Σχέδιο ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας για πιέσεις σε βάρος της Κύπρου αντί της Άγκυρας στην ΕΕ

Σε μια τέτοια περίπτωση θα εκπληρωνόταν ο όρος που θέτει η Άγκυρα, η άρση δηλαδή της οικονομικής απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων, για να εφαρμόσει από την πλευρά της το Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Σύνδεσης και να ανοίξει τους τουρκικούς λιμένες και αεροδρόμια στα πλοία και αεροπλάνα υπό κυπριακή σημαία.

Ο κύπριος κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε λακωνικά ότι η Κύπρος δεν έχει γνώση ενός τέτοιου σχεδίου και άφησε, επίσης, να διαφανεί ότι σε κάθε περίπτωση η Κύπρος δεν συζητά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο λόγος είναι προφανής. Πρώτον, γιατί η αποδοχή ενός τέτοιου σχεδίου θα οδηγούσε, ντε φάκτο, σε αναγνώριση, μέσω ΟΗΕ, της κατεχόμενης Κύπρου ως χωριστής πολιτικής οντότητας, παραγραφομένης της τουρκικής κατοχής. Δεύτερον, γιατί θα απάλλασσε την Άγκυρα από την υποχρέωσή της να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και από τις ευθύνες της για την κατοχή στην Κύπρο. Αντιθέτως, θα άνοιγε τον δρόμο για τη διεθνή και ευρωπαϊκή υποβάθμιση της Κύπρου, με την έμμεση αναγνώριση από τον ΟΗΕ και την ΕΕ, δύο «ισότιμων» πολιτικών οντοτήτων. Τρίτον, γιατί μια τέτοια εξέλιξη θα ακύρωνε την ένταξη της Κύπρου ως στρατηγικού πλεονεκτήματος της ελληνικής πλευράς, που μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τη βάση και το πλαίσιο για μια δίκαιη ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού. Αντιθέτως, με δεδομένο το γεγονός ότι η ΕΕ έχει δεχθεί στους κόλπους της μία Κύπρο, η έμμεση αναγνώριση δύο οντοτήτων θα μετατρεπόταν σε μπούμεραγκ, δηλαδή θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να στραφούν οι πιέσεις της ΕΕ προς την ελληνική πλευρά για ντε φάκτο «λύση», πάνω στη βάση των δύο «ισότιμων» πολιτικών οντοτήτων, με υπό τον ύπουλο ευφημισμό της «επανένωσης»!

Με απλά λόγια, εάν ευοδωνόταν ένα τέτοιο σχέδιο, η Άγκυρα δεν θα έβρισκε μόνο διέξοδο στο σημερινό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει με την άρνησή της να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Σύνδεσης στην περίπτωση της Κύπρου και να παρακάμψει το Κυπριακό, ως σκόπελο στην ευρωπαϊκή της πορεία, θα κατήγαγε επιπλέον, στρατηγική νίκη και θα άνοιγε τον δρόμο για επιβολή ντε φάκτο «λύσεως» με βάση τους δικούς της όρους και τα τετελεσμένα γεγονότα.

Καταστροφική για την ελληνική πλευρά η κατευναστική πολιτική έναντι της Άγκυρας

Η διαρροή στην αγγλική εφημερίδα πληροφοριών για ένα τέτοιο σχέδιο, προφανώς, είναι σκόπιμη. Έχει στόχο να σφυγμομετρήσει αντιδράσεις και να καλλιεργήσει το κλίμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ήδη, με παρασκηνιακές αγγλοαμερικανικές πιέσεις, η φινλανδική προεδρία έχει καθορίσει ως μια από τις προτεραιότητές της, την εφαρμογή του κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο», που αφορά την περίφημη «άρση της οικονομικής απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων»! Η κατεχόμενη Κύπρος προβάλλεται έτσι επιτηδείως ως δήθεν έδαφος των Τουρκοκυπρίων και οι τελευταίοι θύματα «οικονομικού αποκλεισμού», embargo της ελληνικής πλευράς! Ο κανονισμός, παράλληλα με εκείνον της λεγόμενης «πράσινης γραμμής», προτάθηκε από τη Μ. Βρετανία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αμέσως μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν τον Απρίλιο του 2004.

Η Κύπρος, στηριζόμενη στην αρχή της ομοφωνίας των χωρών-μελών, απέκρουσε μέχρι τώρα επιτυχώς τις βρετανικές προσπάθειες να τον προωθήσουν στην ΕΕ και να επιτύχουν μέσω αυτού την ντε φάκτο επιβολή μιας χειρότερης ακόμη εκδοχής του Σχεδίου Ανάν.

Μετά τη συνάντηση στο Παρίσι του κυπρίου Προέδρου κ. Τάσσου Παπαδόπουλου με τον Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, κ. Κόφι Ανάν, η κυπριακή πλευρά αποδέχθηκε κατ’ αρχάς τη λεγόμενη φόρμουλα του Λουξεμβούργου. Η τελευταία συνδέει την αποδοχή του κανονισμού με όρους. Συγκεκριμένα, το άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου υπό διακοινοτική συνδιαχείριση και υπό την εποπτεία της ΕΕ, το πάγωμα της εκμετάλλευσης των ελληνοκυπριακών κατεχόμενων περιουσιών και την επιστροφή της περιφραγμένης πόλης της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της υπό την εποπτεία του ΟΗΕ ή της ΕΕ.

Η αλλαγή αυτή θέσεως αποτελεί πολύ μεγάλη παραχώρηση, σε επίπεδο αρχής, για την ελληνική πλευρά. Παραμένει, όμως, απαράδεκτη για την άλλη πλευρά που αντιμετωπίζει τον κανονισμό ως το κύριο μέσο για να πετύχει ντε φάκτο πολιτική αναγνώριση (acknowledgment). Ο βρετανικός παράγων, από κοινού με τον αμερικανικό, δραστηριοποιείται έντονα για την άσκηση ασφυκτικών πιέσεων στην Κύπρο. Οι πιέσεις έχουν κύριο στόχο την αποδοχή απ’ αυτήν του κανονισμού, ο οποίος παρουσιάζεται, μεταξύ άλλων, ως ο μόνος τρόπος για να βρεθεί οδός διαφυγής από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η ευρωπαϊκή πορεία της Άγκυρας!

Στο σημείο αυτό, η αμερικανική και η βρετανική διπλωματία προβάλλουν την επιδίωξή τους ως μέρος του κοινού στόχου που διαδηλώνει ότι συμμερίζεται η Αθήνα. Την απρόσκοπτη, δηλαδή, συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της Άγκυρας, με άλλοθι τον ισχυρισμό ότι αυτή εξυπηρετεί δήθεν στρατηγικά ελληνικά συμφέροντα!

Η προβαλλόμενη ως υπαλλακτική στρατηγική για την περίπτωση ειδικής σχέσεως Τουρκίας-ΕΕ στοχεύει στην ίδια κατεύθυνση

Συναφής με την παραπάνω λογική είναι και η παρουσιαζόμενη ως υπαλλακτική ελληνική στρατηγική για την περίπτωση που καταστεί αναγκαία η αλλαγή πλεύσεως της ΕΕ και οδηγηθούν τελικά οι σχέσεις της με την Τουρκία προς ειδική σχέση αντί προς πλήρη ένταξη.

Αναφερόμενη στη στρατηγική αυτή η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, σε δηλώσεις της την περασμένη εβδομάδα, προέβαλε ως κεντρικό στοιχείο τη στρατηγική οικονομική συνεργασία. Ανέφερε, μάλιστα, ως πρώτο και χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας τέτοιας συνεργασίας τον τομέα της ενέργειας. Δηλώσεις στο ίδιο πνεύμα έγιναν και από τον αρμόδιο υπουργό Ανάπτυξης κ. Σιούφα.

Από τις δηλώσεις αυτές, που φέρουν την Ελλάδα να εξετάζει σκέψεις και σχέδια για τον εφοδιασμό της Ελλάδας μέχρι και με φυσικό αέριο από την Αίγυπτο μέσω Τουρκίας, τίθεται ένα απλό και σαφές ερώτημα: όταν μια χώρα, όπως η Ελλάδα, έχει πολύ σημαντικές διαφορές σε εκκρεμότητα με μια άλλη, την Τουρκία, είναι σκόπιμο και φρόνιμο να συζητά και να προωθεί σχέδια και συμφωνίες που θα οδηγούσαν στη στρατηγική της εξάρτησης από την Τουρκία σ’ έναν τόσο κρίσιμο τομέα όπως είναι η ενέργεια.

Η Τουρκία προωθεί από την πλευρά της συστηματικά μια εθνική στρατηγική που έχει διαμορφώσει από χρόνια και έχει στόχο να καταστήσει την Τουρκία σημαντικό παράγοντα του μεγάλου παιχνιδιού που παίζεται με τους αγωγούς και τα ενεργειακά αποθέματα των χωρών κυρίως του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Η Άγκυρα ευθυγραμμίζει τις επιδιώξεις της με τους γενικότερους στόχους της αμερικανικής γεωπολιτικής στην περιοχή. Συμβολικό δείγμα της πολιτικής αυτής είναι ο αγωγός Μπακού – Τσεϊχάν.

Η Άγκυρα, όμως, παρά την προνομιακή γεωπολιτική συνεργασία της με τις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από τις διαφορές που υπάρχουν στο θέμα των Κούρδων του βορείου Ιράκ, επιδιώκει ταυτοχρόνως, στρατηγική οικονομική συνεργασία με την ανταγωνιστική των ΗΠΑ δύναμη στην περιοχή, τη Ρωσία. Επιδιώκει ειδικότερα να καταστεί ενδιάμεση αγορά ενέργειας στην περιοχή και να κατακτήσει στρατηγικό ρόλο στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης. Για το στόχο αυτό είναι απαραίτητη η στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία. Πράγματι, η Άγκυρα προώθησε την πολιτική αυτή με την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου Νοβοροσίσκ-Σαμψούντος στον Εύξεινο Πόντο. Με τον ίδιο στόχο, επιδιώκει παρόμοια συνεργασία στη μεταφορά πετρελαίου, εκμεταλλευόμενη τη ρωσική πολιτική που αναζητά εναλλακτικούς δρόμους, από βορρά και νότο, για τις ενεργειακές της εξαγωγές προς την Ευρώπη.

Με απλά λόγια, η Άγκυρα ακολουθεί με σχετική επιτυχία μια διπλή στρατηγική. Αφενός ευθυγραμμιζόμενη με τους αμερικανικούς γεωπολιτικούς στόχους που επιδιώκουν την κατασκευή αγωγών για την απεξάρτηση των χωρών του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας από τη Ρωσία. Αφετέρου, επιδιώκοντας στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία, με κύριο στόχο την ανάδειξή της σε ενδιάμεση ενεργειακή αγορά, με κύρια αναφορά την Ευρώπη.

Διεκδικεί δηλαδή ταυτόχρονα:
α. προνομιακή συμμετοχή στην αμερικανική ευρασιατική γεωπολιτική
β. στρατηγικές σχέσεις με τη Ρωσία, ως ανεξάρτητη περιφερειακή δύναμη
γ. στρατηγικό ρόλο στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης

Πώς αξιολογούνται τα ελληνικά στρατηγικά συμφέροντα σε σχέση με τα παραπάνω; Συμφέρει την Ελλάδα η προώθηση του στρατηγικού ρόλο της Άγκυρας, στο πλαίσιο της αμερικανικής ευρασιατικής γεωπολιτικής; Πολύ περισσότερο όταν ο αμερικανικός παράγων προωθεί στο πλαίσιο αυτό την ταύτιση και τη σύμπλευση της Ελλάδας με την Τουρκία ως ενιαίου στρατηγικού συνόλου; Μπορεί η Ελλάδα να δεχθεί στρατηγική υπερφαλάγγιση από την Άγκυρα στις σχέσεις, επίσης, με τη Ρωσία, όταν η Άγκυρα κατέχει ήδη προνομιακή θέση στις σχέσεις με τις ΗΠΑ;

Συμφέρει την Ελλάδα να επικουρήσει την Άγκυρα στην επιδίωξή της να κατακτήσει στρατηγικό ρόλο στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης, τον οποίο θα αξιοποιήσει, βεβαίως, ως διπλωματικού ατού στις σχέσεις της με την ΕΕ; Προφανώς, τίθεται και ένα τελευταίο ερώτημα που αφορά τις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης ενεργειακής εξαρτήσεως της Ελλάδος από την Τουρκία ενώ παραμένουν σε εκκρεμότητα οι τουρκικές διεκδικήσεις.

Σε τι συνίσταται τελικά η λεγόμενη υπαλλακτική στρατηγική;

Με βάση τα παραπάνω, αναρωτιέται κανείς αν αυτό που παρουσιάζεται ως εναλλακτική στρατηγική για την περίπτωση που η ευρωπαϊκή πορεία της Άγκυρας οδηγηθεί σε ειδική σχέση, είναι πράγματι υπαλλακτική. Η προβαλλόμενη στρατηγική οικονομική συνεργασία, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα καθιστούσε την Αθήνα κυριολεκτικά όμηρο των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ, μέσα από ένα πλέγμα στρατηγικών εξαρτήσεων και ταυτίσεων. Πραγματικότητα, υπό την επίφαση μιας υπαλλακτικής στρατηγικής, που έχει στόχο να καταστήσει αμετάστρεπτη τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την ελληνοτουρκική «φιλία» σε κάθε περίπτωση, ενισχύεται, με ένα νέο άλμα κατευναστικής πολιτικής, η ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία της Άγκυρας.

Η Άγκυρα γνωρίζει ότι δεν είναι επιθυμητή η ένταξή της από τη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ. Επιδιώκει για τον λόγο αυτό να εξασφαλίσει ισχυρά χαρτιά για να πιέσει μέχρι εκβιασμού την ΕΕ είτε για πλήρη ένταξη είτε για μια ιδιαίτερα προνομιακή ειδική σχέση. Για το σκοπό αυτό δεν αρκούν η προβολή της στρατηγικής της σημασία και του υποτιθέμενου παραδειγματικού ρόλου που διαδραματίζει ως κοσμικό κράτος-μοντέλο στον μουσουλμανικό κόσμο. Επιδιώκει επιπροσθέτως δύο άλλα σημαντικά χαρτιά. Πρώτον, την ανάδειξή της σε χώρα κλειδί για τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης, μέσα από τον έλεγχο ενός δικτύου αγωγών. Δεύτερον, την ταύτιση και τη σύμπλεξή της με τον ελληνικό χώρο, ώστε αυτός να αποτελέσει με τον τουρκικό ενιαίο σύνολο. Να καταστεί, δηλαδή, γέφυρα της Τουρκίας προς την Ευρώπη και να πάψει να αποτελεί πολιτιστικό όριο και σύνορο της Ευρώπης.

Η επιδιωκόμενη αυτή ταύτιση δεν είναι άσχετη και με τους σχεδιασμούς ξένων κέντρων για δημογραφική μετάλλαξη της Ελλάδος, με ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Προϋποθέτει επίσης «λύσεις» στις ελληνοτουρκικές διαφορές προς την ίδια κατεύθυνση. «Λύσεις» δηλαδή συγκυριαρχίας, συνδιαχειρίσεως, συνδιοικήσεως κ.λπ.

Η στρατηγική αυτή, επομένως, που παρουσιάζεται δήθεν υπαλλακτική, στοχεύει προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση και συνιστά ένα νέο άλμα. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι συνοδεύεται από μια νέα κινητικότητα εκδηλώσεων «φιλίας» και καλών σχέσεων εν όψει του κρίσιμου ραντεβού της Τουρκίας στην ΕΕ τον Οκτώβριο.

Αναμετρούν, επιτέλους, οι υποστηρικτές και προαγωγοί της πολιτικής αυτής ποιες συνέπειες θα έχει στη στρατηγική ισορροπία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και στη θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη; Κοντά σ’ αυτά τα ερωτήματα υπάρχει, όμως, και ένας άλλο προβληματισμός. Η Ελλάδα προέβαλλε κατά τα τελευταία χρόνια ως εθνικό της στόχο την ταύτισή της με τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Πού οδηγούν οι πολιτικές αυτές; Προς την κατάκτηση του παραπάνω στόχου ή η Ελλάδα κινδυνεύει να παλινδρομήσει προς την Ανατολή και την περιφέρεια, παρασυρόμενη από την παλίρροια ξένων γεωπολιτικών;

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου.


Σχολιάστε εδώ