Η ενδοτική πολιτική στο θέμα των Σκοπίων δημιουργεί κακό προηγούμενο και στ’ άλλα εθνικά θέματα

Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Το μεγαλειώδες συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στην Αθήνα έστειλε ένα στεντόρειο μήνυμα της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού, πέρα από κόμματα και παρατάξεις. Ο Ελληνικός λαός εξέφρασε το αυτονόητο. Ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορεί να επικυρώσει, με τις πολιτικές της, την παραχάραξη της ιστορίας και την υφαρπαγή της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς από έναν γειτονικό λαό, που, ενάντια σε κάθε λογική και αλήθεια, παρουσιάζεται ως δήθεν «Μακεδονικός» και κληρονόμος των ενδόξων Μακεδόνων του Αλεξάνδρου. Η παραποίηση της ιστορίας φτάνει μάλιστα στο σημείο να παρουσιάζονται οι Μακεδόνες ως ένα άλλο έθνος, ανεξάρτητο δήθεν από το Ελληνικό.

Είναι γνωστό, βεβαίως, ότι ήδη από το 1918-19 άρχισε στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς μια ιδεολογική και πολιτική εκστρατεία για τη δημιουργία αυτόνομης Μακεδονίας στα εδάφη της Ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης και σε εδάφη της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Στην εκστρατεία αυτή ενεπλάκη, δυστυχώς, και το νεότευκτο τότε Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, μετά από επανειλημμένες εκκαθαρίσεις στην ηγεσία και στα στελέχη του. Η πρακτική αυτή διευκολυνόταν από το γεγονός ότι η Κομμουνιστική Διεθνής, ιδιαίτερα μετά την πλήρη επικράτηση στο μητροπολιτικό Κομμουνιστικό Κόμμα στη Σοβιετική Ένωση του Ιωσήφ Στάλιν, διαπνεόταν από την αρχή του διεθνισμού. Ο Σοβιετικός ηγέτης υπολαμβανόταν ως ο αρχηγός της παγκόσμιας επαναστάσεως. Με βάση την αρχή αυτή, εκαλείτο το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα να υποστηρίξει τη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, επικεφαλής της οποίας ο Ιωσήφ Στάλιν είχε τοποθετήσει τον Βούλγαρο έμπιστό του Δημητρόφ – ο τελευταίος ποδηγετούσε παραλλήλως το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κομμουνιστική Διεθνή διελύθη ως ένδειξη, από την πλευρά του Σοβιετικού ηγέτη προς τους Συμμάχους, ότι προτεραιότητα είχε τότε ο κοινός αντιφασιστικός αγώνας και όχι η παγκόσμια ταξική επανάσταση. Μετά το τέλος του Πολέμου και τη σταδιακή διολίσθηση στον ψυχρό Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση ανασύστησε την Κομμουνιστική Διεθνή υπό τη νέα μορφή της Cominform.

Στη νέα Κομμουνιστική Διεθνή απέκτησε αυξημένη επιρροή και πολιτική ισχύ ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης Τίτο, λόγω του μαζικού αντάρτικου που είχε οργανώσει κατά των Γερμανών στη χώρα του και λόγω γενικότερα της διεθνούς δράσεως και προβολής του. Ο ρόλος της Βουλγαρίας υποβαθμίσθηκε, λόγω της συνεργασίας της με τους Γερμανούς Ναζί. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Κροάτης Γιουγκοσλάβος ηγέτης Τίτο πήρε στα δικά του χέρια το ιδεολόγημα της «αυτόνομης Μακεδονίας» και το προσάρμοσε στα δικά του μεγαλεπήβολα σχέδια.

Πρώτον, να κατασκευάσει ένα δήθεν «Μακεδονικό» έθνος και «Μακεδονική πατρίδα», που τη διαμέλισαν τρεις άρπαγες γείτονες, η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία.

Δεύτερον, να μειώσει το βάρος της Σερβίας στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, πράγμα που θεωρούσε αναγκαίο για την ισορροπία και την ευστάθεια της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας. Με την ίδια πρωτοβουλία, αφαιρούσε επίσης από τη Βουλγαρία τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε προπολεμικά, στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο θέμα της «αυτόνομης Μακεδονίας».

Τρίτον, να διευρύνει τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία προς τη ΝΑ Ευρώπη και να αποκτήσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι φιλοδοξίες του Τίτο απέβλεπαν, σε δεύτερο στάδιο, στην ένταξη στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, που θα μετονομαζόταν αναλόγως, και άλλων χωρών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Οι φιλοδοξίες του Τίτο είναι βέβαιο ότι ενόχλησαν τον Ιωσήφ Στάλιν και πιθανότατα ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη ρήξη Στάλιν – Τίτο.

Στο πνεύμα αυτό, ο Τίτο πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, το 1944. Η πρωτοβουλία του είχε χαρακτήρα «εθνοκατασκευής». Διαμόρφωσε το ιδεολόγημα του «Μακεδονικού έθνους» και κατ’ επέκταση της «Μακεδονικής» γλώσσας και ταυτότητας.

Για όσο καιρό το ιδεολόγημα του «Μακεδονικού» έθνους και προηγουμένως της «αυτόνομης Μακεδονίας» χειραγωγούνταν από αριστερά, από την Κομμουνιστική Διεθνή και τον Τίτο της πρώτης περιόδου, οι Δυτικοί εναντιώνονταν. Είναι χαρακτηριστική από την άποψη αυτή η αντίδραση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Στετίνιους το 1944. Μετά τη δημιουργία της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από τον Τίτο, απέστειλε τηλεγράφημα σ’ όλες τις Αμερικανικές διπλωματικές αντιπροσωπείες και τις ενημέρωσε ότι η ρητορική Τίτο για δήθεν «Μακεδονικό» λαό και «Μακεδονική πατρίδα» «δεν έχει κανένα πραγματικό έρεισμα. Είναι δημαγωγία και προπέτασμα για ενέργειες κατά της Ελλάδος».

Οι γεωπολιτικές αλλαγές μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και ιδίως μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, το 1999, άλλαξαν τις γεωπολιτικές παραμέτρους και στο θέμα των Σκοπίων. Η ανεξαρτησία της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» κατέστησε ένα εσωτερικό πρόβλημα διεθνές, γιατί η ανεξαρτησία θέτει θέμα διεθνούς αναγνωρίσεως. Η αλλαγή των γεωπολιτικών συσχετισμών στα Βαλκάνια κατέστησε και το θέμα των Σκοπίων αλλά και γενικότερα το θέμα των Δυτικών Βαλκανίων μέρος του έντονου γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσίας.

Η Νατοϊκή επέμβαση το 1999 έγινε δυνατή λόγω της τραγικής καταστάσεως στην οποία είχε βρεθεί η Ρωσία επί Προεδρίας Γιέλτσιν. Η σημερινή κατάσταση είναι όμως πολύ διαφορετική. Ο ρώσος Πρόεδρος Πούτιν έχει επιτύχει την παλινόρθωση της Ρωσικής γεωπολιτικής ισχύος. Η αναβίωση του ανταγωνισμού από τη Βαλτική ως την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή θέτει εκ των πραγμάτων τα Βαλκάνια στο επίκεντρο του ίδιου ανταγωνισμού. ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Γερμανία επισπεύδουν για την ένταξη των Σκοπίων και των Δυτικών Βαλκανίων στους λεγόμενους Ευρω-Ατλαντικούς θεσμούς, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι πιέσεις στρέφονται κατά της Ελλάδος για να άρει το βέτο της έναντι συμβολικών κυρίως παραχωρήσεων των Σκοπίων και παραπομπής των υπολοίπων, που συνιστούν την ουσία του προβλήματος, στις Ελληνικές καλένδες. Η σημερινή κυβέρνηση, κωφεύοντας στα μηνύματα του Ελληνικού λαού και επικαλούμενη ως άλλοθι υποχωρήσεις προηγουμένων κυβερνήσεων, σπεύδει να δώσει το όνομα Μακεδονία ως δεύτερο συνθετικό γεωγραφικού προσδιορισμού, χωρίς μάλιστα να έχει εξασφαλίσει προηγουμένως καμιά παραχώρηση και εγγύηση για το ιδεολόγημα του δήθεν «Μακεδονικού» έθνους, το Σύνταγμα και τη γλώσσα.

Η Ελληνική πλευρά παγιδεύεται, με την παραχώρηση αυτή, σε έναν ολισθηρό δρόμο, που θα απαιτεί συνεχώς και άλλες παραχωρήσεις. Πολύ χειρότερα όμως, ακόμη δημιουργεί προηγούμενο ξένων πιέσεων για υποχωρήσεις και στα άλλα εθνικά θέματα.


Σχολιάστε εδώ