ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ ΕΤΣΙ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΤΟ

Τρείς οικογένειες τρανές
μοχθούσαν τόσα χρόνια
ανεβοκατεβαίνοντας
στής δόξας τά μπαλκόνια.
•••
Είχαν ένα οικόπεδο
–ο εξ αδιαιρέτου–
καί ήθελαν αγοραστή
δυνάμεως καί βέτου.
•••
Φωνάζανε, ουρλιάζανε
στή μαυρισμένη φτώχεια:
πωλείται χώρος έκπαγλος
κι άλλα τινά μετόχια.

Τί αγωνία, τί κλαυθμός
τί κομπορρημοσύνη
στον λόγο καί τά έργα τους
και τί καπατσοσύνη.
•••
Παρακαλούσαν γείτονες
κι απομεμακρυσμένους
ακόμα καί Αρειανούς
μέχρι καί πεθαμένους.
•••
Ζούσαν τήν πλείστη ένδεια
κι όλο παρακαλούσαν
μά οι θεοί δέν άκουγαν
κι οι αγοραστές αργούσαν.
Καί ήταν τό οικόπεδο
τής ομορφιάς στολίδι,
γιατί λοιπόν αργούσανε
οι πλούσιοι κι οι λίγδοι;
•••
Μήπως καί περιμένανε
μία κάποια χρέωσή του,
νά έρθουν χρόνοι δίσεκτοι
νά πέσει η τιμή του.
•••
Καί όντως έτσι ήτανε
καί κατασκευασμένα
ήρθαν τά χρόνια τά φτηνά
καί τά αφορεσμένα.
Τώρα ποιός κατασκεύασε
αυτήν τήν ευκαιρία,
τά έγγραφα χαθήκανε
ως καί η πληροφορία.
•••
Καί άρχισε τό όργωμα
όλου τού οικοπέδου
μέ τήν ευρεία σύνεση
τού κάθε πολιμπαίδου.
•••
Άκανθες καί ζιζάνια
έσπειραν οι κρατούντες
καί η δουλειά βαφτίστηκε:
Δουλειά αλλά μέ φούντες.
Οι γείτονες επλούτισαν
ένεκα γειτονίας
κι αλλάξανε τά σύνορα
με τάς γεινοκτονίας.
•••
Τέθηκαν καί βιγλάτορες
αλλέως «κυβερνήσεις»
που έσπερναν τά φούμαρα
αλλέως πώς: Τις κρίσεις.
•••
Κι έγινε τό οικόπεδο
ένα σάπιο ρημάδι
πού ήλιο δέν γνωρίζει πιά
παρά βαθύ σκοτάδι.
Κι έγινε ο άνθρωπος φυτό,
τώρα πού παίρνουν σβάρνα
πότε μέ χίλια ψέματα
καί πότε μέ τσουγκράνα.

………………………
………………………

«Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ξεχωρίζουνται
μάνα και θυγατέρα».
Σημ.σ.: Λαογραφικό δάνειο.


Σχολιάστε εδώ