Το αδιέξοδο της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων και οι ορέξεις των διαπλεκομένων

Το αδιέξοδο της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων και οι ορέξεις των διαπλεκομένων

Το αναπτυξιακό story κυριαρχείται πλέον από μια φιλολογία που λέει ότι τα επιτόκια μειώνονται και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ροπής προς επενδύσεις.


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Το σχέδιο της οικονομικής μεγέθυνσης βασισμένης στην ενίσχυση της κατανάλωσης, λόγω της μείωσης της φορολογίας, έχει εν πολλοίς εγκαταλειφθεί από την κυβέρνηση ακόμη και ως αφήγημα. Βλέπετε, το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, αλλά κυρίως η επιμονή των Ευρωπαίων σε πλεονάσματα του 3,5% δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.

Το αναπτυξιακό story κυριαρχείται πλέον από μια φιλολογία που λέει ότι τα επιτόκια μειώνονται και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ροπής προς επενδύσεις. Το γεγονός ότι οι επενδύσεις παγκόσμια παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα δεν μοιάζει να συγκινεί τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Δεν μοιάζει να τους συ­γκινεί επίσης το γεγονός ότι το συγκεκριμένο αφήγημα δεν είναι καθόλου νέο. Είναι η πολιτική που χαρακτήρισε τις νεοφιλελεύθερες επιλογές μετά το τέλος της κρίσης του στασιμοπληθωρισμού το 1982. Με τη συστηματική παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών και την απορρύθμιση των αγορών χρήματος τα επιτόκια από κοντά 20% τότε έφτασαν το 2% το 2005 – 2006. Η μεγέθυνση επέστρεψε, αλλά μαζί της και η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα από ένα σύνολο ιδιωτικού χρέους και κάθε λογής χρηματοπιστωτικών τίτλων.

Όταν η κερδοφορία του παραγωγικού τομέα δεν μπορούσε πλέον να στηρίζει αυτήν τη μόχλευση, το σύστημα κατέρρευσε πρώτα στις ΗΠΑ και μετά στην Ευρώπη, πυροδοτώντας την τρέχουσα κρίση. Η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων είχε και την ελληνική εκδοχή. Ήταν η πολιτική της εισόδου στο ευρώ και της φθηνής χρηματοδότησης της μεγέθυνσης μέσω του προγράμματος δημοσίων έργων του διαστήματος 2000 – 2008, με παράλληλη δημιουργία μιας οικονομίας υπηρεσιών με κέντρο τις τράπεζες. Αυτό το διάστημα φαίνεται να αναπολεί και ο κ. Μητσοτάκης, που, όπως ανακοίνωσε και στις προγραμματικές του δηλώσεις, θεωρεί το 2004 την κορυφαία στιγμή της ελληνικής οικονομίας.

Όλοι γνωρίζουμε τη συνέχεια τόσο παγκόσμια, όσο και στην Ελλάδα. Παρόλο που τη γνωρίζουμε όμως, δεν φαίνεται να μαθαίνουμε από αυτή.

Ύστερα από ένα σύντομο διάστημα, το 2008, που τα επιτόκια ξέφυγαν, το παγκόσμιο σύστημα απάντησε κρατικοποιώντας τα ιδιωτικά χρέη. Τα προγράμματα TARP στις ΗΠΑ και QE στην ΕΕ έμοιαζαν στην αρχή με το όνειρο του αυτοκρατορικού σοσιαλιστή Λουδοβίκου Βοναπάρτη, που προσδοκούσε να βάλει στο χέρι τη γαλλική οικονομία μετατρέποντας «τα μη εγγυημένα ομόλογα της Credit Mobilier σε υποχρεώσεις του κράτους» (Μαρξ, 11 Ιουλίου 1856).

Όμως οι σύγχρονοι «Λουδοβίκοι» δεν έπαιζαν ανάμεσα στις τάξεις, όπως ο πρόγονός τους, και πολύ σύντομα παρέδωσαν τράπεζες και επιχειρήσεις σε ιδιωτικά χέρια και στην κοινωνία έμειναν τα χρέη, δηλαδή οι ζημίες. Τα επιτόκια κατέρρευσαν, όμως η επιστροφή στην κανονική συσσώρευση δεν ήρθε.

Το παραδέχθηκε πρόσφατα και ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Ντράγκι, που, για πρώτη φορά, μετά το 2009, για ευρωπαίο αξιωματούχο, ζήτησε «επεκτατική δημοσιονομική πολιτική» από τις «δημοσιονομικά υγιείς» χώρες.

Η κρατικοποίηση των ιδιωτικών ζημιών έγινε με ιδιότυπο τρόπο και στην Ελλάδα με τα Μνημόνια, το δημόσιο χρέος διογκώθηκε και η εξυπηρέτησή του απαιτεί τεράστια πλεονάσματα, που έχουν καθηλώσει την οικονομία σε χρόνια ύφεση. Όμως η ανάγκη εξασφάλισης της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από τους Ευρωπαίους με την τοποθέτηση αποθεματικών, του περιβόητου «μαξιλαριού», άνοιξε την όρεξη τόσο της κυβέρνησης, όσο και διεθνών «επενδυτών» και εγχώριων διαπλεκομένων.

Επειδή δεν μπορούν να ακολουθήσουν πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης, λόγω των πλεονασμάτων, η μπίζνα που σκέφθηκαν είναι να βάλουν στο χέρι τα λεφτά μέσω της απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου με δανεικά. Αυτό που θα επιχειρηθεί θα είναι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με το «μαξιλάρι» και στη συνέχεια η δανειοδότηση ιδιωτών για την απόκτηση δημόσιας περιουσίας στο real estate, την ενέργεια και αλλού. Άλλωστε οι ιδιωτικοποιήσεις θεωρούνται βασικός πυλώνας ανάπτυξης στο πρόγραμμα της ενισχυμένης εποπτείας.

Αυτού του είδους τα σχέδια μπορεί να κάνουν κάποιους πλουσιότερους, όπως συνέβη κάποτε με τα ολυμπιακά έργα, όμως δεν θα βγάλουν την οικονομία από την κρίση.

Ο λόγος είναι ότι οι πολιτικές των χαμηλών επιτοκίων έχουν εξαντλήσει τον κύκλο τους. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός απαιτεί την απαξίωση σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου για να επανέλθει σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης.

Αυτή είναι μια ιδιαίτερα αργή και αντιφατική διαδικασία, αφού θα σημάνει νέες ζημίες για τις τράπεζες.

Συνακόλουθα, η ανάγκη ρήξης με την ΕΕ και άρνησης του δημόσιου χρέους θα επανέλθει στη δημόσια ατζέντα, ό,τι και αν λέει και αν τάζει ο κ. Μητσοτάκης.


Σχολιάστε εδώ