Αντιλεγόμενα στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού…

Ποιες είναι οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις για τις οποίες ζητάει ο κ. Καραμανλής τη συναίνεση του λαού; Άγνωστες οι πρωθυπουργικές βουλές. Πάντως τα λόγια του αυτά μυρίζουν «άρωμα Θάτσερ». Με βάση τις σκληρές νεοφιλελεύθερες θέσεις της σημερινής κυβέρνησης μπορεί ο καθένας μας να μαντέψει για ποιες μεταρρυθμίσεις μιλάει ο κ. πρωθυπουργός και μάλιστα τέτοιες που να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα. Φιλοσοφία του νεοφιλελευθερισμού είναι η συνεχής βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με θυσίες αποκλειστικά και μόνο των εργαζομένων και των μικρών επιχειρήσεων. Και αυτήν τη φιλοσοφία ασπάζεται και εφαρμόζει η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, προδίδοντας όλες τις ελπίδες που στήριξε επάνω της ο εργαζόμενος λαός.

Η ανταγωνιστικότητα εφευρέθηκε για να δικαιολογεί συνεχείς θυσίες από τους εργαζόμενους και να ανεβαίνει έτσι η κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο κ. Καραμανλής επιθυμεί βεβαίως τη βελτίωση του βαθμού ανταγωνιστικότητας, αλλά δεν θέλει να δυσαρεστήσει και την εργοδοσία. Και έτσι προτιμά να ρίχνει όλα τα βάρη εξ ολοκλήρου στις ασθενέστερες κατηγορίες των πολιτών.

Με τα σημερινά διεθνή οικονομικά δεδομένα, ο κ. Καραμανλής πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει ότι για τις χώρες που συμμετέχουν στην ΟΝΕ, και συνεπώς και για την Ελλάδα, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι όνειρο απατηλό. Ποια οικονομία μπορεί να πλησιάσει την ανταγωνιστικότητα της κινέζικης οικονομίας; Και για να μην πάμε τόσο μακριά, ας περιοριστούμε στον ζωτικό μας χώρο.

Ποια οικονομία χώρας της ευρωζώνης μπορεί να πλησιάσει την ανταγωνιστικότητα που άρχισαν να οικοδομούν ορισμένες από τις 10 νέες χώρες της ΕΕ; Οι προβλέψεις είναι ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα η χώρα μας θα είναι τελευταία σε ανταγωνιστικότητα μέσα στην ΕΕ. Μόνο εάν μετατραπούν οι εργαζόμενοι σε είλωτες μπορούμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Η μεγάλη εργοδοσία πιέζει προς την κατεύθυνση αυτή, χωρίς βέβαια να το ομολογεί ωμά. Όμως ο κ. Καραμανλής το θέλει; Αν όχι, ας προσέξει πάρα πολύ τα επόμενα βήματά του. Για τη χώρα μας η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι «πίθος των Δαναΐδων» μέσα στον οποίον θα ρίχνονται και θα εξαφανίζονται τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων και οι πόροι από τη συρρίκνωση της κοινωνικής πολιτικής.

<Β>Το ΑΕΠ

Είπε στη Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός ότι ο φετινός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά 3,5% αποδεικνύει την ισχύ της οικονομίας μας. Δεν θα σχολιάσουμε εμείς αυτήν την πρωθυπουργική δήλωση που μυρίζει «άρωμα Σημίτη» περί ισχυρής οικονομίας. Θα αφήσουμε τον κ. Αλογοσκούφη να απαντήσει στον πρωθυπουργό. Ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών στη σελίδα 15 (ακροτελεύτια παράγραφος) της εισηγητικής του έκθεσης επί του προϋπολογισμού του 2005 αναφέρει: «O σχετικά υψηλός ρυθμός ανάπτυξης στηρίχτηκε, κατά κύριο λόγο, σε εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται εν μέρει με την εισροή των πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, καθώς και με τη ραγδαία ανάπτυξη της καταναλωτικής πίστης, η οποία χρηματοδότησε ένα μεγάλο μέρος της αύξησης της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Όπως είναι ευνόητο, οι παράγοντες αυτοί δεν μπορούν να διατηρηθούν σε μακροπρόθεσμη βάση και συνεπώς δεν μπορούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης». Οι επισημάνσεις αυτές του κ. Αλογοσκούφη που αφορούν τα προηγούμενα χρόνια ισχύουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για τη φετινή χρονιά που η καταναλωτική πίστη (προς τα νοικοκυριά) χτύπησε «κόκκινο». Αυτά δεν τα πρόσεξε ο κ. Καραμανλής;

Δεν πρέπει όμως να του ξεφεύγει ότι το Δημόσιο, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα και σπρώχτηκαν στην κατάσταση αυτή για να συντηρηθεί ο μύθος της «ισχυρής» ελληνικής οικονομίας. Βέβαια σπρώχτηκαν από τον οικονομικό μεγαλοϊδεατισμό του Σημίτη και του επιτελείου του. Όμως διαπιστώνουμε με μεγάλη μας απογοήτευση ότι η ίδια γραμμή ακολουθείται και από τη σημερινή κυβέρνηση που διακατέχεται από την επιθυμία της πάση θυσία διατήρησης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) και έχει κάθε συμφέρον να τροφοδοτείται ο μύθος της ισχυρής ελληνικής οικονομίας. Φοβάται η κυβέρνηση μήπως κατηγορηθεί ότι επί των ημερών της υποχώρησε ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μας. Αν αυτό συμβεί, που είναι πιθανό, θα οφείλεται στο βεβαρημένο παρελθόν. Αντίθετα, η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός θα χρεωθούν τις ζημιές που θα προκαλέσουν στην οικονομία οι τυχόν άστοχες μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζει ο κ. Καραμανλής και το επιτελείο του.

<Β>Ανταγωνιστικότητα

Πάντως πρέπει να ομολογήσουμε ότι μέσα στα πολλά προβλήματα που ταλανίζουν την οικονομία μας, κυρίαρχη θέση κατέχουν η ανταγωνιστικότητα και οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που επιβάλλεται να γίνουν για τη βελτίωσή της. Αυτό είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Όμως στο πλαίσιο της ΟΝΕ τα περιθώρια μεταρρυθμίσεων είναι μηδαμινά. Οι μόνες μεταρρυθμίσεις που γίνονται ανεκτές από την ΟΝΕ είναι όσες καθιστούν δυσχερέστερη τη θέση των εργαζομένων και περιορίζουν τα δικαιώματά τους. Κάθε άλλη μεταρρύθμιση θεωρείται από το «ιερατείο των Βρυξελλών» ότι αποτελεί παράβαση του κοινοτικού κεκτημένου (δικαίου). Τρανό παράδειγμα το θέμα του βασικού μετόχου.

Στο θέμα αυτό ο πρωθυπουργός κατάλαβε (ή πρέπει να κατάλαβε) ποια συμφέροντα υπηρετεί η ΕΕ. Αυτός ο συνασπισμός των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών δυνάμεων τελεί σε αρμονία με την ιδεολογικοπολιτική θέση της μεγάλης πλειονότητας των ανωτέρων κομματικών στελεχών της ΝΔ και ίσως και του ίδιου του πρωθυπουργού. Έτσι η αντεργατική πολιτική της νεοσυντηρητικής παράταξης, με δεξιά ή σοσιαλιστική ταυτότητα, βολεύει και τη σημερινή κυβέρνηση και οι μεταρρυθμίσεις, με τις οποίες μας απείλησε από τη Θεσσαλονίκη ο Καραμανλής, είναι βέβαιο ότι θα κεραυνοβολήσουν τους εργαζόμενους. Ήδη συζητείται η κατάργηση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ. Είναι γεγονός ότι αν σταματήσουν οι εργαζόμενοι να αμείβονται για την εργασία που προσφέρουν και αν σταματήσουν και οι εργοδοτικές εισφορές για κοινωνική ασφάλιση και καταργηθούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, τότε ασφαλώς η κυβέρνηση θα πετύχει θεαματική βελτίωση του βαθμού ανταγωνιστικότητας. Και αν θεσπίσει το αφορολόγητο των επιχειρηματικών κερδών, τότε η Ελλάδα θα είναι ένας ειδυλλιακός τόπος για το κεφάλαιο. Τότε και ο ΣΕΒ θα μας πει ότι η χώρα μας κατέστη «τόπος χλοερός και τόπος αναψύξεως». Ευνόητο για ποιους. Τέτοιο τοπίο θέλει να διαμορφώσει η σημερινή κυβέρνηση με τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες ο πρωθυπουργός ζήτησε τη συναίνεση της ελληνικής κοινωνίας; Ουσιαστικά ζητάει τη συναίνεση των εργαζομένων την οποία φυσικά γνωρίζει ότι δεν έχει. Εάν νομίζει ότι ο λαός πρέπει να δώσει τη σχετική έγκρισή του, ας διενεργήσει αμέσως εκλογές με πρόγραμμα σαφείς και συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και όχι αοριστολογίες ωραιοποιημένες όπως στη Θεσσαλονίκη.

Το ερώτημα τι πρέπει να γίνει και με ποιες μεταρρυθμίσεις θα πετύχουμε ικανοποιητική βελτίωση του βαθμού ανταγωνιστικότητας, είναι αγχώδες και βασανιστικό. Τώρα η Ελλάδα, θεραπαινίδα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, δεν έχει τη δυνατότητα να λάβει αυτόνομα μέτρα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Τώρα αναγκαστικά πρέπει να εφαρμόζει τις αποφάσεις της ΟΝΕ και της Ε.Ε.

<Β>Έξοδος απελπισίας

Ασφαλώς υπάρχουν μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν την παραγωγική μας μηχανή να γίνει αποδοτικότερη και έτσι να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Όμως αυτά τα μέτρα δεν μπορούμε να τα πάρουμε, δεν μπορούμε να προστατεύσουμε και να βοηθήσουμε την παραγωγική μας μηχανή. Η μόνη «έξοδος απελπισίας» είναι να χτυπηθεί η εργατική τάξη ή να αλλάξει ο παραγωγικός ιστός της χώρας.

Τότε που έπρεπε να πετύχουμε την εξειδίκευση της οικονομίας μας στους πλεονεκτικούς για μας κλάδους, δεν το επιχειρήσαμε. Αφού αυτό δεν έγινε και η οικονομία μας μπήκε στην ΟΝΕ πολλαπλώς αθωράκιστη, επόμενο ήταν να βρεθούμε σε αδιέξοδο. Στο παρελθόν ο κ. Σημίτης μας παρουσίασε τον δρόμο προς την ΟΝΕ ως μονόδρομο. Τι έπαθαν η Βρετανία, η Δανία και η Σουηδία που έμειναν εκτός ΟΝΕ; Έχουν την ευχέρεια να ρυθμίζουν την οικονομική και νομισματική τους πολιτική ανάλογα με τη διεθνή και εσωτερική τους συγκυρία και ανάλογα με τις ανάγκες της παραγωγικής τους μηχανής. Και αυτό το πλεονέκτημα δεν μπόρεσαν να το κατανοήσουν ούτε ο Σημίτης ως πρωθυπουργός ούτε ο Καραμανλής ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τώρα είναι αργά για κλάματα. Η ελληνική οικονομία κλειδώθηκε διπλά, στην ΕΕ και στην ΟΝΕ. Ειλικρινά πιστεύω ότι ο Κώστας Καραμανλής επιθυμούσε να προσφέρει υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Αλλά δεν είχε συλλάβει σωστά τις δεσμεύσεις της χώρας μας. Και τώρα δεν του απομένει παρά να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις πολύ σκληρές για τους εργαζόμενους. Ό,τι μεταρρυθμίσεις και να γίνουν και όσο και αν ωραιοποιηθούν από την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης μόνο προσωρινά θα καταφέρουν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα. Γρήγορα θα βαλτώσουμε και πάλι. Και στο τέλος θα μείνει η γεύση της σκληρής αντεργατικής πολιτικής της κυβέρνησης Καραμανλή.


Σχολιάστε εδώ