Ουδέν κακόν αμιγές καλού και αντιστρόφως

Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Η επίσημη επίσκεψη του τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα

Yποθέτω ότι ο κ. Ερντογάν, λόγω του γνωστού ταμπεραμέντου του και της υπεροψίας που τον διακρίνει, πολύ θα ήθελε να μιμηθεί τον Ιούλιο Καίσαρα, με το περίφημο μήνυμά του στη Ρώμη «Veni, Vidi, Vinci» («ήλθα, είδα, ενίκησα»). Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Κατ’ αρχάς, η διήμερη επίσκεψη που πραγματοποίησε (7-8 Δεκεμβρίου) στην Ελλάδα αποσκοπούσε σε κάτι διαφορετικό. Στην προώθηση των διμερών ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και στην έξοδο της Τουρκίας από την απομόνωση στην οποία έχει περιέλθει, ιδιαίτερα όσον αφορά τις σχέσεις της με τη Δύση.

Η κάπως απρόσμενη πρόσκληση που του απηύθυνε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας να επισκεφθεί επισήμως την Ελλάδα αιφνιδίασε το ευρύ κοινό και εκφράσθηκαν πολλές επιφυλάξεις ακόμη και από πολιτικές παρατάξεις. Ασφαλώς όχι από κάποια προκατάληψη έναντι του τούρκου Προέδρου αλλά λόγω της συμπεριφοράς και στάσης που τηρεί η Τουρκία, την οποία ο κ. Ερντογάν -αυτήν τη χρονική περίοδο- εκπροσωπεί και ενσαρκώνει, προς τη χώρα μας. Προς τεκμηρίωση, αξίζει μια συνοπτική απαρίθμηση των κυριοτέρων γεγονότων που έχουν επηρεάσει και επηρεάζουν δυσμενώς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που αρκετοί ξένοι τείνουν, αφελώς και αβασάνιστα, να τις αποδίδουν σε ιστορικούς, κυρίως, λόγους.

Το 1955 η τότε τουρκική κυβέρνηση, με αφορμή τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά του αποικιοκρατικού καθεστώτος της Μ. Βρετανίας, στον οποίο οι Τουρκοκύπριοι δεν συμμετείχαν, προκάλεσε pogrom κατά των Ελλήνων της Πόλης, αναγκάζοντας σε έξοδο εκατό χιλιάδες περίπου ομογενείς, παραβιάζοντας βάναυσα τη Συνθήκη της Λωζάννης σε σχέση και με τον μουσουλμανικό πληθυσμό στη Θράκη. Είκοσι χρόνια μετά, ακολούθησε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η κατάληψη του 1/3 περίπου της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τα στρατεύματα κατοχής να εξακολουθούν να παραμένουν, παρά τις επανειλημμένες καταδικαστικές αποφάσεις του ΣΑ του ΟΗΕ.

Έκτοτε χρονολογούνται όλες σχεδόν οι παραβατικές συμπεριφορές της Άγκυρας, με συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου και θαλασσίου χώρου στο Αιγαίο, με παράλογες και παράνομες αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, με την απειλή πολέμου (casus belli), και μάλιστα με απόφαση της Τουρκικής Βουλής, σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει, όπως δικαιούται, βάσει του διεθνούς δικαίου, τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Να προστεθεί και η επιδίωξη δημιουργίας μειονοτικού ζητήματος στη Θράκη, χαρακτηρίζοντας τη μουσουλμανική μειονότητα, που συμπεριλαμβάνει και Πομάκους και Ρομά, συλλήβδην τουρκική. Αποκορύφωμα η έγερση θέματος, από τον ίδιο τον τούρκο Πρόεδρο, αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του συνοριακού καθεστώτος Ελλάδας – Τουρκίας αλλά και για ολόκληρο τον χώρο και τα κράτη της Μ. Ανατολής.

Κάτω από αυτό το βαρύ πολιτικό κλίμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, η αναγγελία της πρόσκλησης προς τον κ. Ερντογάν προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, αμηχανία και επιφυλάξεις ως προς τη σκοπιμότητα και τη χρησιμότητά της. Οι επιφυλάξεις αυξήθηκαν έτι περισσότερο μετά και τη συνέντευξη που παρεχώρησε ο κ. Ερντογάν σε γνωστό έλληνα δημοσιογράφο, ο οποίος του έθεσε καίρια ερωτήματα, μεταξύ των οποίων και για τις δηλώσεις του περί αναθεωρήσεως της Συνθήκης της Λωζάννης, που ο τούρκος Πρόεδρος επιβεβαίωσε. Αμέσως πολλοί διερωτήθηκαν αν έπρεπε να αναβληθεί ή και να ακυρωθεί η πρόσκληση προς τον κ. Ερντογάν. Αντίδραση περισσότερο παρορμητική και οπωσδήποτε εσφαλμένη. Απάντηση δόθηκε επισήμως και δημόσια και από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο, με εμπεριστατωμένες και επιστημονικά θεμελιωμένες θέσεις.

«Οι διεθνείς συνθήκες», τόνισε, «ερμηνεύονται και δεν αναθεωρούνται». Προβλέπεται δε ρητώς από τη Σύμβαση της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, που ορίζει (άρθρο 62) ότι ακόμα και η ριζική μεταβολή των περιστάσεων (ρήτρα Rebus sic stantibus) δεν μπορεί να επικληθεί ως λόγος λήξης ή τροποποίησης μιας διεθνούς συνθήκης, αν η συνθήκη αφορά τον προσδιορισμό συνόρων… Ο κ. Ερντογάν εισέπραξε, επίσης, άμεσες αντιδράσεις από ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία και άλλες χώρες, οι οποίες συντάχθηκαν με τις θέσεις του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, γεγονός που τον ανά­γκασε στη συνέχεια να κάνει χρήση του όρου «επικαιροποίηση», αντί αναθεώρησης της Συνθήκης.

Η επίσημη επίσκεψη του κ. Ερ­ντογάν αποσκοπούσε πρωτίστως στην προώθηση των διμερών σχέσεων και σε έναν διάλογο εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών, που, όπως τόνισε ο έλληνας πρωθυπουργός, τις ενώνουν περισσότερα από όσα τις χωρίζουν. Από τα λίγα που έγιναν γνωστά μετά την τετ α τετ συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν, φαίνεται να συμφωνήθηκε περαιτέρω ανάπτυξη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), χωρίς να διευκρινιστεί το είδος και το περιεχόμενο, όπως και η συνέχιση των διερευνητικών διαπραγματεύσεων που έχουν διακοπεί από διετίας και αφορούν κυρίως την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Ουδέν έτερον;

Μερικές ακόμα σκέψεις και παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά τον ρόλο μεσάζοντος ή γέφυρας της Ελλάδας για αποκατάσταση των σχέσεων Τουρκίας – Δύσης. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, απευθυνόμενος προς τον τούρκο ομόλογό του, είπε ότι «είμαστε έτοιμοι να γίνουμε η πόρτα και το παράθυρο της Τουρκίας προς την ΕΕ». Πρόκειται για μια ευγενή και φιλική χειρονομία προς τη γείτονα χώρα, που συγχρόνως εκφράζει και πολιτικές θέσεις. Η Ελλάδα, όπως και πολλές δυτικές χώρες, θέλει η Τουρκία να έχει μια ευρωπαϊκή προοπτική και όχι να απομακρυνθεί από αυτή. Είναι μια σωστή προσέγγιση και εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων. Αρκεί όμως να το επιθυμεί και η ίδια η Τουρκία και υπό την προϋπόθεση της τήρησης και πλήρωσης των κριτηρίων της Κοπεγχάγης. Ας μην προτρέχουμε όμως και κυρίως να μην αυτοπροσφερόμεθα. Την υποστήριξη και μεσολάβησή μας να μας τη ζητήσουν οι ίδιοι. Η αυτοπροσφορά είναι ένα σφάλμα που επαναλαμβάνεται από τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες από χρόνια. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της επίσκεψης του κ. Ερντογάν θα φανούν και θα κριθούν από τη συμπεριφορά της Αγκύρας, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Προς το παρόν, ισχύει η αρχαία ελληνική ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού», και το αντίστροφο.


Σχολιάστε εδώ