«Δεξιός» και «αριστερός»

Πιστεύει πράγματι ότι μέσα από την «ορθολογικοποίηση» του συστήματος των εργασιακών σχέσεων θα υπάρξει μια σταθερή πορεία ανάπτυξης; Και πώς «εκμετρά» το πολιτικό κόστος που αναπόφευκτα προκύπτει από τις αντιπαραθέσεις με μια σειρά κοινωνικών τάξεων, οι οποίες μάλιστα φαίνεται να κλιμακώνονται σε βάθος χρόνου;

Οι επιλογές ενός κόμματος ή μιας κυβερνητικής εξουσίας θα πρέπει να κρίνονται μέσα από μια διπλή οπτική: Εκείνη των «ψευδαισθήσεων» και εκείνη των «σκοπιμοτήτων». Η πρώτη έχει ως αφετηρία πολιτικοϊδεολογικές αντιλήψεις που σπάνια η εφαρμογή τους έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η δεύτερη περιλαμβάνει μια σειρά επιλογών, οι οποίες, ανεξάρτητα από το ιδεολογικό προκάλυμμα κάτω από το οποίο εμφανίζονται, αποβλέπουν σε ευρύτερους κοινωνικοοικονομικούς στόχους, μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα.

α) Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όλες εκείνες οι επιλογές που νομιμοποιούν τη «λογική» του νεοφιλελεύθερου προτύπου. Η «ελεύθερη» και ανταγωνιστική αγορά επιβάλλει το ελεύθερο «ωράριο», τις «χαλαρές» εργασιακές σχέσεις, την περιστολή των ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η «ψευδαίσθηση» της κυβέρνησης της ΝΔ έγκειται στο γεγονός ότι πιστεύει πως μέσα από τις «αλλαγές» αυτές θα προκύψουν ευνοϊκότερες συνθήκες για επενδύσεις και για τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης. Η συμπίεση του εργατικού κόστους, μέσα από όλες αυτές τις μεθοδεύσεις, συνοδεύεται από τις σημαντικές μειώσεις της φορολογίας των επιχειρήσεων, την ακώλυτη δανειοδότησή τους κ.λπ.

Πρόκειται για την αποτυχημένη νεοφιλελεύθερη «συνταγή», την οποία ακολούθησε, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, κατά την προηγούμενη οκταετία το ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή της οποίας όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη, αλλά οδηγεί στη διάλυση ολόκληρων παραγωγικών τομέων και κοινωνικών ομάδων. Η μόνη «ανάπτυξη» που διαπιστώνεται είναι η ασύδοτη αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που μηδέποτε μετατρέπεται σε επενδυτική δραστηριότητα.

β) Ασφαλώς όλες αυτές οι επιλογές έχουν σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε «μετατοπίσεις» των κοινωνικών συμμαχιών. Κανένας πολιτικός δεν μπορεί να αγνοήσει μια τέτοια εξέλιξη, όσο και αν εμφανίζεται ως «μουλάς» του νεοφιλελευθερισμού.

Εδώ βρίσκεται, βέβαια, μια «δεύτερη σειρά» εκτιμήσεων και σκοπιμοτήτων. Με τις «μονεταριστικού» χαρακτήρα επιλογές της η ΝΔ επιδιώκει να χαράξει μια μακροπρόθεσμου χαρακτήρα στρατηγική συμμαχία με το κεφάλαιο και τον «κόσμο» των επιχειρήσεων. Οι επιπτώσεις της πολυετούς συμπόρευσης του ΠΑΣΟΚ με τις «δυνάμεις» αυτές είναι και σήμερα «ορατές», τόσο στον τομέα των μεγάλων έργων όσο κυρίως στον «χώρο» της «διαπλοκής» των ΜΜΕ. Η ΝΔ θέλει να ξεκαθαρίσει το «τοπίο», να επιβάλει μια εντονότερη πολιτικοϊδεολογική παρουσία και «νομιμοποίηση» στις κυβερνητικές της επιλογές.

Και σε αυτήν της την «πολιτική κίνηση» επιδιώκει να κατοχυρώσει τις επιλογές της, «σφραγίζοντας» το «νεοφιλελεύθερο διαβατήριό της» στους «αρμοδίους»…

γ) Ασφαλώς οι επιλογές αυτές έχουν και πολιτικοϊδεολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Αντί για συνεννοήσεις και «ήπιες» μεταρρυθμίσεις προωθούνται κοινωνικές εντάσεις. Η επίκληση του «κεντρώου χώρου» δεν μπορεί ασφαλώς να γίνει συμβατή με την κρίση που θα προκύψει λόγω του ωραρίου στον χώρο των μικρομεσαίων, ούτε με τις επιπτώσεις στον χώρο της μισθωτής εργασίας που θα επέλθουν με την περικοπή των ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Ο μόνος κοινωνικοοικονομικός «χώρος» με τον οποίο διατηρεί ακόμα ομαλές σχέσεις η ΝΔ είναι ο αγροτικός…

Ασφαλώς η πλειοψηφία που έφερε τη ΝΔ στην εξουσία δεν συγκροτεί κάποια συνεκτική κοινωνική συμμαχία. Προέκυψε, ως έναν μεγάλο βαθμό, από τη βαθιά πολιτικοϊδεολογική κρίση του ΠΑΣΟΚ, την εμπλοκή στελεχών του σε ζητήματα διαφθοράς, την «αφομοίωσή» του στη λογική της αγοράς.

Η ΝΔ εκτιμά ότι το «βάθος» της κρίσης του ΠΑΣΟΚ δεν του επιτρέπει να διαμορφωθεί σε έναν «πόλο» πολιτικής και ιδεολογικής συσπείρωσης των στρωμάτων που θίγονται σήμερα από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Άλλωστε, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για τα ίδια στρώματα τα οποία απομακρύνθηκαν από το ΠΑΣΟΚ εξαιτίας των πολιτικών του.

Πράγματι η διαμόρφωση του ΠΑΣΟΚ σε έναν ισχυρό «πόλο», με συγκεκριμένες πολιτικοϊδεολογικές επιλογές, δεν είναι σήμερα δυνατή. Το ΠΑΣΟΚ -δηλαδή ο πρόεδρος και η «περιβάλλουσα» αυτόν ηγετική ομάδα- δεν θέλει και δεν μπορεί να διαμορφώσει μια στρατηγική «κοινωνικού χαρακτήρα», η οποία θα αντιπαρατεθεί στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο και θα διατυπώσει συγκεκριμένες και πειστικές οικονομικές και κοινωνικές προτάσεις.

Η τραγελαφική κατάσταση, η οποία εμφανίζεται σήμερα στο ΠΑΣΟΚ με τις «δηλώσεις» και «παρεμβάσεις» των κυρίων Μάνου και Ανδριανόπουλου, δεν έχει τη ρίζα της στο γεγονός ότι οι πολιτικοί αυτοί είναι «ξένα σώματα». Απορρέει από την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αντιτάξει μια συγκροτημένη αντινεοφιλελεύθερη πολιτική στις κυβερνητικές επιλογές και να επιβάλει τις δικές του κοινωνικές και ιδεολογικές «αξίες» στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτό το «κενό» εκμεταλλεύονται οι νεοφιλελεύθεροι «σύμμαχοι» του προέδρου του ΠΑΣΟΚ για να νομιμοποιούν στην πολιτική σκηνή τη δική τους παρουσία.

Για να «εισπράξει» το ΠΑΣΟΚ την κοινωνική διαμαρτυρία πρέπει πρώτα να «πληρώσει». Δηλαδή να αναγνωρίσει το «βάθος» της πολιτικής του μεταλλαγής, τη «ρίζα» της πολιτικής του αναξιοπιστίας, ώστε να μπορέσει να ξανασυνδεθεί με τις ανάγκες και τα αιτήματα των εργαζομένων.

Τα κόμματα, βέβαια, μπορεί να εκτιμούν, να προβλέπουν ή να σχεδιάζουν «επί χάρτου». Εκείνοι, όμως, που πλήττονται από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο, όσοι βιώνουν την εργασιακή τους ανασφάλεια, την απώλεια των κοινωνικών τους δικαιωμάτων, διαμορφώνουν τις δικές τους επιλογές και δεν αποτελούν αναγκαστικά μια «αδρανή κοινωνική μάζα» που μετατοπίζεται στις εκλογικές περιόδους από το ένα στο άλλο κόμμα της διακυβέρνησης.

Όπως, δυστυχώς, τους αντιμετωπίζουν τα πολιτικά επιτελεία και οι «δημοσκόποι» τους… Ξεχνώντας ότι οι κοινωνίες βρίσκουν τον δικό τους δρόμο, πέρα από τους δικούς τους σχεδιασμούς.


Σχολιάστε εδώ