Η ιστορία των μελισσών

Η ιστορία των μελισσών

Συγγραφέας
Maja Lunde
Μετάφραση
Σωτήρης Σουλιώτης


ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΔΙΧΩΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ, ΘΑ ΕΠΙΒΙΩΝΕ ΑΡΑΓΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Αγγλία, 1852
Ο βιολόγος Γουίλιαμ μελετά έναν νέο τύπο κυψέλης, που μπορεί να αποδειχθεί σανίδα σωτηρίας γι’ αυτόν και τα παιδιά του.

Αμερική, 2007
Ο μελισσοκόμος Τζορτζ αντιστέκεται στην εκβιομηχάνιση της παραγωγής και ελπίζει ότι ο γιος του θα συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση.

Κίνα, 2098
Σε έναν κόσμο χωρίς μέλισσες, η Τάο πασπαλίζει τα δέντρα με γύρη. Οι αρχές εξαφανίζουν τον γιο της κι εκείνη ξεκινά ένα σκληρό ταξίδι αναζήτησης.

Τρεις εκπληκτικές παράλληλες ιστορίες για το αόρατο νήμα που συνδέει τον κόσμο των ανθρώπων με τον κόσμο των μελισσών. 

Απόσπασμα βιβλίου

τάο

Περιφέρεια 242, Σιρόνγκ, Σετσουάν, 2098

ΣΑΝ ΥΠΕΡΜΕΓΕΘΗ ΠΟΥΛΙΑ ισορροπούσαμε στα κλαδιά, με έναν πλαστικό κουβά στο ένα χέρι και ένα φτερό ξεσκονίσματος στο άλλο.
Σκαρφάλωσα πιο πάνω, σιγά σιγά, όσο πιο προσεκτικά μπορούσα. Δεν έκανα γι’ αυτό, δεν ήμουν σαν τις περισσότερες γυναίκες στην ομάδα, συχνά οι κινήσεις μου παραήταν αδέξιες. Δεν είχα τις λεπτεπίλεπτες και ακριβείς κινήσεις που χρειαζόταν. Δεν ήμουν φτιαγμένη γι’ αυτό, αλλά παρ’ όλα αυτά έπρεπε να είμαι εδώ, κάθε μέρα, δώδεκα ώρες τη μέρα.
Τα δέντρα μετρούσαν μια ολόκληρη ζωή. Τα κλαδιά τους ήταν εύθραυστα σαν λεπτό γυαλί, και έτριζαν κάτω απ’ τα πόδια μας. Γύρισα προσεκτικά, δεν έπρεπε να κάνω ζημιά στο δέντρο. Ανέβασα το δεξί πόδι σ’ ένα κλαδί ακόμα πιο ψηλά, και μετά σήκωσα με προσοχή και το αριστερό. Στο τέλος έβρισκα μια ασφαλή στάση για να δουλέψω –άβολη, αλλά σταθερή. Από εδώ μπορούσα να φτάσω τα λουλούδια πάνω πάνω.
Το μικρό πλαστικό κουβαδάκι ήταν γεμάτο με το ανάλαφρο χρυσάφι της γύρης, που ζύγιζαν με ακρίβεια και μας μοίραζαν το πρωί που πιάναμε δουλειά, την ίδια ποσότητα σε καθεμιά. Με απαλές κινήσεις προσπάθησα να βγάλω απειροελάχιστες ποσότητες από το δοχείο και να τις μοιράσω στα δέντρα. Κάθε λουλούδι έπρεπε να πασπαλιστεί με το μικροσκοπικό πινέλο από φτερά κότας, που είχε εκτραφεί ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό. Κανένα συνθετικό φτερό δεν ήταν τόσο αποτελεσματικό όσο αυτό. Είχε δοκιμαστεί ξανά και ξανά, επειδή είχαμε άφθονο χρόνο –στη δική μου περιοχή, η παράδοση αυτή κρατούσε πάνω από εκατό χρόνια. Οι μέλισσες είχαν εξαφανιστεί τη δεκαετία του ’80, πολύ πριν από την Κατάρρευση· τα φυτοφάρμακα τις αφάνισαν όλες. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν δεν ψέκαζαν πια με φυτοφάρμακα, οι μέλισσες ξαναγύρισαν, αλλά τότε είχε ήδη αρχίσει για τα καλά η επικονίαση με το χέρι. Τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα, παρόλο που απαιτούνταν τεράστιος αριθμός ανθρώπων, πάρα πολλά χέρια. Και μετά, όταν ήρθε η Κατάρρευση, η περιφέρειά μου είχε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Είχε αποδώσει το γεγονός ότι ρύπαινε πιο πολύ απ’ όλες τις άλλες. Επειδή η χώρα μας ήταν πρωτοπόρος στη ρύπανση, έγινε αργότερα πρωτοπόρος στην επικονίαση με το χέρι. Αυτό το παράδοξο μας είχε σώσει.
Τεντώθηκα όσο πιο πολύ μπορούσα, αλλά και πάλι δεν μπόρεσα να φτάσω το λουλούδι στην κορυφή. Ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω, αλλά ήξερα ότι θα τιμωρηθώ, έτσι προσπάθησα ακόμα μία φορά. Αν ξοδεύαμε τη γύρη πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε, μας έκαναν περικοπές στον μισθό. Και αν πάλι ξοδεύαμε λιγότερη, πάλι μας έκαναν περικοπές. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μας δεν φαινόταν από την αρχή. Όταν στο τέλος της μέρας κατεβαίναμε από τα δέντρα, δεν υπήρχε άλλη απόδειξη της προσπάθειάς μας, πέρα από κόκκινους σταυρούς από κιμωλία πάνω στους κορμούς, ιδανικά σαράντα τη μέρα. Μόνο το φθινόπωρο, που τα δέντρα ήταν φορτωμένα με φρούτα, φαινόταν πού είχε γίνει καλή δουλειά. Όμως τότε είχαμε πια ξεχάσει ποιος είχε πασπαλίσει ποιο δέντρο.
Σήμερα μου είχαν δώσει τον Αγρό αρ. 748. Πόσοι ήταν άραγε; Δεν το ήξερα. Η ομάδα μου ήταν μια από τις εκατοντάδες ομάδες. Με τις μπεζ φόρμες εργασίας φαινόμασταν ομοιόμορφοι σαν τα δέντρα. Και ήμασταν κολλητά ο ένας στον άλλο σαν τα άνθη τους. Ποτέ μόνες μας, πάντα σαν σμήνος, πάνω στα δέντρα ή κάτω στο μονοπάτι, κατά μήκος των αυλακιών που άφηναν οι ρόδες, περπατώντας από το ένα χωράφι στο επόμενο. Μόνο στους τέσσερις τοίχους των μικρών μας διαμερισμάτων μπορούσαμε να είμαστε μόνες μας για λίγες ώρες το εικοσιτετράωρο, που περνούσαν χωρίς να το καταλάβεις. Διαφορετικά όλη η ζωή ήταν έξω.
Παντού σιωπή. Όταν δουλεύαμε, δεν επιτρεπόταν να μιλάμε μεταξύ μας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι προσεκτικές μας κινήσεις ανάμεσα στα δέντρα, ένας ανεπαίσθητος βήχας, ένα λαχάνιασμα, τα ρούχα της δουλειάς που τρίβονταν πάνω στους κορμούς των δέντρων. Και κάπου κάπου ο ήχος που όλες μας είχαμε μάθει να μισούμε: ένα κλαδί που έτριζε, ή, ακόμα χειρότερα, που έσπαγε…

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Είπαν για το βιβλίο

«Το πιο διορατικό νορβηγικό μυθιστόρημα που διάβασα μετά τον πρώτο τόμο του Κνάουσγκορντ.» 
-Expressen-

«Αυτό το βιβλίο θα βουίζει στο κεφάλι μας για καιρό.»
-Eva Hilde Murvold- Tronder Avisa


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Μάγια Λούντε γεννήθηκε το 1975 στο Όσλο.
Είναι συγγραφέας και σεναριογράφος, και ζει στο Όσλο με τον σύζυγό της και τα τρία τους παιδιά.
Η Ιστορία των μελισσών είναι το πρώτο της βιβλίο και έχει ήδη μεταφραστεί σε 35 γλώσσες.
Ήταν Νο 1 best seller στη Γερμανία το 2017 σε όλες τις κατηγορίες βιβλίων, με 500.000 αντίτυπα, και απέσπασε το 2015 το βραβείο Νορβηγών Βιβλιοπωλών.
Η ιστορία των μελισσών αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τετραλογίας.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ

Κατηγορία: Παγκόσμια λογοτεχνία, Κοινωνικό
ISBN: 978-960-461-964-1 


Σχολιάστε εδώ