Ο Καραμανλής στην Άγκυρα

Ήταν η απαρχή της πραγματοποιηθείσης ή πιο σωστά ευρισκόμενης σε εξέλιξη πρώτης ελληνοτουρκικής προσέγγισης, η οποία ακολούθησε τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, καθώς και τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923).

Έκτοτε, υπήρξαν αμοιβαίες επισκέψεις ηγετών των δύο χωρών, όπως ήταν αυτές του τότε βασιλικού ζεύγους της Ελλάδας Παύλου και Φρειδερίκης το 1952, εις ανταπόδοσιν αυτής του τότε Προέδρου της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ την ίδια περίοδο, του πρωθυπουργού της Τουρκίας

Ισμέτ Ινονού μία δεκαετία αργότερα, του Τουργκούτ Οζάλ το 1988 και φυσικά η πρόσφατη του σημερινού πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν. Από τη μεγάλη προσέγγιση της δεκαετίας του 1930 και τις αντίστοιχες προσδοκίες που γέννησε πέρασαν 70 χρόνια, κατά τα οποία, ατυχώς, όχι μόνο διαψεύστηκαν οι προσδοκίες για επίτευξη σταθερής μόνιμης ειρήνης μεταξύ των δύο κρατών, αλλά οι δύο χώρες βρέθηκαν επανειλημμένα στα πρόθυρα του πολέμου. Η σύγκρουση (πολλές φορές και ένοπλη), οι διώξεις και οι σφαγές, έφεραν αίμα, πόνο και μίσος, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, ενώ τα στερεότυπα της κοινωνικοποιημένης ιστορικής μεταφοράς, οι παραστάσεις απειλής, ο φόβος και η αντιπαλότητα, κυριάρχησαν.

Κεντρικό πρόβλημα όλων αυτών των δεκαετιών, μέσα από τις οποίες διήλθε η ελληνοτουρκική σύγκρουση, αναπαραγόμενη εκάστοτε υπό νέα οπτική γωνία, ήταν το πρόβλημα της Κύπρου, που κατάφερε ο βρετανικός παράγοντας να το αναδείξει σε μείζον ελληνοτουρκικό πρόβλημα και το συναφές, θεωρούμενο από ορισμένους ως επακόλουθο, πρόβλημα της επιβίωσης του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, ο οποίος με τα γεγονότα του ’55 και του ’64 οδηγήθηκε σε μαζική εξόντωση, προσφυγοποιούμενος στην Ελλάδα, κατά παράβασιν της Συνθήκης της Λωζάννης.

Πέραν τούτων, η σύγκρουση επεκτάθηκε με τουρκική πρωτοβουλία και ευθύνη μονομερώς στο Αιγαίο, όπου από τη δεκαετία του ’70 και μετά τίθενται θέματα που δεν αφορούν μόνο στη νομική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, πράγμα θεμιτό και απολύτως νόμιμο, αλλά στην, καθ’ υπέρβασιν και παράκαμψιν του Διεθνούς Δικαίου, πολιτική διευθέτηση σωρείας ζητημάτων που θέτει η Τουρκία έναντι της Ελλάδος, με αφετηρία την αιγιαλίτιδα ζώνη, τον εναέριο χώρο και το FIR, εσχάτως μάλιστα και την προβολή του λεγομένου ζητήματος των «γκρίζων ζωνών», τις οποίες η Τουρκία εντάσσει στο πακέτο πολιτικής διευθέτησης των λεγομένων ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο.

Είναι γεγονός πως η Τουρκία κλιμάκωσε όλα αυτά τα χρόνια τις απαιτήσεις, τουτέστιν τις διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας, ενισχύοντας στο τακτικό επίπεδο τη διαπραγματευτική της θέση, ώστε σε περίπτωση συνολικής διευθέτησης να μπορέσει να ικανοποιήσει τουλάχιστον μέρος των διεκδικήσεών της.

Επικεντρώνει το ενδιαφέρον της διαπραγματευτικής της θέσης στο Αιγαίο, θεωρώντας ότι το Κυπριακό «εκρίθη επί του εδάφους» και επομένως υπάρχει μόνο ένα ζήτημα νομιμοποίησης των τετελεσμένων στην Κύπρο.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μεταβαίνει στην Άγκυρα έχοντας έναντι της τουρκικής προβολής ισχύος και διαρκούς διεκδίκησης τρία βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Πρώτον, την ευρωπαϊκή θέση και τον ρόλο της χώρας μας σε μια ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη, όπως είναι η Ευρώπη. Στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο επιπλέον πλεονεκτήματα, η συμμετοχή της Κύπρου και η τουρκική αδημονία, θα λέγαμε στρατηγικός προσανατολισμός, για ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Δεύτερον, το όπλο του δικαίου, αλλά και του πολιτισμού της Ευρώπης και της Δύσης, κοντολογίς το Διεθνές Δίκαιο, καθώς και τον ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό πολιτισμό. Η Τουρκία, εφόσον επιθυμεί ένταξη στην ΕΕ, είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τον ακανθώδη δρόμο που προβλέπουν η Ευρώπη, το κράτος δικαίου και ο πολιτικός πολιτισμός της Δύσης.

Τρίτον, την καλή διαπροσωπική σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν, του οποίου η θέση ενισχύεται εσχάτως, μετά την άνοδο Γκιουλ στην Προεδρία της Δημοκρατίας, έναντι του κεμαλικού στρατογραφειοκρατικού κατεστημένου.

Ο Καραμανλής μπορεί και οφείλει να θέσει ενώπιον του Ερντογάν ζητήματα που αφορούν όχι μόνο στο Πατριαρχείο και τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, αλλά και στην ανάγκη πραγματοποίησης των υποχρεώσεων που η Τουρκία ανέλαβε έναντι της ΕΕ, που είναι ο σεβασμός των μειονοτήτων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός της επικράτειάς της, η ομαλοποίηση των σχέσεών της με την Κυπριακή Δημοκρατία και η εμπέδωση συνθηκών καλής γειτονίας στο Αιγαίο, δηλαδή ειρήνης μέσα από την αναγνώριση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει για κάθε χώρα το Διεθνές Δίκαιο.

Γνωρίζουμε φυσικά πως δεν πρόκειται να υπάρξει τουρκική ανταπόκριση τουλάχιστον αμέσως, είναι καλό όμως να τίθενται τα ζητήματα και να οριοθετούμε τη σχέση μας επισημαίνοντας τις «κόκκινες γραμμές», που σημαίνει πως είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το δίκαιο και το εθνικό μας συμφέρον με όλα τα μέσα.


Σχολιάστε εδώ