Η Ιστορία και ο πολιτισμός μιας χώρας, όπως και το έδαφός της, δεν είναι διαπραγματεύσιμα

Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η συνάντηση στη Ν. Υόρκη, στις 17 Ιανουαρίου, του διαμεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών Αμερικανού διπλωμάτη Μά­θιου Νίμιτς με τους διαπραγματευτές των Αθηνών και των Σκοπίων, κ. Αδαμάντιο Βασιλάκη και Βάσκο Ναουμόφσκι, κατέστησε σαφές το πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχειρεί ο ξένος παράγων να προωθήσει λύση στο θέμα του ονόματος των Σκοπίων. Ο Μάθιου Νίμιτς δήλωσε απροκάλυπτα, πριν ακόμη από τη συνάντηση των διαπραγματευτών, ότι η συζητούμενη «σύνθετη ονομασία» δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει το όνομα Μακεδονία. Τα ίδια επανέλαβε και μετά το τέλος των συζητήσεων, υπογραμμίζοντας ότι δεν είναι καθόλου ρεαλιστικό να προσδοκά κανείς υποχώρηση των Σκοπίων πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Προς τι τότε οι συζητήσεις; Προφανώς για την υποχώρηση της Ελληνικής πλευράς, με καθησυχαστικούς αλλά στην πραγματικότητα έωλους ισχυρισμούς ότι το θέμα είναι γεωγραφικό και ότι η επίλυσή του θα ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδος στα Βαλκάνια, «ως πυλώνα σταθερότητας» και θα κλείσει γι’ αυτήν ένα μέτωπο στο οποίο δαπανά πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο!

Στην πραγματικότητα, το θέμα δεν είναι ούτε γεωγραφικό ούτε μόνο ονοματολογίας. Από γεωγραφική άποψη, η σημερινή περιοχή των Σκοπίων ταυτίζεται κατά κύριο λόγο με την αρχαία Παιονία. Μόνο ένα μικρό μέρος της, στον Νότο, ταυτίζεται με τη Μακεδονία του Αλεξάνδρου. Η Παιονία ήταν, βεβαίως, υπό την κυριαρχία της Μακεδονίας και οι Παίονες πήραν μέρος στη μεγάλη εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ανατολή ως σύμμαχοι και μέρος της αυτοκρατορίας του.

Στις επόμενες ιστορικές περιόδους, τη Ρωμαιοκρατία, το Βυζάντιο και την Οθωμανική αυτοκρατορία, τα όρια της Μακεδονίας, ως ιδιαίτερης γεωγραφικής ενότητας, αμβλύνθηκαν. Ακόμη όμως και οι Ρωμαίοι δεν ανέκοψαν τον Ελληνισμό της ευρύτερης περιοχής, που είχε πάρει τη δυναμική του από την αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου. Οι Ρωμαίοι γενικά θεωρούσαν την Ελληνική παιδεία και την Ελληνική γλώσσα ως πρότυπο πολιτισμού και δεν επιχείρησαν να επιβάλουν με τη βία τη Λατινική γλώσσα. Εξαίρεση αποτέλεσε, στην ύστερη Αρχαιότητα, ο Διοκλητιανός, ο οποίος όμως αναγκάσθηκε από τα πράγματα να εγκαταλείψει γρήγορα την προσπάθειά του. Ειδικότερα οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες σεμνύνονταν να έχουν ως αξεπέραστο πρότυπό τους τον Μέγα Αλέξανδρο.

Όταν η χριστιανική αυτοκρατορική ιδέα επικράτησε στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και εξελίχθηκε σταδιακά στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, κυρίαρχη γλώσσα στην Ανατολή παρέμειναν τα Ελληνικά. Σ’ αυτά είχαν γραφεί τα τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων. Τα Ελληνικά δεν κυριάρχησαν, βεβαίως, στην Ανατολή μόνο για τον λόγο αυτό αλλά και διότι το μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμών στην Ανατολική αυτοκρατορία ήταν Ελληνικοί ή μιλούσαν Ελληνικά.

Η εγκατάσταση ξένων πληθυσμών στα Βαλκάνια ήρθε μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Δεν δικαιολογείται, επομένως, καμιά σύγχυση γύρω από τα όρια της ιστορικής Μακεδονίας του Αλεξάνδρου, με επίκληση μεταγενεστέρων ιστορικών περιόδων. Ακόμη και κατά την Οθωμανική περίοδο η περιοχή των Σκοπίων καταγράφεται ως Bardaska, περιοχή δηλαδή του Βαρδάρη. Αυτήν την ονομασία είχε και στο πλαίσιο της Σερβίας, μέχρι την προπολεμική περίοδο.

Το «Μακεδονικό» ανέκυψε στη σύγχρονη περίοδο, ως συνέπεια της αποσυνθέσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ως αποτέλεσμα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών κρατών που δημιουργήθηκαν στα Βαλκάνια, με καταλύτη και αφετηρία την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Η «εφεύρεση» του Μακεδονικού έθνους από τον Στρατάρχη Τίτο ήταν ένας στρατηγικός ελιγμός του Γιουγκοσλάβου ηγέτη για να δημιουργήσει ένα πολιτικό όχημα που θα ξεμπρόστιαζε τους ανταγωνιστές Βουλγάρους και θα βοηθούσε στην προώθηση του μεγαλεπήβολου στόχου της δημιουργίας μιας μεγάλης Βαλκανικής Ομοσπονδίας, από την Αδριατική ως τη Μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο, μ’ επικεφαλής τον Στρατάρχη Τίτο. Το σχέδιο αυτό ήταν ένας από τους λόγους που τον έφεραν σε σύγκρουση με τον Ιωσήφ Στάλιν. Ο τελευταίος υπελάμβανε τον εαυτό του ως αδιαμφισβήτητο ηγέτη της Παγκόσμιας Σοσιαλιστικής Επαναστάσεως και δεν ανεχόταν ανταγωνιστικές πρωτοβουλίες της κλίμακας αυτής.

Ο Στρατάρχης Τίτο, με το κύρος, με το οποίο ανέτειλε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησε στην πρώην Bardaska, που ήταν μέρος της Σερβίας, τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Οι Σέρβοι εθνικιστές αντέδρασαν στη δημιουργία της γιατί είδαν σ’ αυτήν ένα σχέδιο για τη μείωση του βάρους της Σερβίας στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Υπερίσχυσε όμως, η θέληση του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, γιατί αντιπροσώπευε μέσα στο νέο μεταπολεμικό σκηνικό την κυρίαρχη πολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα.

Θέτουν πολλοί το ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα δέχθηκε τη λαθροχειρία του Τίτο και συνεργάσθηκε με τη Γιουγκοσλαβία των έξι Δημοκρατιών, μια από τις οποίες ήταν η Δημοκρατία της Μακεδονίας, επί 50 περίπου χρόνια; Η απάντηση είναι απλή. Η Ελλάδα συνεργαζόταν με την Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας. Δεν ετίθετο θέμα αναγνωρίσεως της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Κατά δεύτερο λόγο, ο Αμερικανικός παράγων, ο οποίος διεδραμάτιζε κυρίαρχο ρόλο στα Ελληνικά πράγματα, λόγω Εμφυλίου και λόγω ΝΑΤΟ, απέτρεψε, με έντονες πιέσεις, την Ελλάδα να δημιουργήσει θέμα και να περιπλέξει τη Δυτική συνεργασία με τη Γιουγκοσλαβία. Είχε επέλθει ήδη η ρήξη στις σχέσεις Τίτο-Στάλιν και τόσο οι Δυτικοί όσο και ο Τίτο ήθελαν ένα ανοικτό παράθυρο της Γιουγκοσλαβίας προς τη Δύση και το ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτό υπεγράφη και το λεγόμενο Βαλκανικό Σύμφωνο μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδος και Τουρκίας. Τα πράγματα άλλαξαν καταλυτικά μετά τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Στρατάρχης Τίτο για τη διαδοχή του και αργότερα με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Μια από τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Τίτο ήταν η εκ περιτροπής Προεδρία της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας από τους ηγέτες των έξι Δημοκρατιών και το δικαίωμα αναπτύξεως διεθνών σχέσεων από την κάθε Δημοκρατία.

Η μεταρρύθμιση αυτή επιτάχυνε την υποβόσκουσα εσωτερική κρίση και συνέβαλε εμμέσως στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η τελευταία είχε ήδη καταστεί στόχος του ξένου παράγοντα για τη δημιουργία ενός νέου γεωπολιτικού σκηνικού στα Βαλκάνια.

Η σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή έχει ως σκοπό να καταδείξει ότι το θέμα των Σκοπίων δεν είναι απλώς θέμα ονοματολογίας. Πίσω από το όνομα κρύβεται το ιδεολόγημα του δήθεν Μακεδονικού έθνους. Παραδοχή από την Ελλάδα ότι μπορεί και η περιοχή αυτή να φέρει ως κράτος το ίδιο όνομα, με υπόβαθρο την ιδέα του δήθεν Μακεδονικού έθνους, θα ήταν ολέθριο ολίσθημα της Ελληνικής πλευράς. Καμιά χώρα δεν μπορεί να διαπραγματεύεται το έδαφός της αλλά και την ιστορία και τον πολιτισμό της.


Σχολιάστε εδώ