Φώτης Καφάτος

καθηγητής Βιολογίας Φώτης Καφάτος είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της παγκόσμιας επιστήμης, ο οποίος το 2002 έφτασε στο αποκορύφωμα της ερευνητικής του δουλειάς, ύστερα από πολλών χρόνων επιστημονικό αγώνα με την απομόνωση του γονιδιώματος του κουνουπιού της μάστιγας της ελονοσίας.
Έχει διατελέσει καθηγητής στο Χάρβαρντ και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Η μεγάλη τιμή για την Ελλάδα ήταν όταν ο καθηγητής Καφάτος ανέλαβε, πριν από δέκα χρόνια, γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (EBML), που εδρεύει στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας. Από αυτήν τη σημαντική θέση εργάστηκε σκληρά μαζί με την επιστημονική ομάδα του για την ευρωπαϊκή επιστημονική πρωτοπορία στον χώρο της Μοριακής Βιολογίας και της Βιοτεχνολογίας, με σημαντικά αποτελέσματα.
Ο Φώτης Καφάτος είναι ένας μειλίχιος και σοφός επιστήμονας, με αφοσίωση στην επιστημονική, την κοινωνική και την ανθρωπιστική αποστολή του.
Πέρα από το επιστημονικό του έργο έχει σημαντική συμβολή και στη δημιουργία υποδομών επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα.
Στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας Κρήτης ο εμπνευσμένος δάσκαλος ξεκίνησε μια σκυταλοδρομία επιστημονικής έρευνας που από το 1983 συνεχίζεται μέχρι σήμερα και με τις καλύτερες προοπτικές για το μέλλον. Ο σημερινός διευθυντής του Ινστιτούτου Γεώργιος Θηραίος και ο βραβευόμενος από το Ίδρυμα Μποδοσάκη ερευνητής Νεκτάριος Ταβερναράκης, αλλά και όλοι οι επιστήμονες ερευνητές του Ινστιτούτου πραγματικά μας κάνουν αισιόδοξους για τον μέλλον της επιστημονικής έρευνας στη χώρα μας. Ας δούμε αναλυτικότερα τι συμβαίνει στην Κρήτη. Στην επιστημονική έρευνα η Ελλάδα έχει προχωρήσει αρκετά σε διάφορους σημαντικούς τομείς.
Ένα από τα κέντρα προώθησης της έρευνας είναι το Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης (ΕΚΕΚ) που λειτουργεί στα πλαίσια του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σκοπός του η τόνωση της λειτουργίας του πανεπιστημίου, με την προώθηση πρωτοποριακής έρευνας σε τομείς αιχμής, για την ανάπτυξη τόσο στην Κρήτη όσο και σε όλη την Ελλάδα. Το Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης συγκροτήθηκε στην αρχή με τρία ερευνητικά ινστιτούτα, ενώ προστέθηκαν δύο ακόμα, το 1985. Παράλληλα δημιουργήθηκαν δύο ινστιτούτα στην Πάτρα και στη Θεσσαλονίκη, όμως το 1987 τα πέντε ινστιτούτα του Ερευνητικού Κέντρου Κρήτης συνεννοήθηκαν με τα ινστιτούτα Θεσσαλονίκης και Πάτρας για να δημιουργηθεί, με κέντρο το Ηράκλειο, το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Το μεγάλο αυτό ελληνικό ίδρυμα τεχνολογίας και έρευνας είναι ένας ευέλικτος οργανισμός που λειτουργεί, με πολλές επιτεύξεις, εδώ και 22 χρόνια τόσο για τη σύνδεση της έρευνας με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση όσο και με την παραγωγή. Ένα από τα ινστιτούτα έρευνας του ΙΤΕ είναι το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας, που είναι προσανατολισμένο στους κάτωθι στόχους:
– Σε υψηλού επιπέδου βασική και εφαρμοσμένη έρευνα σε προσεκτικά επιλεγμένους τομείς της σύγχρονης μοριακής βιολογίας και βιοτεχνολογίας.
– Στην καλλιέργεια υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα, με την ανάπτυξη και παραγωγή εξειδικευμένων επιστημονικών προϊόντων, καθώς και τη δημιουργία και διοχέτευση τεχνογνωσίας σε ελληνικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες.
– Στην εκπαίδευση και εξειδίκευση τεχνικών μεταπτυχιακών φοιτητών και μεταδιδακτορικών επιστημόνων, σε τομείς ιδιαίτερης επιστημονικής, τεχνολογικής και οικονομικής σημασίας.
– Στη σύνδεση της ερευνητικής και αναπτυξιακής του δραστηριότητας με την ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα για συνεργασίες και ανταλλαγές επιστημόνων με διεκδίκηση ανταγωνιστικής χρηματοδότησης στον διεθνή χώρο.
Το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας είναι το πιο σημαντικό επιστημονικό κέντρο έρευνας στον τομέα του στην περιοχή της Μεσογείου και ευρύτερα. Από το 1991 πρωτοπορεί χάρη στους επιστημονικούς (διεθνούς επιπέδου) ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΥΣ του, τον καθηγητή από το Χάρβαρντ Φώτη Καφάτο και τον καθηγητή από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας Β. Ναυπακτίτη.
Αυτοί οι δύο πρωτοπόροι καθηγητές συμβάλανε από το 1983 στη δημιουργία αυτού του διεθνούς επιστημονικής αξίας επιστημονικού – ερευνητικού κέντρου. Στην αρχή στεγάστηκε σε προκατασκευασμένα κτίρια κοντά στην Κνωσό. Όμως, το 1996 μεταφέρθηκε στη μόνιμη έδρα του, στις Βούτες, 7 χλμ. νοτιοδυτικά του Ηρακλείου.
Ο στόχος για την υψηλής ποιότητας έρευνα και εκπαίδευση επιτεύχθηκε με την απόκτηση διεθνώς ανταγωνιστικών καθηγητών – ερευνητών. Το σημαντικό είναι ότι οι «ιδρυτικοί πατέρες» αυτού του ιδιαίτερης επιστημονικής αξίας και σημασίας Ινστιτούτου, οργάνωσαν το τμήμα σε δύο τομείς:
Τομέας Α΄: (Βιοχημεία, Μοριακή, Δομική, Κυτταρική και Αναπτυξιακή Βιολογία).
Τομέας Β΄: Οργανισμική και πληθυσμιακή Βιολογία περιβάλλοντος και Θαλάσσια Βιολογία.
Αργότερα ιδρύθηκε και τομέας Γ’/Βιοτεχνολογία και εφαρμοσμένη Βιολογία. Η ίδρυση αυτού του τμήματος αποτέλεσε μια καινοτομική κίνηση για την Ελλάδα, που «μπήκε» δυναμικά στον καθοριστικής σημασίας αυτόν τομέα επιστημονικής έρευνας, με ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου επιδιώξεις.
Η αξιολόγηση αυτού του σημαντικού ερευνητικού ινστιτούτου έγινε το 1991 από διεθνή συμβουλευτική επιτροπή. Την αποτελούσαν 15 διακεκριμένοι ευρωπαίοι και αμερικανοί επιστήμονες, οι οποίοι στην έκθεσή τους, μεταξύ άλλων, έλεγαν και τα εξής:
«Το ΙΜΒΒ είναι το πιο σημαντικό Ινστιτούτο σε αυτόν τον τομέα στην περιοχή της Μεσογείου. Είναι εφάμιλλο ως προς τα επιτεύγματά του με πολλά ινστιτούτα της Βόρειας Ευρώπης και Αμερικής με πιο μακρόχρονη παρουσία στο ενεργητικό τους. …Με βάση τα διεθνή κριτήρια είναι ένα εξαίρετο ινστιτούτο. Η Ελλάδα πρέπει να είναι υπερήφανη για το ΙΜΒΒ». Όμως, για όλα αυτά οι έλληνες πολίτες το 1991 δεν γνώριζαν τίποτα, ούτε και ενδιαφερόντουσαν για τέτοια… όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, που η συντριπτική πλειοψηφία δεν νοιάζεται για τις επιστημονικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές και πνευματικές πρωτοπορίες και για τους ανθρώπους που τις πραγματοποιούν. Γιατί, αλίμονο, κι αν ακόμη κάποιοι ενδιαφερθούν, τούτο συμβαίνει μέσα στα πλαίσια του life style και της επιφανειακότητας των καιρών μας…


Σχολιάστε εδώ