Διαφορετικό μονοπάτι της παγκόσμιας μετάδοσης του ιού που προκαλεί την ασθένεια εντόπισε ομάδα ελλήνων επιστημόνων

Η επιδημία του AIDS έχει προέλθει από μετάδοση ιού από χιμπατζή περίπου στις αρχές του εικοστού αιώνα στην Αφρική. Από εκεί ξεκίνησε η παγκόσμια διασπορά της περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές αναδεικνύουν ένα διαφορετικό μονοπάτι μετάδοσης στην πρόσφατη ιστορία της επιδημίας HIV-1. Ο τύπος ιού CRF01-AE δημιουργήθηκε στην Κεντρική Αφρική στη δεκαετία του 1970 και στη συνέχεια έγινε διασπορά του στη Νοτιοανατολική Ασία, όπου προκάλεσε εκτενή τοπική επιδημία. Από εκεί και πέρα, ο ιός CRF01-AE παρουσίασε παγκόσμια διασπορά με μεταδόσεις CRF01-AEνα αναφέρονται στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, την Κεντρική και τη Δυτική Αφρική, καθώς και την Αυστραλία, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 5% των συνολικών HIV-1 μεταδόσεων. Η γεωγραφική περιοχή απ’όπου συνέβη η παγκόσμια επέκταση εντοπίστηκε στη Νοτιοανατολική Ασία, και συγκεκριμένα η Ταϊλάνδη ήταν η κύρια πηγή για τις περισσότερες περιοχές του κόσμου. Η Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη, το Βιετνάμ και άλλες Ασιατικές χώρες είχαν δευτερεύοντα ρόλο στη διάδοση του CRF01_AE. Αντίθετα, η Κίνα και η Ταϊβάν δεν είχε κανέναν ρόλο στη διασπορά αυτής της επιδημίας. Ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες στην παγκόσμια επέκταση αυτού του ιού που σχετίζεται κυρίως με ετεροφυλική μετάδοση; Οι ερευνητές θεωρούν ότι ο κεντρικός ρόλος της Νοτιοανατολικής Ασίας στην παγκόσμια διασπορά μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η Ταϊλάνδη αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό που χαρακτηρίζεται από τον σεξουαλικό τουρισμό. Μια άλλη παράμετρος είναι η μετανάστευση ή οι μετακινήσεις πληθυσμού από την Ασία προς τον δυτικό κόσμο.

Ο επικ. καθηγητής Δ. Παρασκευής από την ομάδα των ερευνητών, σχολίασε ότι: «Η μελέτη μας υπογραμμίζει την μοναδικότητα της επιδημίας CRF01-AE που αποτελεί το μοναδικό τύπο ιού, που η παγκόσμια εξάπλωση του δεν συνέβη από την Αφρική. Ο τύπος CRF01-AE σχετίζεται κυρίως με ετεροφυλικές μεταδόσεις».

Σημειώνεται ότι η μελέτη έχει πραγματοποιηθεί στο Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Ρετροϊών, Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής με τη συνεργασία των Δ. Παρασκευή (επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Γ. Μαγιορκίνη (λέκτορας Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Α. Χατζάκη (καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και των ερευνητών Κ. Αγγελή και Ι. Μαμάη. Στη μελέτη συμμετείχαν ερευνητές συνολικά από 29 Ερευνητικά Ινστιτούτα από την Ευρώπη, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.


Σχολιάστε εδώ