Το μήνυμα του Προκόπη Παυλόπουλου προς τον Ταγίπ Ερντογάν για το Κυπριακό

Το μήνυμα του Προκόπη Παυλόπουλου προς τον Ταγίπ Ερντογάν για το Κυπριακό

Την περασμένη Τετάρτη, 22 Νοεμβρίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος αναγορεύθηκε σε Επίτιμο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διόλου τυχαίο -εν όψει της εκκρεμούς ακόμη επίσκεψης του τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν- ότι επέλεξε ως θέμα της ομιλίας του στην εν λόγω τιμητική εκδήλωση την έννοια της κυριαρχίας κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο. Με τον τρόπο αυτό έστειλε προκαταβολικώς μήνυμα στον Ταγίπ Ερντογάν για τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να λυθεί το Κυπριακό, έτσι ώστε η λύση να μην παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο. Επισημαίνεται ότι η θέση αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι και θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως υποστηρίχθηκε από τον εκπρόσωπό της, αντιπρόεδρο Φραντς Τίμερμανς, κατά τη δεύτερη συνά­ντηση για το Κυπριακό στη Γενεύη.

Παραθέτουμε αυτούσιο το κυριότερο απόσπασμα της ομιλίας του Προκόπη Παυλόπουλου:
«Αυτονόητη προϋπόθεση ευθύνης κράτους-μέλους για παραβάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου είναι ο καταλογισμός των επίμαχων πράξεων και παραλείψεων σε όργανά του. Αν η παραβίαση των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου δεν έχει προκληθεί από όργανα κράτους-μέλους, δεν θεμελιώνεται αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης και τίθεται απλώς ζήτημα μη αποτελεσματικής εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου. Ειδικά για την περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην παρούσα μεταβατική κατ’ ανάγκην περίοδο, είναι νοητή προσβολή του ευρωπαϊκού δικαίου, που δεν μπορεί να καταλογισθεί στα όργανά της, καθώς ισχύει το ιδιόμορφο καθεστώς να έχει μεν ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση ολόκληρη η επικράτειά της, σύμφωνα όμως με το Πρωτόκολλο 10 της πράξης προσχώρησης: ‘Η εφαρμογή του κεκτημένου αναστέλλεται στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο’’. Άλλωστε, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας αναγνωρίζονται, από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου, ως οι μόνες αρμόδιες για την εκτέλεσή του.

Ι. Μάλιστα, η νομολογία του ΔΕΕ, ερμηνεύοντας το Πρωτόκολλο 10 στην υπόθεση που αφορούσε ακίνητο Ελληνοκυπρίου, ευρισκόμενο στο βόρειο τμήμα της Νήσου (ΔΕΕ υποθ.C-420/07 – Αποστολίδης κατά Orams), συνέδεσε ευθέως την έννοια της άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου εκ μέρους της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την εισβολή και παραμονή αλλοδαπής στρατιωτικής δύναμης στην περιοχή: ‘‘Το ακίνητο βρίσκεται στη Λάπηθο της Επαρχίας Κυρηνείας, η οποία περιλαμβάνεται στο βόρειο τμήμα. Ανήκε στην οικογένεια του Μ. Αποστολίδη, η οποία και το κατείχε πριν από την εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο το 1974. Ανήκουσα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οικογένεια του Μ. Αποστολίδη αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την κατοικία της και εγκαταστάθηκε στο τμήμα της Νήσου που ελέγχεται πράγματι από την κυπριακή κυβέρνηση’’ (σκ. 18).

Η έννοια του αποτελεσματικού ελέγχου, όπως αναφέρεται στο Πρωτόκολλο 10, συναρτάται ευθέως με την έννοια της ‘‘κυριαρχίας’’, αποτελώντας έκφανση της άσκησής της (βλ. τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ J. Kokott, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, στην υπόθεση C-420/07, σκ. 99: ‘‘Δεν είναι δυνατόν επί του παρόντος να γίνει εκτέλεση στην Κύπρο, διότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν δύναται ν’ ασκήσει κυριαρχία στην περιοχή όπου κείται το εν λόγω ακίνητο’’. Ωστόσο, κρίθηκε ότι η κατά τ’ ανωτέρω αναστολή της εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις οποίες η κυβέρνηση του ως άνω κράτους-μέλους δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, ‘‘δεν εμποδίζει την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου και συγκεκριμένα του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, επί απόφασης η οποία εκδόθηκε από κυπριακό δικαστήριο, εδρεύον στο τμήμα της Νήσου το οποίο ελέγχεται πράγματι από την κυπριακή Κυβέρνηση, αλλ’ αφορά ακίνητο το οποίο κείται στις εν λόγω περιοχές. Περαιτέρω, το γεγονός ότι απόφαση που εξέδωσαν τα δικαστήρια ενός κράτους-μέλους σχετικά με ακίνητο, που κείται σε περιοχή του κράτους-μέλους αυτού, στην οποία η κυβέρνηση του εν λόγω κράτους-μέλους δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, δεν μπορεί στην πράξη να εκτελεσθεί στον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο, δεν συνιστά λόγο άρνησης αναγνώρισης ή εκτέλεσης ούτε συνεπάγεται ότι η απόφαση αυτή δεν είναι εκτελεστή’’ (σκ. 39, 71). Η κατά τ’ ανωτέρω ανάγκη εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου και σε υποθέσεις που αναφέρονται στο βόρειο τμήμα της Νήσου ερείδεται στη σκέψη ότι στο Πρωτόκολλο 10 «γίνεται λόγος περί αναστολής του κεκτημένου στην περιοχή αυτή και όχι όσον αφορά την περιοχή αυτή» (Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ J. Kokott, όπ. παρ.).

ΙΙ. Επομένως, από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου, το status quo συνιστά μια στρεβλή κατάσταση που μπορεί να εμποδίσει την αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου, καθώς οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκούν «αποτελεσματικό έλεγχο» στο βόρειο τμήμα της Νήσου και οι αποφάσεις δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορούν να εκτελεσθούν στον τόπο αυτό, με συνέπεια να γεννάται η αναγκαιότητα εκτέλεσής τους σε άλλα κράτη-μέλη. Συνακόλουθα, επειδή αντίστοιχη δυνατότητα «καταφυγής» σ’ άλλο κράτος-μέλος per definitionem δεν υφίσταται στο πλαίσιο της αξίωσης αποζημίωσης κατά κράτους-μέλους για παραβάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου, και προκειμένου να μην τίθενται εμπόδια στην αποτελεσματική εφαρμογή του δια της παγίωσης της προαναφερόμενης στρεβλότητας, επέκταση της εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου και στο βόρειο τμήμα της Νήσου νοείται μόνο σε περίπτωση ανάκτησης του αποτελεσματικού ελέγχου όλης της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι, πρώτον, θα είναι θεωρητικώς και πρακτικώς δυνατό να προκληθούν παραβάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου εντός της επικράτειας κράτους-μέλους, που δεν θα μπορούν να καταλογισθούν σε όργανά του και οι θιγόμενοι να στερηθούν έτσι της, θεμελιώδους για το ευρωπαϊκό δίκαιο, αξίωσης αποζημίωσής τους. Και, δεύτερον, αλλά και γενικότερα, ένα κράτος-μέλος που προσκρούει σ’ εμπόδια κατά την άσκηση της κυριαρχίας του και δεν έχει τον αποτελεσματικό έλεγχο της επικράτειάς του αντιστοίχως κινδυνεύει να μην μπορεί να θεσπίσει, στο πλαίσιο της ‘‘διαδικαστικής του αυτονομίας’’ (‘‘procedural autonomy of EU member states’’, ‘‘Verfahrensautonomie der Mitgliedstaaten’’), όλα τ’ απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου. Η οποία εφαρμογή είναι θεμελιώδης υποχρέωσή του, κατά τις διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου, πρωτογενούς αλλά και παραγώγου.

ΙΙΙ. Από τ’ ανωτέρω λοιπόν συνάγεται ότι, παρότι δεν είναι δυνατόν, για λόγους κατανομής αρμοδιοτήτων, οι διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου να επιβάλλουν ρητώς και ευθέως οτιδήποτε εμπίπτει στον τομέα της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ασφάλειας των κρατών-μελών, το πνεύμα του ευρωπαϊκού δικαίου ευνοεί –και, εντέλει, κατ’ αποτέλεσμα επιβάλλει- τον μέγιστο δυνατό έλεγχο της επικράτειάς τους από τα ίδια στο πλαίσιο της κυριαρχίας τους, ως προϋπόθεση της αποτελεσματικής, ουσιαστικής και ομοιόμορφης εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου από τα κράτη-μέλη, εντός του πεδίου της διαδικαστικής τους αυτονομίας.

Α. Αυτό έχει ως συνέπεια πως οτιδήποτε εμποδίζει τα κράτη-μέλη να εκπληρώσουν αυτήν τη θεμελιώδη υποχρέωση εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου στο σύνολο της επικράτειάς τους είναι ευθέως αντίθετο προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, αρχής γενομένης από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 Συνθ. ΕΕ.
Υπό τα δεδομένα αυτά, λοιπόν, περιορισμοί της κυριαρχίας -π.χ. της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της διαιώνισης παραμονής στρατευμάτων κατοχής στην επικράτειά της καθώς και μέσω της συνέχισης ύπαρξης εγγυητριών δυνάμεων και δη τρίτων σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση- πλήττουν ευθέως τον πυρήνα του ευρωπαϊκού δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου.

Β. Το δε γεγονός ότι σήμερα υπάρχει αυτό το ‘‘υβριδικό’’ σύστημα εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου δεν αποτελεί, κατ’ ουδένα τρόπο, επιχείρημα υπέρ μιας, ενδεχομένως, αντίθετης άποψης. Και τούτο διότι, όπως είναι πρόδηλο, το σύστημα αυτό δημιουργήθηκε επειδή ακριβώς η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό καθεστώς τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων και εγγυητριών δυνάμεων. Και δημιουργήθηκε, αυτονοήτως, ως καθαρώς μεταβατικό. Κατά λογική λοιπόν ακολουθία, το μεταβατικό αυτό καθεστώς δεν είναι νοητό -ως μη συμβατό με το ευρωπαϊκό δίκαιο- μετά την επίλυση του Κυπριακού και την πλήρη επέκταση εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ολόκληρη την επικράτειά της.

Γ. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαιώνιση του μεταβατικού καθεστώτος στην Κύπρο, υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, θα δημιουργούσε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο για κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφού, σε περίπτωση εισβολής σε αυτό εκ μέρους οιουδήποτε τρίτου κράτους, το τελευταίο θα μπορούσε να επικαλεσθεί το προηγούμενο της Κύπρου για να θεμελιώσει ‘‘δικαιώματα’’ παραμονής στρατευμάτων και εγγυήσεων σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».


Σχολιάστε εδώ