Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Όπως γράψαμε και σε προηγούμενο σημείωμά μας, τα θέατρα εκείνα τα χρόνια αποτελούσαν -μαζί με μερικά κεντρικά θερινά σινεμαδάκια- τον κύριο αιμοδότη της καλοκαιρινής νυκτερινής ζωής της πρωτεύουσας, που άρχιζε μπαίνοντας ο Μάιος και κρατούσε μέχρι τις φθινοπωρινές ψύχρες του Σεπτέμβρη και βάλε.
H «πρώιμη» έναρξη της θεατρικής σεζόν ενείχε πάντα τον κίνδυνο ενός ξαφνικού μπουρινιού που θα γινόταν το σώσε. Θα έσκιζε την αυλαία, θα μετέβαλε σε ράκη τα φανταχτερά σκηνικά και θα μούσκευε τις ψάθινες καρέκλες, ανατρέποντάς τες πάνω στο γαρμπίλι στο οποίο ήταν στρωμένο το υπαίθριο θέατρο. Ήταν όμως τόσο επιτακτική η ανάγκη να γίνει το ταχύτερο η «πρεμιέρα», ώστε οι θιασάρχες το ρισκάριζαν. Με την «πρώτη», θα άρχιζαν να ασχολούνται με το «έργο που ανέβηκε» οι εφημερίδες, που τα χρόνια εκείνα διέθεταν πολλές στήλες για το θέατρο και τα παρασκήνιά του… Θα γέμιζαν με σχόλια και ρεπορτάζ για την παράσταση, θα υπήρχαν κριτικές για τον συγγραφέα, για το παίξιμο των ηθοποιών, τα ευρήματα του σκηνοθέτη και τις υπερβολές του χορογράφου που έφταναν τα όρια ξετσιπωσιάς, καθώς φαίνονταν στην έναρξη της παραστάσεως οι… καλτσοδέτες του «ροζ μπαλέτου». Και είχαν ανυπολόγιστη αξία οι ευνοϊκές κριτικές που εγγυόντανε τις μεγάλες πιένες και τη μακροημέρευση… Οι θεατρικοί κριτικοί των εφημερίδων, τότε, ήσαν δημοσιογράφοι με κολοσσιαίο κύρος. Τρανταχτά ονόματα που η γνώμη τους, διατυπωμένη αριστοτεχνικά και σε βάθος, με αισθητικές αναλύσεις και αναφορές σε άλλους συγγραφείς, αποτελούσε ένα άψογο λογοτεχνικό «δοκίμιο» που μετρούσε αποφασιστικά στον αναγνώστη. Ας μας επιτραπεί, για να ξυπνήσουμε τις… υπνώτουσες αναμνήσεις μερικών παλαιότερων κλάσεων, αναγνωστών μας που έζησαν εκείνη τη χρυσή εποχή, να τους θυμίσουμε μερικά θέατρα που τα έφαγε η μαρμάγκα της «ανοικοδόμησης», αλλά έγραψαν ιστορία. Ποιοι μπορούν να ξεχάσουν το θερινό θέατρο «Αργυροπούλου» στην οδό Νικοδήμου, κατηφορίζοντας προς την Πλάκα, ή το θέατρο «Μακέδου» στην αρχή της Θεμιστοκλέους, γειτονιά με τα ουζάδικα προελεύσεως Μυτιλήνης, ή ακόμα το δισυπόστατο «Αλκαζάρ» κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, που λειτουργούσε πότε ως θέατρο και πότε ως κινηματογράφος. Ίσως κάποιος επιζών περαστικός πελάτης του μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου «Άστρα», γειτονικού του «Αλκαζάρ», που δεν ήταν «ειδικά» απασχολημένος με κλειστά τα παντζούρια, σίγουρα… «έρημος, βαρύς και μόνος» παρακολούθησε
από το μπαλκόνι του δωματίου του παράσταση… τζαμπέ. Αλλά ούτε και το «Ριάλτο» στην Κυψέλη ξεχνιέται… Θα ήταν, τέλος, μεγάλη παράλειψη
εάν δεν ανέφερα το «Κηποθέατρο» του Μάνου Κατράκη στο Άλσος, με το θρυλικό «Φουέντε οβεχούνα» (συγγνώμη αν δεν το θυμούμαι σωστά) ή το βραχείας ζωής θέατρο στον Εθνικό Κήπο. Εκεί, στον Εθνικό Κήπο, τον τελευταίο καιρό της χούντας, παιζόταν επιθεώρηση με τίτλο «Έρχονται; Δεν έρχονται;», υπονοώντας πως επανέρχονται οι πολιτικοί στην εξουσία, όπου ο Σταύρος Παράβας, ντυμένος νησιώτης με βράκες, θριάμβευε τραγουδώντας, με κατάλληλα παραλλαγμένους στίχους, το παραδοσιακό «Ντιρλαντά». Ήταν μια επιθεώρηση με πολλές αιχμηρές αναφορές για τη δικτατορία, που ενόχλησε τους στρατιωτικούς, οι οποίοι τη μόνη «επιθεώρηση» που καταλάβαιναν, ήταν η… επιθεώρηση του λόχου. Έτσι, αποφάσισαν το… λουκέτο, όπερ και έβαλαν. Σαν συνέχεια, την επομένη, τα «Νέα» δημοσίευσαν ένα σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου, όπου μπροστά στην είσοδο του θεάτρου με την ερωτηματική επιγραφή «Έρχονται; Δεν έρχονται;» λέει ο ταμίας στον θεατρώνη: «Έρχονται!»… δείχνοντας να καταφθάνουν ασφαλίτες… Όμως, στο θέατρο αυτό δόθηκε και μια αξέχαστη παράσταση, με το «Όνειρο θερινής νυκτός» του Σαίξπηρ, που όσοι την παρακολούθησαν θα τη θυμούνται σε όλη τους τη ζωή. Όλα συνέβαλαν στο να σε μεταφέρουν σε ένα ονειρικό, εξωπραγματικό περιβάλλον που δημιουργούσε ο κήπος μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, όπου γινόταν ένα φυσικό σκηνικό. Στη δημιουργία της ατμόσφαιρας συνετέλεσαν επίσης οι εμπνευσμένες παρεμβάσεις του σκηνογράφου, το άψογο παίξιμο όλων των ηθοποιών και η ευγενική σύμπραξη του… φεγγαριού, που δημιουργούσε με τις
ακτίνες του ζωγραφικές συνθέσεις με φωτοσκιάσεις στα κλαδιά των αιωνόβιων δένδρων.

Μπορεί σήμερα να υπάρχουν άπειρες στον αριθμό θεατρικές σκηνές, εγκατεστημένες ως και σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, μπορεί να υπάρχει ένα πλήθος από ταλαντούχους ηθοποιούς που «διδάσκουν» έργα κλασικών αλλά και αξιόλογων νέων συγγραφέων, η γοητεία που ασκούσαν όμως και η κυρίαρχή τους θέση στην κοινωνική ζωή της Αθήνας δεν υπάρχουν πια. Δεν υπάρχει πια η χαρά εκείνη όταν προγραμμάτιζες να πας θέατρο, να φύγεις «γεμάτος» και κάτι να σου ‘χει απομείνει στην ψυχή. Αντίθετα, τώρα, μόλις «πέσει η αυλαία» οι θεατές αποχωρούν μ’ ένα αίσθημα ενοχής, σαν να βγήκαν από γιάφκα και βιάζονται να εξαφανιστούν. Ώσπου να πεις «κύμινο», η περιοχή ερημώνει, όλοι χάνονται σαν να άνοιξε η γη και τους κατάπιε και δεν συναντάς παρά αυτοκίνητα που τρέχουν σαν δαιμονισμένα για να σωθούν θαρρείς από κάποιον αιμοσταγή δράκο που τα καταδιώκει. Μπορεί τίποτα να μην άλλαξε στη λειτουργία των θεάτρων, άλλαξε όμως σε όλα η επίδρασή τους πάνω στο μεγάλο κοινό. Κατά ευτυχή σύμπτωση, ο Γιώργος Λιάνης, μιλώντας την περασμένη Κυριακή στην πνευματικο-καλλιτεχνική ραδιοφωνική του εκπομπή, την πιο αξιόλογη εκπομπή που υπάρχει στο ραδιόφωνο, αναπόλησε το θέατρο και την ατμόσφαιρά του σε χρόνια όχι και πολύ μακρινά, επισημαίνοντας τη σημερινή δραματική αλλαγή.
Πλημμύριζαν κόσμο οι δρόμοι όταν «σχολούσαν» γύρω στις εννέα το βράδυ οι λαϊκές απογευματινές, ενώ ισάριθμοι υποψήφιοι θεατές περίμεναν σενιαρισμένοι μπροστά στην είσοδο των θεάτρων, να αδειάσει η αίθουσα από την «πλέμπα» του απογεύματος για να παρακολουθήσουν τη βραδινή παράσταση, που είχε… ex officio την αίγλη της επισημότητας. Και μετά, όταν έσβηναν τα «φώτα της ράμπας», όλο αυτό το πλήθος δεν πήγαινε σπίτι του για νανάκια, αλλά ξεχύνονταν στις ταβέρνες για κανένα καψαλισμένο παϊδάκι ή για κανένα σπέσιαλ παγωτό «κασάτα» στα κοσμικά ζαχαροπλαστεία, δημιουργώντας τη νυκτερινή ζωή με αποκορύφωμα το δώρο του ευλογημένου καλοκαιριού στους Έλληνες: Το θεσπέσιο χαζοξενύχτι!

Σκλάβος όμως των αναμνήσεών του, ο υπογράφων ζητεί ευπειθώς και ευσεβάστως την άδειά σας, όπως επανέλθει εξιστορών όσα θυμάται από τη νυχτερινή ζωή εκείνων των χρόνων…


Σχολιάστε εδώ