Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Και περίμενα, είν’ η αλήθεια, το γράμμα, διότι του προσεφέρετο ευρύτατο πεδίο γκρίνιας, αφού για τον ιππόδρομο όσα κι αν καταγράψεις πάλι ελάχιστα θα έχεις αναφέρει, και ακριβώς εκεί σου την «έχουνε στημένη» για να σου πιουν το αίμα… Αλλά επιστολή δεν έλαβα και ανησύχησα.

– Μεγάλος άνθρωπος ήτανε, σκέφτηκα. Λες; Κι έκανα τον σταυρό μου.

Μου το απέκλεισαν και με πληροφόρησαν πως εθεάθη ακμαιότατος, να μελετά εμβριθώς τις γάμπες δίμετρης Ουκρανής, καθισμένης με αφέλεια σε παρακείμενο τραπεζάκι κοσμικού κέντρου… Τα έχει αυτά η ηλικία του!

Μάλλον φοβήθηκε πως με το γράμμα του αναγκαστικά θα προχωρούσε σε λεπτομέρειες που θα τον καθιστούσαν αυτομάτως όχι απλώς γνώστη, αλλά πρωταγωνιστή των… αναμνήσεών του. Ίσως και κάποιος ευφάνταστος ψευταράς να ισχυριζόταν πως τον είδε χαράματα σκαρφαλωμένο στα δένδρα γύρω από τον ιππόδρομο, με το χρονόμετρο στο χέρι, να μετρά την προπόνηση της «Γκρέι Μπιούτι» στα 600 μέτρα. Όλες αυτές τις κακοτοπιές θέλησε ενδεχομένως να τις αποφύγει τηρώντας σιγήν ιχθύος. Ίσως φοβήθηκε ακόμη μην τυχόν του θέσουν τώρα στα γεράματα το σύνηθες απαξιωτικό ερώτημα: «Εσύ πόσο σανό τα τάιζες;» Άσε που μπορεί να νομίσουν πως ήταν ένας από εκείνους τους φωνασκούντας μπροστά στο «ζυγιστήριο», επειδή τάχατες «μαγειρεύτηκε» η σειρά αφίξεως…

Διότι το άθλημα είχε την ιδιότητα να εξάπτει τη φαντασία του κόσμου, που συνεχώς μυριζόταν συνωμοσίες και ίντριγκες για «κρατήματα» αλόγων και κυρίως των φαβορί. Μαζεύονταν οι παίκτες στο «πάντοκ» πριν από την κούρσα, την ώρα που οι αναβάτες παραλάμβαναν τα άλογα που θα ίππευαν, και προσπαθούσαν να μαντέψουν τι υπονοεί άραγε η κάθε γκριμάτσα τους. Μελετούσαν τη στάση των προπονητών καθώς έδιναν στους τζόκεϊ εντολές, ή όταν κουβέντιαζαν με τους ιδιοκτήτες, που πιθανόν να συζητούσαν άσχετα με την ιπποδρομία θέματα. Μέχρι και σόκιν ανέκδοτα μπορεί να διηγούντο, αλλά βλέποντάς τους να γελάνε, βγάζανε ασφαλή προγνωστικά. Όλοι οι ιπποδρομιάκηδες, οι αποκαλούμενοι χλευαστικά «αλογομούρηδες», σε μία και μόνη θεότητα πίστευαν: Στην «Αγία Καχυποψία»…

Επρέσβευαν πως κύριο συστατικό των ιπποδρομιών ήταν η «κομπίνα» και γι’ αυτό καλλιεργούσαν γνωριμίες με σταβλίτες, προσπαθώντας να μάθουν από… πρώτο χέρι τα «σίγουρα» ή εάν υπάρχει «στήσιμο» για να επωφεληθούν. Φυσικά, κατά κανόνα κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, κι αν ένα άλογο φαβορί ερχότανε «πάτος», αυτό μπορούσε να συμβεί για δεκάδες λόγους και όχι επειδή ο ιδιοκτήτης με τον προπονητή, από κοινού συμφέροντος ορμώμενοι, θέλησαν να μαδήσουν τους παίκτες. Και άλλοτε, ένα καθαρόαιμο που βρισκόταν σε καλή φυσική κατάσταση μπορεί να το έπιανε το «γλυκό» του πάνω στην κούρσα, και παρά κάθε προσδοκία να κέρδιζε άνετα, αφήνοντας τους ανταγωνιστές του να «μαζεύουν πέταλα» κατά την προσφιλή έκφραση των… λογοτεχνιζόντων ιπποδρομιακώς, ξαφνιάζοντας τους πάντες και ιδίως τους… ειδήμονες. Τότε φυσικά ήσαν μεγάλες οι αποδόσεις του στοιχήματος και οι καχύποπτοι πίστευαν πως ο προπονητής του αλόγου που ερχόταν πρώτο θησαύρισε, και τον φαντάζονταν να μετράει τάλιρα όπως ο Αυλωνίτης στο έργο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»…

Και μια και ο λόγος περί Αυλωνίτη, ήταν ένας από τους πιο πιστούς θαμώνες της πρώτης θέσεως. Καθόταν και μελέταγε ενδελεχώς το βιβλιαράκι με τα προγνωστικά. Μόρφαζε κατά την ιπποδρομία και φιλοδωρούσε με άγρια μούντζα το άλογο στο οποίο πόνταρε αλλά δυστυχώς… έχασε.

Σε μια παρόμοια περίπτωση, άλλος γνωστός ιπποδρομιάκιας, όταν κέρδισε την κούρσα ένα απώτατο αουτσάιντερ που θα απέφερε τεράστια κέρδη, εκραύγασε πλήρης οργής:

– Έφαγε καλά ο …, και ανέφερε το όνομα του προπονητή, χωρίς να προσέξει πως καθόταν τεθλιμμένος και αμίλητος στην εξέδρα.

Τον άκουσε και φούντωσε επειδή το άλογο ήταν μεν δικό του, αλλά εκείνος το θεωρούσε «σαπάκι», και έπαιξε άλλα. Σηκώθηκε λοιπόν και αφρίζοντας, πέταξε κατάμουτρα στον αναιδή ένα μάτσο χαρτάκια στοιχήματος, με γρυλισμούς:

– Πάρ’ τα να φας κι εσύ!, είπε, προσθέτοντας και μερικά άλλα σεξουαλικής υφής, που διάνθισαν τον θυμό του. Είχε πολλούς εκλεκτούς προπονητές και αναβάτες που έγραψαν ιστορία και τίμησαν ή μάλλον δόξασαν τον ιππόδρομο. Πρώτους θα αναφέρω, χωρίς να κάνω αξιολόγηση, τη δυναστεία Κουντουριώτη, με τον αδικοχαμένο Μήτσο, που πέθανε ξαφνικά νεώτατος, τον αδελφό του, Γιώργο, που κι αυτός «έπεσε επί των επάλξεων», και τον πρύτανη της οικογένειας, τον αξέχαστο Φώκο Κουντουριώτη, τον εκλεκτό δημοσιογράφο, από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΣΗΕΑ, που ασχολήθηκε με το ιπποδρομιακό ρεπορτάζ, επί πολλά χρόνια. Αλλά και τον Πυροκάκο, του οποίου οι στάβλοι στεγάζουνε τώρα σχολεία, τον Γλυκή, τον Πετσάβα, τους αδελφούς Μπαλωμένου, και τους Όμηρο και Κώστα Κάβουρα.

Και κοντά σε όσους ακόμη ξεχνώ, οι αναβάτες που πολλές δάφνες έδρεψαν με νίκες σε κύπελλα και έπαθλα. Ήταν ο «θρύλος» ο Μπατής, κι από κοντά, στις πρώτες πάντα θέσεις, ο Παντελιάς, ο Λαδέας, ο Μιμόπουλος, ο Μπουγιούρης και άλλοι. Και πώς να ξεχάσεις τον άτυχο Καρακατσάνη, που ένα φοβερό ατύχημα κατά την κούρσα τού διέκοψε μια κυριολεκτικά λαμπρή σταδιοδρομία; Μια θέση στη μνήμη κρατά κι ο ευγενέστατος Ροδοκανάκης, ο τζόκεϊ με το γλυκό σε όλους χαμόγελο… Και βέβαια όλ’ αυτά τα ξέρουνε κι οι… γάτες. Ας έρθει όμως ο γηραιός κύριος να μας διηγηθεί, αν φυσικά τη γνωρίζει, μια πραγματική ιστορία που μοιάζει με ανέκδοτο, και συνέβη προπολεμικά, στα χρόνια της αθωότητας… Ένας δεδηλωμένος φίλος και μανιώδης παίκτης του ιπποδρόμου, τον οποίον ας ονομάσουμε Παντελή, εργαζόταν ως οδηγός λεωφορείου στη γραμμή Αθήναι – Βουλιαγμένη.

Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα Κυριακής, και ο Παντελής ευρίσκετο «εν υπηρεσία», με το λεωφορείο του σταθμευμένο στο τέρμα της Βουλιαγμένης, προς… άγραν επιβατών. Την ημέρα εκείνη συμμετείχε στις ιπποδρομίες και το ευνοούμενό του άλογο, η Πόλα Νέγκρι, συνονόματη της διάσημης ηθοποιού που χαλούσε κόσμο με την ταινία «Ταγκό Νοττούρνο». Ο Παντελής αγνοούσε… παντελώς το βιογραφικό της ηθοποιού, εγνώριζε όμως όλα τα χούγια της… φοράδας.

Περιμένοντας να ξεκινήσουν, βαρύ σεκλέτι τού κατέτρωγε τα σωθικά. Τα ‘βαζε με την άτιμη την κενωνία που τον καταδίκασε να τρώει τη ζωή του στο τιμόνι, τη μέρα μάλιστα που έτρεχε η δικιά του, και θα κονόμαγε. Κάποια στιγμή φώναξε ο εισπράκτορας με την μπάσα του φωνή, το σύνηθες:

– Δυο θέσεις και φεύγουμε…

Βρέθηκαν οι δύο επιβάτες, σφύριξε ο επόπτης και το λεωφορείο ξεκίνησε.

Ο δρόμος που περνούσε μέσα από την Άνω Βούλα είχε μόνο δύο λωρίδες κυκλοφορίας κι ο Παντελής οδηγούσε μάλλον νευρικά, ίσως γιατί «κάτι του ‘λεγε μέσα του» πως θα συνέπιπτε η διέλευσή του από το δέλτα με την κούρσα της Πόλα Νέγκρι. Και, πράγματι, φτάνοντας μπροστά στον ιππόδρομο, καρατάρισε πως όπου να ‘ναι τα άλογα θα τρέχαν. Πάτησε φρένο ξαφνικά και το αυτοκίνητο σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Έσβησε τη μηχανή. Τράβηξε χειρόφρενο και κατέβηκε αφήνοντας σύξυλους τους επιβάτες και τον εισπράκτορα. Κατευθύνθηκε τρέχοντας προς την είσοδο του ιπποδρόμου, ενώ οι έκπληκτοι επιβάτες κρεμάστηκαν στο «κάμπριο» λεωφορείο κι άρχισαν έξαλλοι να χειρονομούν και να φωνάζουν.

Στη δε αγωνιώδη ερώτησή τους, «Τι θα κάνουμ’ εμείς τώρα;», η απάντησή του ήταν αποστομωτική:

– Κόφτε τον λαιμό σας!…


Σχολιάστε εδώ