέφερε η παρέλευση εικοσιπενταετίας, με απουσία αποτελεσμάτων για εύρεση αμοιβαία αποδεκτής ονομασίας, ενώ παράλληλα αυξανόταν συνεχώς ο αριθμός των χωρών που αναγνώριζαν τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα; Οι παραπάνω παρατηρήσεις γίνονται απλά για να μην εθελοτυφλούμε. Αληθεύει, επίσης, ότι για την ονομασία ενδιαφέρονται, για πολιτικούς και γεωπολιτικούς λόγους, και άλλες δυνάμεις και αυτό δεν πρέπει να το αγνοούμε. Αλλά μπορούμε να το εκμεταλλευθούμε, ζητώντας την παρέμβασή τους μέσω της άσκησης πιέσεων προς τα Σκόπια. Η σταθερότητα όμως στην περιοχή μας αφορά πρωτίστως εμάς και τις γειτονικές χώρες. Τα Βαλκάνια δεν έχουν πάψει να είναι η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης.

Οι διαφορές μεταξύ πολλών χωρών της περιοχής εξακολουθούν να υπάρχουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ έλεγε, προ ημερών, ότι η επίλυση των μεταξύ τους διαφορών πρέπει να προηγηθεί της ένταξής τους στην ΕΕ. Τις συνέπειες όμως αυτής της αστάθειας δεν πρέπει να τις πληρώσει η Ελλάδα. Επιπλέον, το εσωτερικό πολιτικό κλίμα στη χώρα μας δεν φαίνεται να συγκεντρώνει την απαιτούμενη για τις περιστάσεις συναίνεση, με την αξιωματική αντιπολίτευση να δηλώνει ότι οι συγκυρίες δεν είναι κατάλληλες και δεν ευνοούν τη διεξαγωγή αξιόπιστων διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια. Επικαλείται επίσης -όπως και άλλα πολιτικά κόμματα- έλλειψη ενημέρωσης για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων, σε σημείο ορισμένοι να χρησιμοποιούν και τον όρο της «μυστικής διπλωματίας», που όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα…

Τον περασμένο μήνα (21.1.2018) πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη μεγάλο συλλαλητήριο το οποίο συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, οι οποίοι έδωσαν ηχηρό μήνυμα ότι δεν δέχονται σφετερισμό της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της ελληνικής Μακεδονίας. Δίκαιο είναι να αναγνωρίσουμε στους βορειοελλαδίτες Μακεδόνες το δικαίωμα, πρώτοι αυτοί, να αντιδρούνε σε ό,τι θίγει άμεσα ή έμμεσα την ιστορία της αρχαίας και σημερινής Μακεδονίας. Γιατί όμως η οργάνωση και δεύτερου συλλαλητηρίου στην Αθήνα; Δεν θα επιχειρήσω να εξηγήσω το γιατί. Αρκεί η διαπίστωση ότι όλα εξελίχθηκαν ομαλά, χωρίς επεισόδια, και ότι δεν επιτράπηκε στους γνωστούς-αγνώστους να μειώσουν τη σημασία της συγκέντρωσης. Θεωρώ ότι τα συλλαλητήρια είναι και θεμιτά και χρήσιμα, ιδιαίτερα όταν είναι αυθόρμητα και έχουν παλλαϊκό χαρακτήρα.

Παράλληλα ενστερνίζομαι τη γνωστή ρήση του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος τόνιζε ότι «εξωτερική πολιτική με συλλαλητήρια δεν γίνεται». Στις λατινογενείς γλώσσες η αντίστοιχη λέξη είναι «manifestation», που σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, εκδήλωση ή διαδήλωση. Δεν έχει όμως την εννοιολογική πληρότητα της ελληνικής λέξης. Κύριοι ομιλητές του συλλαλητηρίου των Αθηνών ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης και ο συνταγματολόγος – καθηγητής Γεώργιος Κασιμάτης.

Επαινέθηκε αλλά και σχολιάστηκε, για διαφορετικούς λόγους, η ιδιότυπη παρουσία αμφοτέρων στο συλλαλητήριο. Δεν στερείται σημασίας το γεγονός ότι η θυγατέρα του Γιάννη Ρίτσου, Έρη Ρίτσου, ήταν επικριτική για το άκουσμα της «Ρωμιοσύνης», που, όπως είπε, γράφτηκε για άλλες περιστάσεις. Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του κ. Κασιμάτη, ας μου συγχωρέσει ο σεβαστός καθηγητής την εξής παρατήρηση.

Από τις γνώσεις μου από την αρχαία ιστορία και ελληνική γραμματεία, που σίγουρα δεν είναι πλήρεις, δεν προκύπτει ότι στην Πνύκα, ή αλλού, παρεμβαίνανε σοφοί και φιλόσοφοι. Δεν αποκλείω να ακολουθήσουν και άλλα συλλαλητήρια μετά από αυτά της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών. Ίσως στα Γιάννενα, που το δικαιούνται, καθότι η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ολυμπιάς, ήταν Ηπειρώτισσα, από το γένος των Μολοσσών. Διαφορετικά, αν δεν συνεχιστούν οι συγκεντρώσεις, θα διερωτηθούμε, παραφράζοντας τον Καβάφη: Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς συλλαλητήρια…


Σχολιάστε εδώ