Άμεση σχέσι δημοσίων ελλειμμάτων και ανεργίας

Η συσχέτισις είναι δυσδιάκριτος αλλ’ αποκαλυπτική: Η Βρετανία και η Ιρλανδία -χώρες με μικρά σχετικώς δημόσια ελλείμματα και χρέη- έχουν και την χαμηλοτέρα ανεργία μέσα στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωσι (κάτω του ορίου τριβής της απασχολήσεως 4%).

• Αλλά διατί μειούται η απασχόλησι (αντίστροφη της ανεργίας), όταν τα δημόσια ελλείμματα-χρέη αυξάνουν;

Εκ πρώτης όψεως το αντίθετον θ’ ανεμένετο, ιδίως υπό την διδασκαλία των έργων Περικλέους και της θεωρίας περί «ενεργού ζητήσεως» του Τζον Μέϊναρντ Κέϊνς. Τα μεγάλα ελλείμματα εξ αντιστοίχως υψηλών δημοσίων δαπανών θα έδιδαν δουλειά εις περισσοτέρους εγαζομένους -και πάντως όχι σε ολιγωτέρους. Εν τούτοις δεν είναι ακριβώς έτσι…

Ο αθηναίος πολιτικός Περικλής τον 5oν αιώνα π.Χ. και μετά τους Περσικούς Πολέμους αντιμετώπιζε ένα κρίσιμο κοινωνικό πρόβλημα υψηλής ανεργίας του λαού της Αθήνας. Οι νικητές του Μαραθώνος και οι θαλασσοναυμάχοι της Σαλαμίνος δεν είχαν επαρκές εισόδημα ως ελεύθεροι πολίτες. Η εκτεταμένη δουλοκτημοσύνη είχε ρίξει τα μεροκάματα πολύ χαμηλά. Στο αργυροφόρο Λαύριον εδούλευαν μόνο δούλοι, ενώ οι πολίτες-οπλίτες συνωστίζοντο άνεργοι στα κουρεία της αθηναϊκής αγοράς και ανεπόλουν την τυραννίδα του Πεισιστράτου, ο οποίος ανεγείροντας τον τεράστιο ναό του Ολυμπίου Διός, είχε δώσει ψωμί στην φτωχολογιά της Αθήνας, ενώ ο σοφός Σόλων είχε απαλλάξει τους οφειλέτες χρεών εκ του ανατοκισμού («πανωτόκια») και είχε καταργήσει την δουλεία των αναξιοχρέων -κυρίως των αγροτών.

Ο κίνδυνος για την δημοκρατία ήταν επικείμενος και ο Περικλής δεν εδίστασε. Απήλλαξε τους συμμάχους από της υποχρεώσεως να στέλλουν καράβια και πληρώματα στην Αθηναϊκή Συμμαχία κατά της Περσίας και τους επέτρεψε να εξαγοράζουν την συνεισφορά των με χρήματα που κατατίθεντο στο συμμαχικό ταμείο, στην νήσο Δήλο, απ’ όπου η Αθήνα ελάμβανε «πιστώσεις». Ο Περικλής έβαλε χέρι στα συμμαχικά λεφτά κι άρχισε τον καλλωπισμό των Αθηνών (Ακρόπολις – Παρθενών – ναός του Ποσειδώνος στο Σούνιον). Ούτως έδωκε δουλειά στους ανέργους. Οι Αθηνοταμίες επλήρωναν όσον υπήρχαν τάλαντα στην Δήλον. ΌΟταν το ρευστόν ετελείωσε, ε, τότε έγινε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και οι Αθηναίοι εστράφησαν κατά Σικελίας, η οποία εφημολογείτο ότι είχε μεγάλο πλούτον (ως το Ιράκ σήμερα mutatis mutantis). Βεβαίως υπήρχαν και άλλα αίτια της εμφυλίας διαμάχης των Ελλήνων, αλλ’ ένας από τους βασικούς παράγοντες ήτο η ανεργία, η οποία επιπολάζει στις κοινωνίες όπου ο πλούτος αναδιανέμεται αντιπαραγωγικώς.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμον (1914-18) ο κόσμος αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα με την Αθήνα των υστεροπερσικών χρόνων: έλλειψι επαρκούς ζητήσεως, που να έδινε δουλειά στα εργατικά χέρια της κατεστραμμένης Γαλλίας και της Γερμανίας, λόγω των υψηλών πολεμικών επανορθώσεων. (Και της Ελλάδος, εκ της μετοικεσίας 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων από την Μικρά Ασία, τους οποίους εξεδίωξεν ο κεμαλισμός, βυθίζοντας και την τουρκική οικονομία εις παρατεταμένη καχεξίαν…)

Ο βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέϊναρντ Κέϊνς είχε εγκαίρως διαβλέψει την αιτία της ανυπαρξίας ικανών δημοσίων δαπανών, που ν’ αντιστάθμιζαν την έλλειψι επαρκούς ζητήσεως εκ μέρους των κατεστραμμένων νοικοκυριών και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η πτώσι εντεύθεν και των τιμών των πρώτων υλών διεθνώς (αντιπληθωρισμός) επέφερε το οικονομικό κραχ του 1929 στις Ηνωμένες Πολιτείες, διότι αντί να μειωθούν τα επιτόκια κι αυξηθούν οι τραπεζικές πιστώσεις, η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FED) εμείωσε την… νομισματική κυκλοφορία. Η κρίσις επεξετάθη εις όλον τον κόσμον, εξετράπη και εις επαλλήλους υποτιμήσεις, με πρώτο θύμα την Βρετανική στερλίνα (και την ασθενή ελληνική οικονομία που εδήλωσε στάσι πληρωμών το 1932). Η επάνοδος στον χρυσούν κανόνα εσήμανε την κυριαρχία του αμερικανικού δολαρίου ως μέσου διεθνών πληρωμών, επιτείνοντας την έλλειψι χρημάτων. Ο Κέϊνς είχε ορθώς υποστηρίξει ότι εχρειάζετο αύξησι της προσφοράς χρήματος για την αντιστάθμισι της υφέσεως -ένα μάθημα που κατενόησε πλήρως ο απερχόμενος τον Ιανουάριον νυν διοικητής της FED, Άλαν Γκρίνσμπαν…

Τελικώς, από την παρατεταμένη οικονομικήν ύφεσιν έβγαλε τον κόσμον ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, έστω κι αν αυτό δεν ομολογείται. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας υπό του Αδόλφου Χίτλερ και το «Νιού Ντιλ» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, με τις εκτεταμένες δημόσιες ανεγέρσεις στην Αμερική το 1936, επέφερε την παγκόσμιο μεταπολεμική ανάκαμψι. Ο κόσμος είχε ανακαλύψει εκ νέου ότι όταν η ιδιωτική οικονομία δεν δαπανά επαρκώς, το κράτος πρέπει να καλύπτει το κενό έστω και δανειζόμενον, για έργα υποδομής που θα συμβάλλουν στην αύξησι των φόρων μελλοντικώς. Το σχετικό έλλειμμα της οικονομίας αναλαμβάνει να καλύψει η εξωτερική υποτίμησι του νομίσματος που εξαφανίζει το εσωτερικό δημόσιο χρέος και καθιστά την οικονομία «ανταγωνιστική» διεθνώς και πάλιν.

Η λύσι της αυξήσεως της ενεργού ζητήσεως ήτο πάντοτε μέρος του προβλήματος της απωλείας ανταγωνιστικότητος λόγω πληθωρισμού. Επειδή ουδείς γνωρίζει το σημείο ισορροπίας της οικονομίας, η αύξησι της προσφοράς χρήματος συν την μείωσι των επιτοκίων και την εξωτερική υποτίμησι επιφέρει ταχείαν αύξησι του γενικού επιπέδου των τιμών. Ο πληθωρισμός περιπλέκει τα πράγματα, διότι διαταράσσει τις κεφαλαιαγορές (πτώσι ομολόγων, άνοδος της τιμής των ακινήτων και του χρυσού, ενθάρρυνσι της κερδοσκοπίας των μεγάλων επιχειρήσεων, αύξησι των φόρων).

Ο υψηλότερος πληθωρισμός στο εσωτερικό μιας χώρας προκαλεί απώλεια ανταγωνιστικότητος και συμβάλλει στο κλείσιμο των επιχειρήσεων, εν τέλει δε στην άνοδο της ανεργίας. Στο σημείο αυτό ευρίσκεται σήμερον η ελληνική οικονομία με μία επιπλοκή: ότι εξαιτίας του ευρώ δεν μπορεί να κάνει υποτίμησι για την ανάκτησι της χαμένης τιμής (ανταγωνιστικότητος του εθνικού προϊόντος, ΑΕΠ). Το κράτος περιορίζεται στην επεκτατική πιστωτική πολιτική και δανείζεται το 6-7% του ΑΕΠ για να πληρώνει τους δημοσίους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους και τους ανέργους, ανακυκλώνοντας επιπροσθέτως το συνεχώς ανερχόμενον δημόσιο χρέος.

Ούτως όμως η επιπλέον κρατική δαπάνη συντηρεί μία παρασιτική οικονομία που σιγά σιγά περιθωριοποιείται διεθνώς και δεν παράγει τίποτε πλέον (πλήν του τουρισμού εποχικώς και της ναυτιλίας υπερποντίως). Συγχρόνως υποδαυλίζεται παραδόξως και ο πληθωρισμός, ιδίως υπό συνθήκας ανόδου του κόστους ενεργείας, κατά 35% εφέτος. Οι μεταβιβάσεις εισοδήματος από την Ευρωπαϊκήν΄Ενωσι επιτείνουν το πρόβλημα. Ενώ χρηματοδοτούν τις εισαγωγές (εξάγοντας απασχόλησι στις ευρωπαϊκές χώρες), κατασκευάζουν έργα αμελέτητα και χαμηλής παραγωγικότητος και διευκολύνουν την διαφθορά (όρα αρπαγήν κοινοτικών κονδυλίων).

Τα μεγάλα ελλείμματα με τα οποία «τρέχει» ο κρατικός προϋπολογισμός την 5ετίαν από της εντάξεως της χώρας στην ευρωζώνη μεταφράζονται αφεύκτως εις αύξουσαν ανεργίαν.

Υπολογίζεται ότι κάθε αύξησι του δημοσίου ελλείμματος κατά 1% του ΑΕΠ προξενεί 100.000 ανέργους. Επιβάλλεται όθεν η δραστική περικοπή των δημοσίων ελλειμμάτων διά του περιορισμού των περιττών κρατικών δαπανών (π.χ. τι χρειάζεται νέο μέγαρο της Λυρικής Σκηνής;) και διά της αυξήσεως της φορολογίας της πολυτελούς διαβιώσεως (βενζίνης, πολυτελών αυτοκινήτων, υπεραξίας επενδυτικών αγαθών). Η αντιμετώπισι του ασφαλιστικού προβλήματος, με αύξησι της συνταξιοδοτήσεως στα 67 χρόνια, ως συζητείται τώρα εν… Γερμανία, θεωρείται αναπόφευκτη, καθώς ο προϋπολογισμός επιβαρύνεται με τα χρεοκοπημένα ασφαλιστικά ταμεία! Η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική εξυγίανσι όπως η έκδοσι τιτλοποιημένων χρεών δεν επιλύει κανένα πρόβλημα. Αντιθέτως, το παρατείνει. Χρειάζεται μάλλον η αύξησι των υγιών φορολογικών εσόδων, ως του Φόρου Προστιθεμένης Αξίας, ο οποίος φοροδιαφεύγει αγρίως.

Παραλλήλως, αναγκαίες καθίστανται οι λεγόμενες «θεσμικές αλλαγές», ως το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων (π.χ. φορτηγατζήδων), το σπάσιμο των κρατικών μονοπωλίων (π.χ. παραγωγή ανανεωσίμων μορφών ενεργείας με καθορισμένη τιμή εξαγοράς του ηλεκτρικού ρεύματος), η απελευθέρωσι της παιδείας απ’ τα δεσμά του υπουργείου Α-παιδείας, η ιδιωτικοποίησι των λιμένων και αερολιμένων της χώρας και η κατάργησι της υφερπούσης τάσεως δημιουργίας δημοσίων, παραδημοσίων και «μη κυβερνητικών» οργανισμών που συντηρούνται υπό του φορολογουμένου. Ο δραστικός περιορισμός των «βαρέων επαγγελμάτων», των «αναπήρων» (300.000 σήμερον) και των εισφορών ΙΚΑ είναι εκ των ων ουκ άνευ. Τέλος (αλλ’ όχι εξαντλητικώς), θα πρέπει να σταματήσει το τροπάριο των εθνικών συλλογικών συμβάσεων… ανεργίας, με αυξήσεις erga omnes και παρεπιδόματα που αυξάνουν το εργατικό κόστος 8% ετησίως. Οι επιχειρήσεις από μόνες των ξέρουν πότε μπορούν και πρέπει ν’ αυξήσουν τους μισθούς.

Όταν όλ’ αυτά γίνουν (κι άλλα πολλά μικρά εξυγιαντικά μέτρα ληφθούν εναντίον των λυμεώνων του δημοσίου χρήματος, π.χ. ποδοσφαιρικές ομάδες), τότε το έλλειμμα θα μειωθή, ο δανεισμός θα περιορισθή, ο πληθωρισμός θ’ ανακοπή (που δημιουργείται από τις προνομιούχες ομάδες του ευρώ, οι οποίες σπαταλούν τον εθνικό πλούτο) και η ανταγωνιστικότης θ’ αποκατασταθή. Άρα θ’ αρχίσουν σιγά σιγά να πραγματοποιούνται παραγωγικές επενδύσεις που θ’ απορροφήσουν την ανεργία.

Εις πρώτη φάσιν, όμως, η ανεργία θ’ αυξηθή εκ μόνου του περιορισμού των (κομματικών) διορισμών στο Δημόσιον και εξαιτίας της αναγκαίας περικοπής του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Εκ της μειώσεως του δημοσίου ελλείμματος και ανακτήσεως της ανταγωνιστικότητος, βραδέως αλλ’ ασφαλώς θ’ αρχίσει η ανεργία να μειούται, ιδίως εάν οι νέοι στραφούν και πάλι εις παραγωγικά επαγγέλματα (π.χ. της υπερποντίου ναυτιλίας) και όχι «για μια θέσι στο Δημόσιο» -όπερ θέμα διαπαιδαγωγήσεως.


Σχολιάστε εδώ