Περιπέτειες δημοκρατίας του κ. Ερντογάν

Ο πρωθυπουργός της Δανίας Άντερς Φογκ Ράσμουσεν μάλλον θα αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη, όταν προ ημερών κατάλαβε πως στην προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου με τον τούρκο πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα ήταν τελικά μόνος του.

Ο κ. Ερντογάν τού δήλωσε πως δεν μπορεί να πάει στην αίθουσα όπου περίμεναν οι δημοσιογράφοι, διότι ανάμεσά τους ήταν και κουρδικό τηλεοπτικό κανάλι με δημοσιογράφους, το οποίο πρόσκειται στο ΠΚΚ, το κουρδικό Εργατικό Κόμμα που ίδρυσε ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Κατά τη γνώμη του κ. Ερντογάν το κόμμα αυτό εκθειάζει την τρομοκρατία, άρα και το κανάλι κάνει το ίδιο, έτσι δεν πρόκειται να πάει στην κοινή συνέντευξη Τύπου, αν δεν απομακρυνθεί το συγκεκριμένο κανάλι. Φυσικά αυτά σε πολιτισμένες χώρες δεν γίνονται, δεν απομακρύνονται δηλαδή μέσα ενημέρωσης που δεν αρέσουν σε πολιτικούς ηγέτες άλλων χωρών, έτσι ο κ. Ερντογάν εγκατέλειψε την Κοπεγχάγη χωρίς να δώσει την κοινή συνέντευξη Τύπου.

Το περιστατικό αυτό έχει ξεχωριστή θέση και σημασία στα δημόσια χρονικά, στον βαθμό που αποκαλύπτει και στους πλέον αδαείς (και καλοπροαίρετους προς την Τουρκία) τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας της χώρας αυτής, η οποία χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με την Ευρώπη επιδιώκει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τους δικούς της φυσικά όρους, αφού δεν αποδέχεται βασικές αρχές και όρους συνύπαρξης με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αρχές και όρους που είναι αυτονόητα στοιχεία για όλους πλην της Τουρκίας. Ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι αισθάνθηκαν έκπληξη με τη στάση της Τουρκίας που δεν δίστασε να προσβάλει μία φίλη (της) χώρα και τον πρωθυπουργό Ράσμουσεν, ματαιώνοντας την προγραμματισμένη κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο ηγετών και παραβαίνοντας κάθε διπλωματική πρακτική και αντίληψη.

Στην ίδια επίσκεψη ο κ. Ερντογάν είχε ερωτηθεί νωρίτερα τι προτίθεται να κάνει η Τουρκία με την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων (γενοκτονία που όλοι αναγνωρίζουν ότι διεπράχθη από την Τουρκία) και εκείνος ψύχραιμα και αποδεικτικά για τις προθέσεις της χώρας του απάντησε «τίποτα, δεν τους πειράξαμε ποτέ».

Έχει σημασία να σταθεί κανείς και να δει με προσοχή αυτό το σημείο. Ότι η Τουρκία μπορεί να θέλει και να επιδιώκει να γίνει μέλος της ΕΕ, αλλά μόνο με τους δικούς της όρους. Καλύπτοντας μάλιστα αυτήν την αλαζονεία με το ένδυμα της εθνικής υπερηφάνειας («μην ξεπουληθούμε κιόλας στην Ευρώπη, αν δεν μας θέλουν, δεν μπαίνουμε»), απευθύνεται στο εσωτερικό της, σε πληθυσμούς που κάθε άλλο παρά με ευρωπαϊκό τρόπο και αξίες έχουν γαλουχηθεί. Αυτήν τη στάση θα τη διατηρήσει η γειτονική χώρα, διότι είναι βέβαιη ότι θα βρει αρκετούς υποστηρικτές στην άποψη «ας μην τσαλακώνουμε την εθνική αξιοπρέπεια των υποψηφίων μελών», τόσο επειδή αρκετοί θα χαίρουν με την καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων, διότι στην πραγματικότητα δεν τη θέλουν, όσο και επειδή άλλοι θα πιστεύουν στον ξεχωριστό της ρόλο, όπως οι Αμερικανοί.

Η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία δεν βιάζεται καθόλου να γίνει πλήρες μέλος, πολύ περισσότερο αν εξασφαλίσει σύντομα τα (οικονομικά και θεσμικά) προνόμια του μέλους με ειδική σχέση που βρίσκεται «στην πορεία» για πλήρη ένταξη. Μια τέτοια εξέλιξη θα βόλευε εξαιρετικά το τουρκικό στρατιωτικοπολιτικό κατεστημένο που θα «πουλούσε» στο εσωτερικό της χώρας την κατάκτηση των ευρωπαϊκών προνομίων «χωρίς να κάνουμε ήρωες τον Πατριάρχη, τους Αρμένιους και τους Κούρδους». Ο κ. Ερντογάν είναι αρκετά ευφυής για να αντιλαμβάνεται ότι οι μεταρρυθμίσεις του για τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού κράτους μπορούν να προχωρήσουν έως εκεί που δεν θίγονται τα ζωτικά συμφέροντα όσων ανέχονται (και χρησιμοποιούν) τις πολιτικές λύσεις και τους εκφραστές των λύσεων αυτών. Έτσι στο δίλημμα «προσβάλλω ξένο πρωθυπουργό που είμαι στη χώρα του ή έρχομαι σε ρήξη με τον κεμαλισμό και το στρατιωτικό κατεστημένο» προτιμάει το πρώτο, ελπίζοντας ότι θα του δοθεί ο χρόνος να επανορθώσει σε προσωπικό επίπεδο με τον κ. Ράσμουσεν, αλλά και σε πολιτικό με ένα άλλου είδους άνοιγμα στη Δανία, η οποία συχνά έχει στηρίξει τις τουρκικές θέσεις στην Ευρώπη.

Ούτε η Τουρκία θα βιαστεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε η ΕΕ να την καλωσορίσει. Και οι δύο γνωρίζουν πολύ καλά ότι πρόκειται για μια σχέση σκοπιμότητας χωρίς κανένα αξιακό υπόβαθρο στα πεδία της δημοκρατίας, του πολιτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι πορείες της Ευρώπης και της Τουρκίας δεν συναντήθηκαν ποτέ, ήσαν παράλληλες, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η Τουρκία ως Οθωμανική Αυτοκρατορία εστράφη στρατιωτικά κατά χωρών της «γηραιάς ηπείρου». Το χρήσιμο και ενδιαφέρον από τη συχνή πλέον αυτή σχέση θα είναι η με πολλές ευκαιρίες αποκάλυψη του πολιτισμικού χάσματος μεταξύ των δύο πλευρών, όπως συνέβη στην περίπτωση της Κοπεγχάγης.

Εν τω μεταξύ, οι Κούρδοι στη Νοτιοανατολική Τουρκία θα διώκονται με συνέπεια από τις αρχές, όπως άλλωστε και οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων…


Σχολιάστε εδώ