Κάτι μέρες σαν κι αυτή…

Πέρασαν ολόκληρα 77 χρόνια από εκείνο το πρωί της Δευτέρας, που οι Αθηναίοι ξυπνούσαν από το απαίσιο στρίγκλισμα των σειρήνων. Δεν ξέρω πόσοι ζούνε από εκείνο το σπαρακτικό πρωινό, που -παιδιά τότε εμείς- πεταχτήκαμε φοβισμένα από το κρεβάτι. Σε όλους εκείνους, πάντως, που έζησαν την ανεπανάληπτη 28η Οκτωβρίου του ‘40, αλλά και στα παιδιά εκείνων που γεννήθηκαν αργότερα, σε χρόνια ειρηνικά, ας μου επιτραπεί να αφιερώσω την παρούσα εξιστόρηση, με σκόρπιες εικόνες από την πρώτη ημέρα του πολέμου, όταν αποχαιρετίσαμε την ανέμελη έως τότε ζωή.

Το Σάββατο 26 Οκτωβρίου, εορτή του Αγίου Δημητρίου, τα σχολεία είχαν -τότε- αργία.
Εγώ ήμουν μαθητής της 3ης Οκταταξίου Γυμνασίου και -κατά μία ολέθρια συνήθεια των φρέρηδων- κάθε αργία μας παραφόρτωναν μαθήματα να ετοιμάσουμε στο σπίτι. Έγραφα το «devoir» μου και έστηνα αφτί για να ακούσω κάτι περίεργα που κουβέντιαζαν οι μεγάλοι, πως «ξεσάλωσαν οι Ιταλοί» και πως «σίγουρα μας πάνε για πόλεμο». Και η γιαγιά μου, που ήταν πολύ θρήσκα, μονολογούσε: «Ο Θεός να βάλει το χέρι του!».

Το απόγευμα της άλλης ημέρας, 27 Οκτωβρίου, πήγαμε με τη μάνα μου επίσκεψη στο Παλαιό Ηράκλειο, σε μια φίλη της, την κ. Δήμητρα, που γιόρταζε την προηγούμενη. Στο απομονωμένο Παλαιό Ηράκλειο μοναδικά κτίσματα ήσαν τότε μια καθολική εκκλησία, η έπαυλη Φιξ, και το σπίτι της κ. Δήμητρας, περιστοιχισμένο στην ακατοίκητη εκείνη περιοχή από μπόλικα γαϊδουράγκαθα και τσουκνίδες από το καλοκαίρι. Φεύγοντας είχε σκοτεινιάσει. Αντιαεροπορικοί προβολείς είχαν περιζώσει την Αθήνα μ’ ένα φωτεινό δακτυλίδι, που έκαναν την πρωτεύουσα να φαντάζει σαν πόλη εφιαλτική. Ένας φραγκόπαπας στη στάση του λεωφορείου ανέπτυσσε, χειρονομώντας σε δύο-τρεις, που περίμεναν επίσης το λεωφορείο, πόσο επικίνδυνη είναι για πόλεμο η σημερινή βραδιά. Σπίτι, στην προσευχή μου, παρακάλεσα τον Θεό να μας φυλάει από τους κακούς Ιταλούς… Το πρωί με ξύπνησαν οι σειρήνες… Ο πόλεμος είχε έρθει!

Ο κόσμος στις γειτονιές είχε βγει κουβεντιάζοντας με οργή στους δρόμους και ένα τεράστιο «ΓΙΑΤΙ» κυριαρχούσε στις συνομιλίες. Γιατί οι Ιταλοί μας κηρύσσουν τον πόλεμο; Τι τους έχουμε φταίξει; Σε τι τους πειράξαμε; Και τώρα, θα αντέξουμε να πολεμήσουμε μιαν αυτοκρατορία μονάχοι μας; Όσοι άντρες ήταν στρατεύσιμοι, πήγαν στη στρατολογία να μάθουν πού θα παρουσιαστούνε και τα παιδιά της ΕΟΝ φόρεσαν τη στολή τους και τράβηξαν να προσφέρουν υπηρεσία στην παθητική αεράμυνα.
Μόνον μιας γριάς ο πατέρας, που πολέμησε με τον βασιλιά στους Βαλκανικούς, έλεγε πως θα πάει εθελοντής να πολεμήσει τους φρατέλους… Κι ας τον έτρωγε το μαύρο σαράκι. Για τη στρατολογία τράβηξε, αξημέρωτα, με το φύλλο πορείας στο χέρι, κι ο πατέρας.

Φορτωμένος την πέτσινη σάκα μου, ξεκίνησα με τον παππού μου για το σχολείο. Η βαριά ξύλινη πόρτα του ήταν κλειστή. Ο πόλεμος έκλεισε και τα σχολεία. Καθώς τα λεωφορεία έφερναν επιβάτες στο κέντρο, αμέσως σχημάτιζαν ομάδες που το έριχναν σε οργισμένο κουβεντολόι. Ήταν σαν κανένας να μη δούλευε σήμερα.

Άλλοι σχολίαζαν την επίθεση των Ιταλών στην Ελλάδα, τον αδικαιολόγητο τορπιλισμό της «Έλλης» και τη φιλία του Μουσολίνι στο καθεστώς της Αθήνας, ενώ άλλοι σχημάτιζαν θορυβώδεις διαδηλώσεις. Είχαν σπάσει την Casa d’ Italia στην Πατησίων, την αεροπορική εταιρεία Ala Littoria στο Σύνταγμα, στην οδό Σταδίου, και όπου συναντούσαν φίρμα ιταλική, την έκαναν γυαλιά-καρφιά. Πήγαμε σ’ ένα χαρτοπωλείο και αγοράσαμε για τη νυχτερινή συσκότιση μπλε κόλλες, σαν εκείνες που ντύναμε βιβλία και τετράδια. Αγοράσαμε και ταινίες χάρτινες, αλειμμένες με κόλλα, τις λεγόμενες «papiers gommees», να κολλήσουμε χιαστί στα τζάμια, ώστε αν σπάσουν σε βομβαρδισμό να μη μας τραυματίσουν. Γύρω στις 11 το πρωί σημειώθηκε ο πρώτος συναγερμός. Δεν φόβισε ιδιαίτερα τους Αθηναίους, που έτρεξαν να καλυφθούνε σε μέρη ασφαλή, ενώ τραμ και λεωφορεία σταμάτησαν όπου βρίσκονταν, σύμφωνα με τις διαταγές της αεράμυνας. Ευτυχώς, ο πρώτος αυτός συναγερμός δεν είχε συνέπειες και κράτησε πολύ λίγο, η δε έλλειψη βομβαρδισμών κατά βάθος… απογοήτευσε τους Αθηναίους, που αλλιώς τα περίμεναν. Το ίδιο απόγευμα, οι πρώτοι μαχητές έφευγαν για το μέτωπο τραγουδώντας, λες και πήγαιναν σε πάρτι κι όχι να σκοτωθούνε στον πόλεμο.

Και τη νύχτα η Αθήνα, πλέοντας στο απόλυτο σκοτάδι, φάνταζε σαν ακατοίκητη πόλη-φάντασμα. Τα αυτοκίνητα, που σπανίως κυκλοφορούσαν, είχαν κι αυτά τα φώτα τους σβηστά και η απόλυτη συσκότιση που επικρατούσε υπογράμμιζε το λούκι στο οποίο μας έβαλαν, άθελά μας…

 


Σχολιάστε εδώ