Γιατί το «όχι» στο Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία;

Η στάση αυτή του γαλλικού λαού προκαλεί από πρώτη άποψη έκπληξη. Η Γαλλία είναι γνωστό ότι είναι εκείνη που πρωτοστάτησε στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Φαινομενικά, το ευρωπαϊκό σύνταγμα αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, που πάντα υποστηριζόταν από τη Γαλλία.

Σε μια βαθύτερη όμως εξέταση αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους που οδήγησαν τον λαό της πιο φιλοευρωπαϊκής χώρας να αντιδρά σήμερα με τον τρόπο αυτό και να εκφράζει τόσο έντονα τον προβληματισμό και τις επιφυλάξεις του για το πού πάει η Ευρώπη και για το ποια Ευρώπη τελικά θέλουμε.

Προφανώς, η αντίδραση και ο προβληματισμός του δεν αφορούν μόνο τη Γαλλία και τη θέση της στην Ευρώπη. Αφορούν την ίδια την ιδέα και το όραμα της Ευρώπης και από τη σκοπιά αυτή αφορούν όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Το διαφαινόμενο «όχι» της πλειοψηφίας του γαλλικού λαού δεν στρέφεται κατά της ιδέας της Ευρώπης, αλλά εναντίον της Ευρώπης που διαμορφώνεται και προεικονίζεται από το προτεινόμενο σύνταγμα, που έχει προς το παρόν χαρακτήρα συνταγματικής συνθήκης μεταξύ των χωρών-μελών. Οι εξορκισμοί επομένως από την πλευρά διαφόρων ηγετών, Γάλλων και ξένων, υπέρ της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή προς το «όχι» στο γαλλικό δημοψήφισμα, είναι άτοποι, εφόσον δεν τίθεται θέμα υποστηρίξεως ή μη της ιδέας της Ευρώπης, αλλά το ερώτημα ποια Ευρώπη.

– Η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης προβλήθηκε ως ιδανικό για την παγίωση της ειρήνης, της φιλίας και της συναδέλφωσης των ευρωπαϊκών λαών και ως ανάγκη για την αντιμετώπιση από κοινού μιας νέας διεθνούς καταστάσεως και του διεθνούς ανταγωνισμού, για τον οποίο ακόμη και οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, χωριστά η καθεμία, δεν έχουν το αναγκαίο μέγεθος για ν’ αντεπεξέλθουν.
Η Ευρώπη βρέθηκε μπροστά στην ιστορική πρόκληση να ενωθεί και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στο προσκήνιο της ιστορίας ή να βρεθεί στο περιθώριο, ανίκανη να παρακολουθήσει αποτελεσματικά τις νέες εξελίξεις και τον διεθνή ανταγωνισμό.

– Οι καταλυτικές εξελίξεις μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν ένα νέο σκηνικό που επηρέασε βαθιά, μεταξύ άλλων, την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ενοποίηση της Γερμανίας, ο προσανατολισμός και το μέλλον των χωρών που αποδεσμεύθηκαν από τον ανατολικό Συνασπισμό, έφεραν στο προσκήνιο ζωτικά θέματα γεωπολιτικής και έθεσαν νέες προκλήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αμερικανική υπερδύναμη, έχοντας μέσω του ΝΑΤΟ τον πρώτο λόγο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, άσκησε αφόρητες πιέσεις για τη σύνδεση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και την εναρμόνισή του με τις γεωπολιτικές προτεραιότητες και στόχους του ΝΑΤΟ και τη θεσμική ένταξη της ευρωπαϊκής ασφάλειας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Επιπλέον, οι ΗΠΑ μέσα στο νέο μετασοβιετικό σκηνικό προσανατολίσθηκαν δυναμικά προς την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που έγινε εκ των πραγμάτων όχημα της επιδιωκόμενης αμερικανικής ηγεμονίας.
Γίνεται συχνά σύγχυση σχετικά με τον όρο της παγκοσμιοποίησης. Συγχέεται η τεχνική κατά κάποιον τρόπο πλευρά της παγκοσμιοποίησης, που είναι από όλους αποδεκτή και ευπρόσδεκτη, με την πολιτική, που εκφράζεται ως ηγεμονική επιδίωξη και έχει ως οικονομική βάση τον διεθνή νεοφιλελευθερισμό, με αιχμή του δόρατος τις πολυεθνικές και το διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο.

– Μέσα στο πλαίσιο αυτό και ουσιαστικά ερήμην των λαών της, η Ευρωπαϊκή Ένωση διολίσθησε σταδιακά στην παγκοσμιοποίηση. Ταυτίσθηκε σε μεγάλο βαθμό μ’ αυτήν. Ακόμη χειρότερα, η παγκοσμιοποίηση παρουσιάσθηκε ως συνώνυμη και ως αναγκαίος όρος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, γεγονός που υπονομεύει και φθείρει την ίδια την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης.
Οι ευρωπαϊκοί λαοί, μεταξύ αυτών και ο ελληνικός λαός, συμφώνησαν να κάνουν από κοινού την ενωμένη Ευρώπη για ν’ αντιμετωπίσουν, υποτίθεται, την παγκοσμιοποίηση. Συμφώνησαν να καταργήσουν μεταξύ τους τα σύνορα και να συστήσουν έναν κοινό οικονομικό χώρο. Δεν συμφώνησαν να καταργήσουν τα σύνορα με όλο τον κόσμο.

Διαπιστώνουν όμως κατάπληκτοι ότι με την πολιτική που σιγά σιγά επιβλήθηκε τα σύνορά τους είναι σαν να μην υπάρχουν για όλο τον κόσμο. Ως μόνη απάντηση και συνταγή προβάλλεται η ανταγωνιστικότητα, που δεν αναφέρεται τελικά μόνο στο εσωτερικό της ΕΕ, όπου όλες οι χώρες έχουν λίγο ή πολύ ένα ανάλογο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Πώς μπορεί, όμως, π.χ. να επιβιώσει ο έλληνας αγρότης όταν υφίσταται τον ανταγωνισμό όχι μόνο των ευρωπαίων συναδέλφων του, αλλά παράλληλα τον ανταγωνισμό αγροτών τρίτων χωρών απ’ όλο τον κόσμο με πολύ άνισο οικονομικό και βιοτικό επίπεδο;

Ασφαλώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να είναι φρούριο προστατευτισμού και πρέπει αφενός να είναι διεθνώς ανταγωνιστική και αφετέρου να έχει ένα ευνοϊκό καθεστώς σχέσεων και βοήθειας προς τις χώρες του τρίτου κόσμου. Σημαίνει όμως αυτό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να γίνει ζώνη ελευθέρων διεθνών ανταλλαγών, να έχει σύνορα ανοικτά με όλο τον κόσμο, να ταυτισθεί πλήρως με την πιο ακραία μορφή της παγκοσμιοποίησης;

– Το παράδειγμα των κινεζικών υφαντουργικών προϊόντων, που απειλούν με εξόντωση την ευρωπαϊκή υφαντουργία, είναι ένα χτυπητό δείγμα αυτής της καταστάσεως. Δεν είναι, όμως, το μόνο. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ποια εντύπωση προκαλεί και ποια αισθήματα διαμορφώνει αυτή η Ευρώπη, που παρουσιάσθηκε ως κοινή αγορά και πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών λαών και εξελίσσεται στην πραγματικότητα σε ζώνη διεθνών ανταλλαγών, με οδυνηρές επιπτώσεις στην προοπτική της απασχόλησης, του κοινωνικού κράτους και ακόμη για την ίδια την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των λαών της.

– Παρόμοια όμως συναισθήματα διαμορφώνονται και σε ό,τι αφορά την ανεξαρτησία και την πολιτική ένωση της Ευρώπης.
Ο στρατηγός Ντε Γκωλ απέσυρε τη Γαλλία από το ΝΑΤΟ, εφαρμόζοντας στην πράξη μια πολιτική ανεξαρτησίας της Γαλλίας, που θα ήταν παράδειγμα και σημαιοφόρος της ανεξαρτησίας της Ευρώπης. Με το άρθρο 41, όμως, της συνταγματικής συνθήκης αναγνωρίζεται ρητώς ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια εντάσσεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι η Γαλλία, που έφυγε από την πόρτα από το ΝΑΤΟ, ξαναγυρίζει από το παράθυρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατοχυρώνεται μάλιστα αυτό ως ευρωπαϊκή συνταγματική αρχή. Το ίδιο ισχύει με την επιδιωκόμενη πολιτική ένωση της Ευρώπης. Η συνεχής και εσπευσμένη διεύρυνση, η οποία ανταποκρινόταν κατά πρώτο λόγο σε γεωπολιτικά κριτήρια και σκοπιμότητες που έθεσε επιτακτικά η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δημιούργησε ήδη νέους πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό της ΕΕ και κατέστησε εκ των πραγμάτων δυσκολότερη μια κοινή βάση για προωθημένη πολιτική ένωση της Ευρώπης.

Η εμμονή όμως των ΗΠΑ και οι αφόρητες πιέσεις που ασκούν για ένταξη επιπλέον της Τουρκίας, μιας μεγάλης χώρας που είναι μόνο οριακά ευρωπαϊκή και που από γεωγραφία, ιστορία και πολιτισμό δεν ανήκει ουσιαστικά στην Ευρώπη, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα, πώς είναι δυνατόν να συμβιβασθεί αυτό με την πολιτική ένωση της Ευρώπης. Ο καθένας γνωρίζει ότι όσο λιγότερη εσωτερική συνοχή υπάρχει σ’ ένα σύνολο, τόσο δυσκολότερη και προβληματικότερη γίνεται η πραγματική πολιτική ένωση.

Πολλοί, και μεταξύ αυτών κορυφαίοι ευρωπαίοι παράγοντες, βλέπουν στην κίνηση αυτή τον οριστικό ενταφιασμό οποιασδήποτε λογικής προοπτικής να καταστεί δυνατή με τέτοιους όρους η πολιτική ένωση της Ευρώπης. Οι ευρωπαίοι ηγέτες, μεταξύ αυτών, προς μεγάλη έκπληξη, και ο γάλλος Πρόεδρος Σιράκ, τάχθηκαν υπέρ της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας και έσπευσαν να συμφωνήσουν στην παροχή ημερομηνίας στην Τουρκία για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Προσπαθούν τώρα να αμβλύνουν τις εντυπώσεις και να καθησυχάσουν όσους διαφωνούν και διαμαρτύρονται ότι το θέμα αυτό δεν είναι του παρόντος και ότι στη Γαλλία π.χ. θα προσκληθεί ο λαός ν’ αποφανθεί γι’ αυτό το θέμα με δημοψήφισμα.

Εν τω μεταξύ όμως στη Σύνοδο της Ρώμης, που επικύρωσε το κείμενο του Ευρωσυντάγματος, μεταξύ αυτών που προσκλήθηκαν να το μονογράψουν είναι και ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν.

– Παρόμοια συναισθήματα και φόβοι αναπτύσσονται ειδικότερα και στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα. Οι μεγάλες ελπίδες που δημιούργησε το ευρώ δεν υλοποιήθηκαν. Αντιθέτως, η νομισματική πολιτική που ασκείται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα θεωρείται ολοένα και από περισσότερους ως μια από τις βασικές αιτίες της οικονομικής στασιμότητας και της ανεργίας που χαρακτηρίζει την ευρωζώνη.

Η έλλειψη βιομηχανικών και άλλων πολιτικών και η προβολή και αποθέωση στο Ευρωσύνταγμα της ιδέας της ελεύθερης αγοράς ως συνταγματικού καταστατικού ευρωπαϊκού ιδανικού είναι φυσικό να προκαλεί σε πολλούς αντιδράσεις και προβληματισμό για τον ρόλο του κράτους στην ανάπτυξη, όπως επίσης και για το ποιοι επιτέλους έχουν την πραγματική εξουσία και νομοθετούν πάνω ουσιαστικά από τη δημοκρατικά εκλεγμένη εθνική ηγεσία της χώρας.

– Στη συζήτηση για το Ευρωσύνταγμα αποκρυσταλλώνονται όλοι αυτοί οι προβληματισμοί, τα ερωτήματα και οι φόβοι για το πού πάει τελικά η Ευρώπη και για το ποια Ευρώπη διαμορφώνεται. Είναι διάχυτος ο φόβος ότι η Ευρώπη, ταυτιζόμενη με την παγκοσμιοποίηση, διολισθαίνει προς την πραγματικότητα μιας ζώνης ελεύθερων διεθνών ανταλλαγών και χάνει την προοπτική μιας πραγματικά πολιτικά ενωμένης ανεξάρτητης Ευρώπης.

Οι υποστηρικτές του συντάγματος ισχυρίζονται το αντίθετο και επιχειρηματολογούν ότι το σύνταγμα είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και ότι η μη υιοθέτησή του θα ενισχύσει αναποφεύκτως την τάση προς μια Ευρώπη ζώνη ανταλλαγών. Τα επιχειρήματά τους όμως δεν πείθουν, γιατί ενώ φαινομενικά το Ευρωσύνταγμα επαγγέλλεται ότι προωθεί την πολιτική ένωση της Ευρώπης, τα όσα περιλαμβάνει κατοχυρώνουν ως συνταγματικές αρχές κατευθύνσεις που δεν οδηγούν προς τον δεδηλωμένο στόχο. Αυτό το οποίο είναι πηγή μιας σχετικής αισιοδοξίας είναι το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του «όχι» δεν απορρίπτουν την ιδέα της Ευρώπης. Αντιθέτως, υπερασπίζουν την ιδέα μιας Ευρώπης, όπως προβλήθηκε από τους αρχικούς οραματιστές και πρωταγωνιστές της.


Σχολιάστε εδώ