Ψευδοδίλημμα η πλήρης ένταξη ή η ειδική σχέση Τουρκίας-ΕΕ

H πολιτική της παγκοσμιοποίησης υπερφαλάγγισε σε μεγάλο βαθμό την ιδέα της Ευρώπης και εξελίχθηκε άτυπα, ανταγωνιστικά προς αυτήν, σε διάφορα επίπεδα. Την ευθύνη για την κατάσταση αυτή δεν τη φέρει ασφαλώς μόνο η Ελλάδα. Τη φέρουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα εκείνες που δεν συντάσσονται με την αγγλοσαξωνική αντίληψη μιας Ευρώπης περισσότερο ζώνης ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών παρά συνεκτικής πολιτικής ενώσεως κρατών και εθνών.

Για την Ελλάδα όμως η εξέλιξη αυτή έχει διπλή σημασία. Πρώτον, σε σχέση με την ιδέα της Ευρώπης, την οποία ασπάστηκε η Ελλάδα ως συμφέρουσα γι’ αυτήν. Δεύτερον, σε σχέση με τις άμεσες επιπτώσεις που έχει στα δικά της ιδιαίτερα προβλήματα, κατά πρώτο λόγο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εφόσον η ιδέα της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ είναι συνυφασμένη με την ιδέα της Ατλαντικής Ευρώπης και τους αντίστοιχους αμερικανικούς γεωπολιτικούς στόχους.

Μέχρι το 1996 οι κυβερνήσεις και των δύο μεγάλων κομμάτων είχαν ως σταθερή πολιτική τη θέση ότι δεν τίθεται θέμα υποστηρίξεως της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, χωρίς προηγουμένως να έχουν λυθεί τα προβλήματα που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η θέση αυτή δεν αντικαθρέφτιζε οποιαδήποτε εκτίμηση ότι «συμφέρει» την Ελλάδα η ένταξη της Τουρκίας. Στηριζόταν σε μια στέρεη, πραγματική εκτίμηση ότι εάν οι άλλες, κυρίως μεγάλες, ευρωπαϊκές χώρες ήθελαν να εντάξουν την Τουρκία, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ούτε θα ήταν σκόπιμο να την εμποδίσει. Θα απαιτούσε όμως το αυτονόητο. Να λυθούν προηγουμένως τα υπάρχοντα προβλήματα και να κατοχυρωθούν τα ελληνικά συμφέροντα.

Οι άλλες όμως ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση την Αγγλία και δύο έως τρεις άλλες χώρες, δεν εξέταζαν σε καμία περίπτωση την ένταξη της Τουρκίας. Συμβιβάζονταν απλώς με τις επίμονες αμερικανικές πιέσεις να προβούν σε κάποιες χειρονομίες προς την Άγκυρα, «για να ενθαρρύνουν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» και να στηρίξουν το περιβόητο μοντέλο του «κοσμικού Ισλάμ» της Τουρκίας.

Η Σύνοδος της Νίκαιας είχε εγκρίνει κατ’ αρχάς την ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, μετά τη διεύρυνση των 10, και είχε αφήσει σαφώς να εννοηθεί ότι δεν τίθεται θέμα περαιτέρω διευρύνσεως για το άμεσο μέλλον.

Οι ΗΠΑ προεξοφλώντας την πολιτική αυτή της ΕΕ, είχαν σπεύσει και είχαν καταβάλει κάθε προσπάθεια για να προσδέσουν, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, και την Άγκυρα στη διαδικασία της διευρύνσεως της ΕΕ και της εντάξεως σ’ αυτήν. Στην προσπάθειά τους αυτή αξιοποίησαν επιτηδείως τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, για να προσεταιριστούν τον ελληνικό παράγοντα και να τον μεταστρέψουν από ανυπέρβλητο εμπόδιο για την Άγκυρα, εφόσον αυτή δεν ήταν διατεθειμένη ν’ αλλάξει την πολιτική της, σε θερμό συνήγορο και σημαιοφόρο της τουρκικής εντάξεως χωρίς κανένα κόστος για την Άγκυρα.

Πούλησαν στην ελληνική πλευρά την ιδέα ότι δεν πρέπει να θέτει ως προϋπόθεση την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων για την υποστήριξη απ’ αυτήν της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αντιθέτως, πρέπει να προσδοκά την επίλυσή τους με την υποστήριξη της τουρκικής ενταξιακής πορείας και ως αποτέλεσμα της πορείας αυτής σε μακροπρόθεσμη βάση. Η ιδέα αυτή προβλήθηκε με το επιχείρημα ότι έτσι κι αλλιώς η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και ο εξευρωπαϊσμός της «συμφέρουν στρατηγικά» την Ελλάδα!
Αναγωγή ενός σαθρού ξενόπνευστου ιδεολογήματος σε δόγμα εξωτερικής πολιτικής και σε «εθνική» στρατηγική.

Φαίνεται απίστευτο ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική «αγόρασε» ένα τέτοιο ιδεολόγημα και αντάλλαξε μ’ αυτό το βέτο στην ΕΕ και την ένθερμη και ανεπιφύλακτη υποστήριξή της προς την τουρκική ενταξιακή πορεία, χωρίς καμία τουρκική υποχώρηση σε κανένα θέμα, έστω και συμβολικού περιεχομένου. Παρατηρούμε, αντιθέτως, σκλήρυνση της τουρκικής πολιτικής σ’ όλα τα ελληνοτουρκικά μέτωπα, από την Κύπρο ως τη Θράκη.

Η διαρροή του χρόνου απεκάλυψε πλήρως πως η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να προσδοκά στα επιμέρους θέματα από τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Επιπλέον, η ολοένα και πιο επιφυλακτική στάση των περισσοτέρων ευρωπαίων εταίρων απέναντι στην προοπτική της τουρκικής εντάξεως θέτει την Ελλάδα σε δεινή διπλωματική θέση. Τη φέρνει σε αντίθεση με αυτούς που είναι στην ΕΕ οι φυσικοί φίλοι και σύμμαχοί της έναντι του αμερικανοβρετανικού άξονα, που συντάσσεται με την Άγκυρα για δικούς του γεωπολιτικούς και στρατηγικούς στόχους.

Προβάλλεται ως απάντηση το επιχείρημα ότι δήθεν διίστανται τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδος και των ευρωπαίων εταίρων που αντιτίθενται στην ένταξη της Τουρκίας. Με ποια λογική εξάγεται το συμπέρασμα, πρώτον, ότι η ένταξη της Τουρκίας «συμφέρει» την Ελλάδα και, δεύτερον, ότι οι γεωπολιτικοί και στρατηγικοί λόγοι για τους οποίους οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία υποστηρίζουν και προωθούν την Τουρκία στην ΕΕ συμφέρουν την Ελλάδα;

Προβάλλεται ειδικότερα η ιδέα ότι «συμφέρει» την Ελλάδα η πλήρης ένταξη της Τουρκίας από την «ειδική σχέση» με την οποία η Τουρκία θα μπορούσε να διασφαλίσει οικονομικά και γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα, χωρίς αντιστοίχως να αναλάβει δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του πλήρους μέλους.

Το επιχείρημα είναι λογικοφανές. Παρακάμπτει όμως δύο βασικά και προσδιοριστικά δεδομένα. Το πρώτο είναι η τρέχουσα εμπειρία. Αυτή δείχνει σαφώς ότι με τις υποχωρήσεις αρχής στις οποίες προέβη η ελληνική πλευρά, υπενόμευσε η ίδια τις δυνατότητες ν’ αξιοποιηθεί η τουρκική ευρωπαϊκή πορεία για μια δίκαιη επίλυση των υπαρχόντων προβλημάτων. Αυτό είναι σαφές, κατά πρώτο λόγο, στο Κυπριακό. Η συνέχιση της σημερινής πολιτικής οδηγεί σε «βρυκολάκιασμα», με άλλα μέσα, λύσεων τύπου Σχεδίου Ανάν και σε υπονόμευση του τεράστιου και ελπιδοφόρου πλεονεκτήματος που απέκτησε η Κύπρος με την ένταξή της στην ΕΕ, χάρις στο ΟΧΙ του κυπριακού λαού στο Σχέδιο Ανάν.

Είναι σαφές επίσης κατά δεύτερο λόγο, στο θέμα του Αιγαίου. Με την αποδοχή «συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων» από την κυβέρνηση Σημίτη στη συμφωνία του Ελσίνκι και από τη σημερινή κυβέρνηση στο διαπραγματευτικό πλαίσιο ΕΕ-Τουρκίας, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης υπονομεύτηκε και ακυρώθηκε ως συμφέρουσα διπλωματική διαδικασία για την ελληνική πλευρά. Αντιθέτως, μπορεί να γίνει μπούμεραγκ για πολύ ζωτικά ελληνικά συμφέροντα και κυριαρχικά δικαιώματα.
Για να αποτιμήσει κανείς πόσο πραγματικά «συμφέρει» την ελληνική πλευρά η πλήρης ένταξη της Τουρκίας, πρέπει επιπλέον να προσθέσει κανείς στις δυσοίωνες αυτές προοπτικές για τα επιμέρους εθνικά μας θέματα τον πολλαπλασιασμό της θεσμικής ισχύος και επιρροής που θ’ αποκτούσε η Τουρκία ως πλήρες μέλος. Αυτή θα ήταν ανάλογη περίπου λόγω του όγκου της με εκείνη της Γερμανίας!

Προφανώς, η Άγκυρα δεν θα διέθετε τη νέα αυτή επιρροή υπέρ του σεβασμού των ελληνικών δικαίων και δικαιωμάτων, όσο και αν πιστεύουν άκριτα ορισμένοι ότι η επιφοίτηση του ευρωπαϊκού πνεύματος θα μεταλλάξει δήθεν την Τουρκία σ’ ένα ευρωπαϊκό κράτος, όπως οποιοδήποτε άλλο.

Τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Τουρκία διδάσκουν σαφώς όσους θέλουν ν’ αντιληφθούν, απροκατάληπτα, ορισμένα βασικά δεδομένα της τουρκικής πολιτικής ζωής, ότι ο στρατός στην Τουρκία δεν είναι σε καμιά περίπτωση διατεθειμένος να παραιτηθεί από τον ρόλο του θεματοφύλακα του κεμαλικού καθεστώτος. Ισχυρίζεται ότι χωρίς τη δική του παρουσία στην πολιτική ζωή και τον ρυθμιστικό και εφεδρικό του ρόλο, η Τουρκία, που είναι μια βαθιά ισλαμική κοινωνία, κινδυνεύει να παλινδρομήσει στον ισλαμισμό. Πρέπει για τον λόγο αυτό η Δύση να συμβιβαστεί με την ανάγκη αυτή και να επιδείξει κατανόηση των «ιδιαιτέρων συνθηκών» της Τουρκίας, εφόσον και η ίδια δεν θέλει την παλινδρόμηση της Τουρκίας στον ισλαμισμό!
Με βάση το σκεπτικό αυτό, υπάρχουν δύο ενδεχόμενα. Είτε η Ευρώπη να απορρίψει την τουρκική ένταξη για τον λόγο αυτό και άλλους, προτείνοντας εναλλακτικά «ειδική σχέση» με τη σύμφωνη γνώμη, ενδεχομένως, και της Άγκυρας. Είτε εάν υπερνικήσουν τελικά οι αμερικανικές πιέσεις και η ευρωπαϊκή απάθεια, να ενταχθεί η Τουρκία, με συγκεκαλυμμένη ανοχή των «ιδιαιτέρων συνθηκών» της.

Και στις δύο περιπτώσεις, η Ελλάδα με την πολιτική που ακολουθεί διατρέχει τον κίνδυνο να πληρώσει βαρύ κόστος και να βρεθεί ουσιαστικά ακάλυπτη από την ΕΕ απέναντι στις κάθε είδους αξιώσεις, απαιτήσεις και διεκδικήσεις της Άγκυρας.
Η Ελλάδα ως ρυθμιστής των σχέσεων Τουρκίας – ΕΕ

Ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στη διαμόρφωση μιας ειδικής σχέσεως Τουρκίας-ΕΕ είναι το δεύτερο δεδομένο που παρακάμπτεται από όσους προβάλλουν την ιδέα ότι «συμφέρει» την Ελλάδα η υποστήριξη της πλήρους εντάξεως της Τουρκίας αντί της ειδικής σχέσεως. Η άποψη αυτή προβάλλεται μάλιστα ως άλλοθι στη σημερινή συγκυρία, για να δικαιολογηθεί η ιδέα ότι «συμφέρει» γι’ αυτό την Ελλάδα να μη γίνει καμιά εμπλοκή στην ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας τον Οκτώβριο, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τους εχθρούς της εντάξεως για την εκτροπή της ενταξιακής πορείας προς την «ειδική σχέση».

Με βάση το άλλοθι αυτό, προτείνεται με απλά λόγια από τους θιασώτες του η Ελλάδα και η Κύπρος να μην εμμείνουν στην εκπλήρωση από την Τουρκία των υποχρεώσεών της. Αντιθέτως, να «βοηθήσουν» την Άγκυρα, όπως συστήνει και πιέζει ο αμερικανικός παράγων, για να υπερβεί τον σκόπελο του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως, που αφορά την εφαρμογή του, χωρίς διάκριση, για όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ.

Η πραγματικότητα είναι ότι με την ακολουθούμενη πολιτική η ελληνική πλευρά απομονώνεται από τους δυνάμει συμμάχους της στην ΕΕ. Κινδυνεύει να μείνει ακάλυπτη και αδύναμη να αντιδράσει σε ενδεχόμενες μεθοδεύσεις των ισχυρών φίλων της Άγκυρας, που στην περίπτωση της ειδικής σχέσεως θα προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν για την Άγκυρα, για ευνόητους λόγους, τα μεγαλύτερα δυνατά οικονομικά και γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα, ως αντιστάθμισμα της πλήρους εντάξεως.

Το συμπέρασμα είναι απλό. Η ακολουθούμενη σήμερα πολιτική είναι αδιέξοδη. Αφοπλίζει διπλωματικά την Ελλάδα. Πυξίδα και αγωνία της Ελλάδος δεν μπορεί να είναι η πλήρης ένταξη της Τουρκίας ή η ειδική σχέση Τουρκίας-ΕΕ.

Είναι και πρέπει να είναι η διασφάλιση και η υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων σε κάθε περίπτωση και η δημιουργία γι’ αυτό διπλωματικών ερεισμάτων και συμμαχιών. Η πολιτική αυτή απαιτεί διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής και σύνδεση με ουσιαστικούς όρους και προϋποθέσεις οποιασδήποτε ελληνικής υποστηρίξεως προς την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία; Η στρατηγική αυτή δεν μπορεί να βασίζεται σε ιδεολογήματα και ευσεβείς πόθους, αλλά σε αντικειμενική ανάγνωση της πραγματικότητας και σε προετοιμασία, χωρίς προκαταλήψεις για κάθε ενδεχόμενο. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία μπορούν να δημιουργηθούν διπλωματικά ερείσματα και να οικοδομηθούν συμμαχίες. Με το πνεύμα αυτό Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουν κανένα περιθώριο για νέες «διευκολύνσεις» προς την Άγκυρα τον Οκτώβριο, αναλώμασι ελληνικών ζωτικών συμφερόντων και των προοπτικών μιας Ευρώπης στην οποία επέλεξε η Ελλάδα να ενταχθεί, γιατί πίστευε ότι τη συνέφερε.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ