Περί καθαρής εξόδου

 

Αφήνοντας κατά μέρος τις γνωστές ρητορείες των πολιτικών κομμάτων, που, απλά, το καθένα από αυτά διατυπώνει με σκόπιμη υπερβολή και με μοναδικό σκοπό να θιγούν τα υπόλοιπα, ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τι σημαίνει εν τοις πράγμασι αυτό που στον δημόσιο διάλογο ονομάστηκε «καθαρή έξοδος». Συγκεκριμένα:

1. Σύμφωνα με ό,τι ισχύει στην ΕΕ, μια χώρα βρίσκεται κάτω από αυστηρή επιτήρηση ώσπου να εξοφλήσει το 75% του δημόσιου χρέους που έχει δοθεί από τα κράτη-μέλη της Ευρω­ζώνης (δάνεια EFSF και ESM). Σήμερα αυτό ανέρχεται περίπου σε 240 δισ. ευρώ (χωρίς την ανακεφαλαιοποίηση των τόκων της χαριστικής περιόδου). Το πώς θα πραγματοποιηθεί αυτού του είδους η επιτήρηση σαφώς έχει σχέση με τον τρόπο που θα διευθετηθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος. Η απαίτηση για πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και κοντά στο 2,2%-2,4% του ΑΕΠ για αρκετά έτη στη συνέχεια) αποτελεί σίγουρα βασική μορ­φή επιτήρησης. Όμως η απαίτηση αυτή βρίσκεται πάντα υπό την αίρεση του τρό­που που μια κυβέρνηση θα επιδιώξει να τα επιτύχει μετά το 2022. Συνεπώς δεν γνωρίζου­με ακόμη αν η απαίτηση για επίτευξη αυτών των πλεονασμάτων θα πραγματοποιηθεί δίνοντας βαθμούς ελευθερίας στην κυβέρνηση να επιλέξει τα μέσα και τους τρόπους ή θα τις επι­βληθούν συγκεκριμένα μέσα και τρόποι.

2. Η Ελλάδα έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις μέχρι το 2022. Θα πρέπει να επιτύχει εκτός των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% και μείωση των κρατικών δαπανών ύψους 2%, η οποία θα πρέπει να προέλθει από τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης (1% του ΑΕΠ το 2019) και της μείωσης του αφορολόγητου (1% του ΑΕΠ το 2020).

3. Η Ελλάδα, με απλά λόγια, έχει πρόβλημα χρέους, γεγονός που επιβάλλει διαφορετική αντιμετώπιση από τους δανειστές σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από τα αντίστοιχα Μνημόνια. Σε αυτόν τον λόγο συνίσταται η αυστηρή εποπτεία της χώρας, η οποία πιθανότατα θα γίνεται με διαδικασίες tailor made, ειδικά για την Ελλάδα, μέσω μιας υπό όρους σταδιακής εφαρμογής της ρύθμισης του δημοσίου χρέους. Σχεδιάζεται να γίνει με προϋποθέσεις τη διατήρηση όσων μεταρ­ρυθμίσεων έχουν γίνει, την υλοποίηση ενός μακρόχρονου μεταρρυθμιστικού προγράμματος που θα καταρτισθεί σε συνεννόηση με τους δανειστές και τη συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

4. Εφόσον λοιπόν η επιτήρηση, όπως περιγράψαμε παραπάνω, είναι δεδομένη, αλλά για την ώρα λείπουν οι λεπτομέρειες, η καθαρή έξοδος περιορίζεται στο να μπορέσει η Ελλάδα να χρηματοδοτήσει τις μελλοντικές της υποχρεώσεις μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών, χωρίς την ύπαρξη, π.χ., προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής (που επιβάλλει νέους όρους και απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη των Κοινοβουλίων των δανειστών). Δεν γνωρίζουμε αν θα της προταθεί (προτάθηκε μέχρι τώρα από την ΕΚΤ), παρότι κάτι τέτοιο προ­τάθηκε στις υπόλοιπες χώρες (Πορτογαλία και Κύπρο) που εξήλθαν από τα αντίστοιχα Μνημόνια. Όμως ήδη γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, διά στόματος πρωθυπουργού, επομένως δεν υπάρχει θέμα συζήτησης, όπως άλλωστε συνέβη και στις δύο προαναφερόμενες χώρες: Και οι δύο αρνήθηκαν την πρόταση για προληπτική γραμμή.

5. Επομένως τα βασικά ερωτήματα συνίστανται στην ανάδειξη, κατ’ αρχάς, των προβλημάτων που θα ανακύψουν από τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτά (απλά τα περιγράφουμε) είναι:

Η τιμολόγηση εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών αγορών του κόστους δανεισμού των νέων εκδόσεων χρέους της Ελλάδος.

Αρνητική συμβολή ή μη ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, δεδομένου ότι βρίσκονται σε μη επιλέξιμη βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας (έξι βαθμίδες κάτω από την απαιτούμενη). Σημειωτέον ότι η Πορτογαλία είχε αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας (από τον οίκο DBRS) από τις 24/5/2014 και εντάχθηκε στο πρόγραμ­μα ποσοτικής χαλάρωσης με σημα­ντικότατη μείωση του κόστους δανεισμού. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες αναλύσεις, η Ελλάδα χρειάζεται, με την προϋπόθεση να συνεχισθεί η κανονικότητα, περίπου 24-36 μήνες για να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα από τους οί­κους αξιολόγησης. Βεβαίως, μέχρι το 2022 οι χρηματοδοτικές ανάγκες είναι περιορισμένες και τα διαπραγματεύσιμα ελληνικά ομόλογα αποτελούν μικρό ποσοστό του συνολικού χρέους.

6. Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα να αντιμετωπίσει το τραπεζικό σύστημα. Ως γνωστόν, η ΕΚΤ αποδέχεται μόνον χρεόγραφα αξιολογημένα ως «επενδύσιμα». Εξαίρεση αποτελούν οι χώρες που ακολουθούν πρόγραμμα στήριξης. Χωρίς πιστοληπτική διαβάθμιση και χωρίς πρόγραμμα στήριξης, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα έχουν πρόσβαση στη φθηνή ρευστότητα της ΕΚΤ και πρέπει να στραφούν στις αγορές ή στον ELA – αμφότερα πολύ ακριβότερα.

7. Αντί για νέα πιστοληπτική γραμμή, έχει συμφω­νηθεί (ήδη από τον περασμένο Ιούνιο) να μας δοθούν 9 δισ. ευρώ εκ των προτέρων, από τα αδιάθετα κεφάλαια του τρίτου Μνημονίου, που μαζί με τα 6-7 δισ. που αναμένεται να αντλήσουμε από τις αγορές το πρώτο εξάμηνο φέτος θα αποτελέσουν έναν κουμπαρά, ένα μαξιλάρι ασφαλείας 16 δισ., που καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες μας έως το τέλος του 2019, για κάθε ενδεχόμενο.


Σχολιάστε εδώ